Ο απίθανα κοντός τύπος με τη μακριά γενειάδα, που με
κρατούσε φυλακισμένο στο κελί μέρες τώρα, ένα κελί το μέγεθος του οποίου άλλαζε
μ’ ένα απλό σμπρώξιμο του τοίχου και απ’ ό,τι φαινόταν ο απίθανα κοντός τύπος
ήταν σε κάποιου είδους διένεξη με τη γειτόνισσά του, ούτε για την μπουγάδα,
ούτε για τη θέση πάρκιγκ, αλλά για τη θέση του τοίχου, και καθημερινά, κάθε τρεις
και λίγο πότε αυτός απ’ εδώ πότε αυτή απ’ εκεί σμπρώχνανε τον τοίχο αλλάζοντας
το μέγεθος της φυλακής μου, έλεγα λοιπόν για τον απίθανα κοντό γενειοφόρο
δεσμοφύλακά μου, ο οποίος στάθηκε στο ύψος του, μού πέταξε μια σοκολάτα
κατάμουτρα, δεν φοβάσαι; τον ρώτησα, τίποτε δεν φοβάμαι, εδώ που είμαστε δεν μας
πιάνει τίποτε, και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Προκρούστη μπας και ψηλώσει πήρε
να λέει για τότε, μέρες εορταστικές θα ήταν, που μια ομάδα περίεργων ανθρώπων
οργάνωσε ένα δρώμενο, ένα συμβάν, κάποιοι απ' αυτούς βάλανε τα καλύτερά τους ρούχα, ενώ κάποιοι άλλοι απλώς τα βγάλανε, πήρανε και μια
γεννήτρια ταλαιπωρημένη, γεμάτη μουτζούρες και γράσο, την αλυσοδέσανε, την βάλανε
πάνω σε ροδάκια και την περιφέρανε στους δρόμους της πόλης, εν είδει επιταφίου, αγόρια και κορίτσια, άλλοι απλώς σέρνοντας τη
γεννήτρια, άλλοι κλαίγοντας γι’ αυτήν, και άλλοι επιχαίροντας για τα πάθη της,
κάποιοι τραβούσαν βίντεο και άλλοι μοιράζανε λευκές σελίδες χαρτί στους απορημένους
περαστικούς, κάποιοι από τους οποίους, θες από περιέργεια, θες γοητευμένοι από
τη θέα κοριτσιών, που μαυρολευκοντυμένες χόρευαν γύρω από τη γεννήτρια,
έμπαιναν και αυτοί στην κουστωδία που ακολουθούσε τη γεννήτρια και σιγά σιγά, από
διάθεση μιμητισμού αλλά και χιπστερισμού, να έχουν δηλαδή ακολουθήσει το νέο
πρωτοποριακό ρεύμα πριν αυτό γίνει κυρίαρχο και το ακολουθούν όλοι, οι λίγοι
γίνανε πολλοί, ολόκληρο πλήθος, που κατέληξε στο λιμάνι της πόλης, όπου υπό τους
ήχους το sittin’ on the dock of the bay, και μετρήσανε
έν-δυο, εν-δυο, εν-δυο, πηγαινοφέρνοντας μπρος πίσω στα χέρια τους τη γεννήτρια
για να τη ζυγιάσουνε καλύτερα, και έκανε μπλουμ μες στο νερό η γεννήτρια και
ταυτόχρονα εκτελώντας άψογες καταδύσεις 25 εικοσιπεντάχρονες κολυμβήτριες
κάνανε βουτιά σχηματίζοντας υπέροχα τόξα με τα κορμιά τους που τα απαθανατίσανε
δεκάδες φωτογράφοι, και τότε ξαφνικά, καθώς το σπίτι πήρε πάλι να στενεύει και
άρχισαν οι τοίχοι να έρχονται κατά πάνω μας, εμφανίστηκε μια καραμπίνα από το
πουθενά και τίναξε τα μυαλά του απίθανα κοντού γενειοφόρου, παραμυθά δεσμόφυλακά
μου στον αέρα, αλλά εμένα από τη φυλακή μου δεν με απελευθέρωσε κανείς, έμεινα
να κοιτώ τους τοίχους να έρχονται κατά πάνω μου, και όταν ρώτησα γιατί όλα αυτά
ρε παιδιά, η απάντηση ήταν «το ξέρεις ότι δεν κάνει να τρως πίτσες με γεμάτο
ουίσκι στομάχι».
2 σχόλια:
γύρους δεν κάνει να τρως με γεμάτο ουίσκι στομάχι, πίτσες δεν πειράζει
οι πίτσες δεν έχουν ώρα ή κατάσταση
A, ευχαριστώ τα μάλα για τη δια(σ)τροφική συμβουλή!
Δημοσίευση σχολίου