Ξυπνάει, αν και αυτό έχει πολλές φορές αμφισβητηθεί ακόμη και από τον ίδιον, κάθε πρωί και κάθεται σε αυτό το χωρίς παράθυρα γραφείο και κοιτάζει τον υπολογιστή υποκρινόμενος ότι κάνει κάτι πολύ σημαντικό και δημιουργικό και από το μέσα γραφείο το κορίτσι που όλο δουλεύει δουλεύει δουλεύει κοιτάει ανάμεσα στα δουλεύει της έξω από το παράθυρο και του περιγράφει τι βλέπει, παλιότερα έναν παππού με φαρδουλά σώβρακα στο απέναντι διαμέρισμα αριστερά που καθόταν κι έγραφε σε μια γραφομηχανή, μόνο που τώρα πια έχουν εξαφανιστεί κι αυτός και η γραφομηχανή, ωστόσο το κορίτσι εξακολουθεί να δουλεύει δουλεύει δουλεύει και ανάμεσα στα δουλεύει της τού λέει για την κυρία στο απέναντι ακριβώς διαμέρισμα που βγάζει το σκυλάκι της στο μπαλκόνι και του κάνει μασάζ για να μπορέσει να χέσει και για τις τράκες των αυτοκινήτων στη διασταύρωση, και τώρα τελευταία του λέει και για τον ζητά που ξεκνινάει από κάτω τον δρόμο και βαράει την κόρνα του να φύγουν τα διπλοπαρκαρισμένα και ανεβαίνει σιγά σιγά μέχρι απάνω και κάνει το γύρο του τετραγώνου και όσο αυτός ανεβαίνει και μέχρι να κάνει το γύρο του τετραγώνου ακριβώς από πίσω του εμφανίζονται άλλα διπλοπαρκαρισμένα και ξανά από την αρχή, η ζωή του ζητά σε λούπα, η ζωή του κοριτσιού σε λούπα, η δική του ζωή σε λούπα, σήμερα είπε να σπάσει τη λούπα, πήγε κι αγόρασε μια μαύρη μπογιά παπουτσιών για να βάψει εκείνα τα μπορντό τα μεταχειρισμένα παπούτσια που του είχαν χαρίσει γιατί δεν άντεχαν να τον βλέπουν μονίμως με τα παλιά του τα ξεσκισμένα, αλλά δεν τα φορούσε γιατί δεν ταίριαζε το μπορντό με τα ρούχα του ενώ τώρα που θα τα βάψει μαύρα θα ταιριάζει και με τα δικά του χάλια.
1 σχόλιο:
λάικ!
Δημοσίευση σχολίου