Στα πόδια αντί παπουτσιών σακούλες. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Περπατούσα διαβάζοντας, με το βιβλίο ανοιχτό, στεγνό, παρά τη βροχή, το είχα βάλει κι αυτό σε σακούλα, γύριζα τις σελίδες μου μέσα σε αυτήν. Δεν είχε χώρο στο γραφείο. Μου λέγαν "τραβασαπέρα". Μέχρι που βγήκα έξω. Με άρεζε να είμαι έξω όμως. Εβρεχε. Κάθισα στη στάση λεωφορείου. Φεύγανε από την πόλη. Το ένα μετά το άλλο. Δεν έπαιρνα κανένα. Είχα ένα βιβλίο να τελειώσω. Σκοτείνιαζε. Συνέχισα να διαβάζω. Θα μπορούσα να πάω σπίτι μου. Αρνιόμουνα. Και αγελαδιόμουνα. Πρόσεχε πού θα βάλεις τον τόνο στην προηγούμενη λέξη. Σεξιστή. Δεν ήθελα να πάω σπίτι μου, πριν τελειώσει το βιβλίο. Οσο είχε έστω λιγοστό φως, θα καθόμουν έξω, να το διαβάζω. Δεν ξέρω αν είχα αγωνία για τη συνέχεια. Μάλλον όχι. Φιλολογικό ήτο το ενδιαφέρον. Μια οξεία περιέργεια. Μία βραχεία ξεροκεφαλιά. Μια περισπωμένη ανοησία. Στεκόμουν στη βροχή κι ας μην είχα παρά μόνον σακούλες για παπούτσια.
1 σχόλιο:
Καιρό είχα να σε επισκεφτώ... Μου 'λειψες θα έλεγα.
Δημοσίευση σχολίου