Η ερώτηση για τις 50.000 ευρώ είναι: “Έχεις δει ποτέ σου άνθρωπο να καταρρέει;”.
Εχω δει κι ήμουν 20 χρονών.
Κατέρρευσε ολοκληρωτικά μπροστά στα έντρομα μάτια μου. Ημουν 20 χρονών κι ανήμπορος να τον βοηθήσω. Αυτός σχεδόν 40.
Καλοκαίρι και στο αυτοκίνητο, που μόλις το είχε αγοράσει -ακόμη δεν είχε ούτε τα πλαστικά βγάλει- γιατί λογάριαζε να κάνει ταξίδια με την αγαπημένη του, η ατμόσφαιρα, με τα παράθυρα κλειστά, ασφυκτική. Ο ιδρώτας μου κυλούσε ποτάμι. Οπως τα δάκρυα του. Με τα χέρια στο κεφάλι και το κεφάλι στο τιμόνι, έκλαιγε σπαρακτικά. Τα ηχεία έπαιζαν όπερα.
Κατάρρευσε γιατί τον χώρισε. Που για χάρη της στα 40 του έβγαλε και δίπλωμα οδήγησης.
Αλλά αυτή είναι μια ιστορία για τον πέμπτο τόμο της πολύτομης πολύτιμης αυτοβιογραφίας μου.
Η ερώτηση για τις 100.000 ευρώ είναι: “Εχεις δει ποτέ σου μια κοινωνία να καταρρέει”.
Νόμιζα πως είδα κι ήμουν τριαντακάτι χρονών. Τρία-τέσσερα χρόνια κατέρρεε συνεχώς. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια κατάρρευση όλων των εποχών. Μέχρι που οι ειδικοί -και της μιας και της άλλης πλευράς- διέγνωσαν πως δεν είναι έτσι. Ουδεμία κατάρρευση, ουδεμία ανθρωπιστική κρίση. Μια μικρή κοινωνική αναπροσαρμογή. Δεν εξαθλιώθηκε ακόμη η ελληνική κοινωνία. Υπάρχει λίπος ακόμη να καεί.
Ετσι λένε. Εγώ δεν έχω άποψη.
Και θα σου πω γιατί.
Από ένα σημείο και μετά, όταν βρίσκεσαι στα πρόθυρα της δικής σου κατάρρευσης, παύεις να βλέπεις τι γίνεται τριγύρω. Τα βλέπεις όλα μέσα από το δικό σου, καταρρέον, πρίσμα. Κοιτάς γύρω κι όλα είν' αντικατοπτρισμοί της δικής σου συναισθηματικής κατάστασης. Ξάφνου ασχημαίνει ο κόσμος, οι άνθρωποι, η πόλη, οι δρόμοι, οι γειτονιές.
Είσαι σίγουρος για την απάντησή σου; με ρωτάει ο κριτής.
Σίγουρος.
Το κοινό -άραγε υπάρχει κοινό; έχουμε εμείς οι δυο κάτι κοινό; υπάρχει εκεί έξω κάτι που να είναι κοινό εκτός από εμένα τον κοινό -κοινότατο- παίχτη αυτού του παιχνιδιού; υπάρχει άραγε κοινό περί δικαίου αίσθημα; υπάρχει κοινή αντίληψη της ζωής; κοινό συμφέρον; υπάρχει κοινή γνώμη; κι αν ναι, είναι με τα καλά της;- το κοινό λοιπόν πρώτα παραληρεί, χειροκροτά, με αποθεώνει και μετά ξαφνικά σωπαίνει, περιμένει ν' αποφανθεί ο κριτής αν οι απαντήσεις μου για τις 50 και τις 100 χιλιάδες είναι οι σωστές.
Σιωπή.
Να πέσει το βίντεο παρακαλώ.
Στο βίντεο, ο σημερινός μου τρελός, διπλάσιος σε μέγεθος από μένα, έτρωγε ένα σάντουιτς μαζί με τη χαρτοπετσέτα περπατώντας μπροστά στο αρχαιολογικό μουσείο κι αντί για ψίχουλα πίσω του πέφτανε προγράμματα θεατρικών παραστάσεων και απορριφθέντα σενάρια ερωτικών κομεντί.
Τώρα μιλάω εγώ στην κάμερα.
Πες μας κάτι για τον εαυτό σου.
Λέω.
Πιο πολύ απ' όλα, να ξέρεις, με τρομάζει η ακινησία, ίσως γι' αυτό περπατώ τόσο πολύ. Η ακινησία των ζωντανών που μοιάζει νεκρική. Πάω καμιά φορά και τους κλωτσάω, να σιγουρευτώ, βρε είναι ζωντανοί όλοι αυτοί στα προποτζίδικα, ασάλευτοι, στραμμένοι σε μιαν οθόνη ή σκυμμένοι σε μια εφημερίδα, σε ένα κουπόνι (ναι, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι), και κάτι άλλοι μοναχικοί μεσήλικες, 11 το βράδυ Παρασκευής, ένας σε κάθε τραπεζάκι φαστφουντάδικου να πίνουν φραπέ και κάτι άλλοι γέροντες που τις εργάσιμες τα μεσημέρια κάθονται ακίνητοι στα φτηνομαγειρειά με το φαγί τους ανέγγιχτο, ασάλευτη μάζα που από πάνω στήνουν γαϊτανάκι σε πάρτυ τρελό οι μύγες και δεν ξες αν μυρίστηκαν τροφή ή ανθρώπινο ψοφίμι;
Δεν μ' ενοχλούν, μ' ανησυχούν και με τρομάζουν.
Ισως είναι τα ερείπια μετά την κατάρρευση.
Θα μπορούσα να είμαι εγώ. Ή εσύ.
Μπα, όχι. Σε καμία περίπτωση εσύ.
Σίγουρα όμως θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση τους.
Ο ιδανικός υποψήφιος για την επόμενη κατάρρευση.
Στην ερώτηση των 50 και των 100 χιλιάδων απάντησα λάθος κι αποκλείστηκα απ' τον επόμενο γύρο του παιχνιδιού.
Εχω δει κι ήμουν 20 χρονών.
Κατέρρευσε ολοκληρωτικά μπροστά στα έντρομα μάτια μου. Ημουν 20 χρονών κι ανήμπορος να τον βοηθήσω. Αυτός σχεδόν 40.
Καλοκαίρι και στο αυτοκίνητο, που μόλις το είχε αγοράσει -ακόμη δεν είχε ούτε τα πλαστικά βγάλει- γιατί λογάριαζε να κάνει ταξίδια με την αγαπημένη του, η ατμόσφαιρα, με τα παράθυρα κλειστά, ασφυκτική. Ο ιδρώτας μου κυλούσε ποτάμι. Οπως τα δάκρυα του. Με τα χέρια στο κεφάλι και το κεφάλι στο τιμόνι, έκλαιγε σπαρακτικά. Τα ηχεία έπαιζαν όπερα.
Κατάρρευσε γιατί τον χώρισε. Που για χάρη της στα 40 του έβγαλε και δίπλωμα οδήγησης.
Αλλά αυτή είναι μια ιστορία για τον πέμπτο τόμο της πολύτομης πολύτιμης αυτοβιογραφίας μου.
Η ερώτηση για τις 100.000 ευρώ είναι: “Εχεις δει ποτέ σου μια κοινωνία να καταρρέει”.
Νόμιζα πως είδα κι ήμουν τριαντακάτι χρονών. Τρία-τέσσερα χρόνια κατέρρεε συνεχώς. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια κατάρρευση όλων των εποχών. Μέχρι που οι ειδικοί -και της μιας και της άλλης πλευράς- διέγνωσαν πως δεν είναι έτσι. Ουδεμία κατάρρευση, ουδεμία ανθρωπιστική κρίση. Μια μικρή κοινωνική αναπροσαρμογή. Δεν εξαθλιώθηκε ακόμη η ελληνική κοινωνία. Υπάρχει λίπος ακόμη να καεί.
Ετσι λένε. Εγώ δεν έχω άποψη.
Και θα σου πω γιατί.
Από ένα σημείο και μετά, όταν βρίσκεσαι στα πρόθυρα της δικής σου κατάρρευσης, παύεις να βλέπεις τι γίνεται τριγύρω. Τα βλέπεις όλα μέσα από το δικό σου, καταρρέον, πρίσμα. Κοιτάς γύρω κι όλα είν' αντικατοπτρισμοί της δικής σου συναισθηματικής κατάστασης. Ξάφνου ασχημαίνει ο κόσμος, οι άνθρωποι, η πόλη, οι δρόμοι, οι γειτονιές.
Είσαι σίγουρος για την απάντησή σου; με ρωτάει ο κριτής.
Σίγουρος.
Το κοινό -άραγε υπάρχει κοινό; έχουμε εμείς οι δυο κάτι κοινό; υπάρχει εκεί έξω κάτι που να είναι κοινό εκτός από εμένα τον κοινό -κοινότατο- παίχτη αυτού του παιχνιδιού; υπάρχει άραγε κοινό περί δικαίου αίσθημα; υπάρχει κοινή αντίληψη της ζωής; κοινό συμφέρον; υπάρχει κοινή γνώμη; κι αν ναι, είναι με τα καλά της;- το κοινό λοιπόν πρώτα παραληρεί, χειροκροτά, με αποθεώνει και μετά ξαφνικά σωπαίνει, περιμένει ν' αποφανθεί ο κριτής αν οι απαντήσεις μου για τις 50 και τις 100 χιλιάδες είναι οι σωστές.
Σιωπή.
Να πέσει το βίντεο παρακαλώ.
Στο βίντεο, ο σημερινός μου τρελός, διπλάσιος σε μέγεθος από μένα, έτρωγε ένα σάντουιτς μαζί με τη χαρτοπετσέτα περπατώντας μπροστά στο αρχαιολογικό μουσείο κι αντί για ψίχουλα πίσω του πέφτανε προγράμματα θεατρικών παραστάσεων και απορριφθέντα σενάρια ερωτικών κομεντί.
Τώρα μιλάω εγώ στην κάμερα.
Πες μας κάτι για τον εαυτό σου.
Λέω.
Πιο πολύ απ' όλα, να ξέρεις, με τρομάζει η ακινησία, ίσως γι' αυτό περπατώ τόσο πολύ. Η ακινησία των ζωντανών που μοιάζει νεκρική. Πάω καμιά φορά και τους κλωτσάω, να σιγουρευτώ, βρε είναι ζωντανοί όλοι αυτοί στα προποτζίδικα, ασάλευτοι, στραμμένοι σε μιαν οθόνη ή σκυμμένοι σε μια εφημερίδα, σε ένα κουπόνι (ναι, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι), και κάτι άλλοι μοναχικοί μεσήλικες, 11 το βράδυ Παρασκευής, ένας σε κάθε τραπεζάκι φαστφουντάδικου να πίνουν φραπέ και κάτι άλλοι γέροντες που τις εργάσιμες τα μεσημέρια κάθονται ακίνητοι στα φτηνομαγειρειά με το φαγί τους ανέγγιχτο, ασάλευτη μάζα που από πάνω στήνουν γαϊτανάκι σε πάρτυ τρελό οι μύγες και δεν ξες αν μυρίστηκαν τροφή ή ανθρώπινο ψοφίμι;
Δεν μ' ενοχλούν, μ' ανησυχούν και με τρομάζουν.
Ισως είναι τα ερείπια μετά την κατάρρευση.
Θα μπορούσα να είμαι εγώ. Ή εσύ.
Μπα, όχι. Σε καμία περίπτωση εσύ.
Σίγουρα όμως θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση τους.
Ο ιδανικός υποψήφιος για την επόμενη κατάρρευση.
Στην ερώτηση των 50 και των 100 χιλιάδων απάντησα λάθος κι αποκλείστηκα απ' τον επόμενο γύρο του παιχνιδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου