8 Ιουλ 2014

Κάγκελο

Στέκομαι στο παράθυρο ενός τύπου που δεν την πολυπαλεύει και κάθε τρεις και λίγο βγαίνει και αράζει στη στάση του λεωφορείου για να πιει μια μπίρα -καμιά φορά θα κάτσω κι εγώ μαζί του να μετρήσω πόσες μπίρες αναλογούν σε κάθε λεωφορείο που περνάει- βλέπω τηλεόραση μέσα από τα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας, δύο προγράμματα διαφορετικά μεταξύ τους, έτσι για ποικιλία, το πάνω αριστερά παράθυρο παίζει μια ταινία, το κάτω δεξιά παράθυρο ειδήσεις με τη Χούκλη και καμιά φορά η δράση στα ειδησεογραφικά παράθυρα του κάτω δεξιά παραθύρου είναι πιο έντονη από τη δράση στην ταινία που προβάλλεται στο πάνω αριστερά παράθυρο. Η ζωή ξεπερνά την τέχνη, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.

(σε ό,τι αφορά το εσωτερικό των σπιτιών, ουδεμία δράση, πλήρης ακινησία)

(χτυπάει το τηλέφωνο, μισό λεπτό ν' απαντήσω, μάλλον θα είναι ο τύπος από τη στάση του λεωφορείου που παίρνει να με πει πόσο μαλάκας είμαι)

(αυτός ήταν, δίκιο έχει, μαλάκας είμαι, συνεχίζω)

Στις γωνίες των κεντρικών οδών της πόλης αταίριαστα ζευγάρια συμβιώνουν καθημερινά πολλές ώρες θέλοντας και μη. Οι γωνίες είναι περιζήτητες, ο ανταγωνισμός για την κατάληψη μίας εξ αυτών πολύ μεγάλος, ο συμβιβασμός αναπόφευκτος. Ετσι την ίδια γωνιά μοιράζονται ο παραμορφωμένος ανάπηρος επαίτης με τον διανομέα φυλλαδίων, ο πωλητής της Σχεδίας με τον κουλουρτζή, ο τύπος με την κακόηχη ξεκούρδιστη λατέρνα με το κορίτσι που αρωματίζει τους περαστικούς, ο μαύρος μετανάστης που απλώνει στο σεντόνι τις Λουί Βουητό με τον πωλητή προγραμμάτων κινητής τηλεφωνίας, ο γύφτος που πουλάει γιασεμιά με τον γέροντα που πουλάει ρίγανη από το χωριό, η καλοντυμένη μεσήλικη γυναίκα που ζητάει διστακτικά μια βοήθεια τόσο χαμηλόφωνα που σχεδόν δεν ακούγεται με τον τύπο που πουλάει χαρτομάντιλα “ελληνας είμαι κι εγώ ρε παιδιά, πάρτε ένα χαρτομάντιλο”- δεν παίρνω ποτέ, αν είχε άλλο μότο ίσως και να έπαιρνα-, οι πιτσιρικάδες που τζαμάρουν, δυο κιθάρες και μια ντραμς, με τις κοπέλες από ΜΚΟ που μαζεύουν υπογραφές για τη σωτηρία κάθε ζωικού είδους πέραν του ανθρώπινου, δικαίως ίσως, άλλωστε δεν υπάρχει σωτηρία (και δεν την αξίζουμε).

Είναι κάποια σημεία της πόλης -όχι απαραιτήτως αυτά πιο πάνω- που μου προκαλούν απέραντη θλίψη. Να, όπως αυτό το καγκελάκι στην Τσιμισκή, ανάμεσα Γούναρη και Εθνικής Αμύνης. Αντικειμενικά είναι ένα ταπεινό καγκελάκι, παντελώς αδιάφορο, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό. Κατά πάσα πιθανότητα δεν προκαλεί θλίψη σε κανέναν άλλον πλην εμού. Όποτε το βλέπω πάντα θυμάμαι ότι εκεί όρθιος έμαθα τα νέα και χρειάστηκε να στηριχτώ πάνω του για να μη σωριαστώ. Ο υποκειμενικός χαρακτήρας της θλίψης που μου προκαλεί το καγκελάκι ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι το νέο που έμαθα δεν ήταν αντικειμενικά κακό. Τουναντίον, για κάποιους -αρκετούς- ήταν υπέροχα νέα, ενώ για τους περισσότερους αδιάφορα, μόνον εμένα πλήξαν σε τέτοιο βαθμό που χρειάστηκε να στηριχτώ πάνω στο κάγκελο.

Αυτό το κάγκελο, καλού κακού, άμα φύγω, θα το πάρω μαζί μου.
Ενθύμιο, σε φάση.


Δεν υπάρχουν σχόλια: