Διάβασα σήμερα στα κλεφτά ένα ωραίο ποίημα, όμως δεν το συγκράτησα,
μπορώ να σου πω την περίληψη, αυτό δεν είναι σωστό, είναι σαν να μην ξες
να πεις ανέκδοτο, μάλλον για αυτό δεν με αρέσει η ποίηση, ούτε τ'
ανέκδοτα: δεν μπορείς να τα πεις με τα δικά σου λόγια, ήταν του Σωτήρη Παστάκα, κι έλεγε πως άνοιξε μια κονσέρβα τόνο να φάει και άνοιξε και
μια κονσέρβα του σκύλου του να φάει, τα σημερινά κονσερβοκούτια δεν
κάνουν για να κόβεις λαιμουδάκια, ή κάπως έτσι, κι ύστερα αγόρασα δύο Τάιμπο μεταχειρισμένους, και μια τυρόπιτα κουρού από του Λάμπρου, όχι μεταχειρισμένη, λίγο
στεγνή, φτηνή, χορταστική, και σαν μεσημέριασε στην αγορά αγόρευαν ασκόπως άγρια αγόρια (αγριεμένοι αγροίκοι;) και
ουδείς (άπαντες;) αγρόν αγόραζε, τα τηλέφωνά μου, έχω δύο, στο 'χω
ξαναπεί; πήραν φωτιά, κι ανυπομονούσα κι ήρθα σπίτι τρέχοντας, έλεγα να πάρω σουβλάκια,
αδυνάτισες, μου είπανε, ακύρωσα τα σουβλάκια, έβρασα δυο αυγά, έκοψα
σαλάτα, κι όπως έπινα λευκό κρασί κατευθείαν απ' το μπουκάλι σκεφτόμουν
ότι θα δείχνω μεγάλο χάλι, μπήκα να διαβάσω λίγο γκόσιπ, τραγική
ενημέρωση, πρόχειρη, αλλάξανε φύλο στη μεγάλη σταρ, που 'χε πρεμιέρα,
εκπομπής έλεγε ο τίτλος, ταινίας το κείμενο, ποιον να πιστέψεις, τόσα
λάθη σε δέκα σειρές, τόσοι άνεργοι διορθωτές.
2 σχόλια:
εμένα, πάντως, αν μου έλεγαν "αδυνάτισες", τα σουβλάκια θα 'παιρνα...
Αδυνατισες. Ωρα για σουβλάκια.
Δημοσίευση σχολίου