Το είδα να στέκεται στη γωνία, κάπως ταλαιπωρημένο από τις συνεχείς μετακινήσεις. Το βλέμμα μου, λαίμαργο, πεινασμένο, συνάντησε το δικό του, γεμάτο προσμονή. Σε θέλω, είπα. Πάρε με, είπε. Το χάιδεψα τρυφερά. Σκίρτησε, ανατρίχιασε ολόκληρο από τα χάδια μου. Κοίταζα αχόρταγα τις τέλειες γραμμές του. Θα σε πάρω, του είπα κι έκανα να φύγω. Πού πας; Μη με αφήνεις εδώ πέρα, πάρε με σήμερα, εδώ και τώρα, επέμεινε. Η ανυπομονησία του με τρέλαινε. Ηθελα να το ικανοποιήσω, αλλά ήταν αδύνατον εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορώ σημερα. Σε δυο-τρεις μέρες. Να έχω βγάλει αρκετά λεφτά ώστε να μπορώ να μας συντηρήσω. Θα με περιμένεις; Θα σε περιμένω, υποσχέθηκε.
Δυο μέρες μετά, με την τσέπη γεμάτη, έτοιμος για όλα, πήγα να το βρω. Δεν ήταν στη γνωστή γωνιά. Δεν ήταν πουθενά. Εφαγα τον κόσμο να το βρω. Πουθενά. Ράγισε η καρδιά μου. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Έπρεπε να είχαμε κλεφτεί, όταν είχαμε την ευκαιρία. Άραγε έίχε βρει άλλον; Ποιος άτιμος είχε τολμήσει να το διεκδικήσει και να το πάρει από μένα; Ποιος είχε μπει ανάμεσά μας; Αλλά και τη δική του προδοσία δεν μπορούσα να την αντέξω. Μού είχε υποσχεθεί: θα σε περιμένω. Και τελικά αφέθηκε στα χέρια του πρώτου τυχόντα;
Βγήκα στους δρόμους σαν τον τρελό. Ο αέρας έπαιρνε τη φωνή μου και ο θρήνος μου ακουγόταν σ' όλη την πόλη: Μα πού 'σαι Μαπούτσε, μα πού 'σαι;
(Μαπούτσε είναι α) μια φυλή ιθαγενών που ζει στη Χιλή και στην Αργεντινή και β) ο τίτλος ενός νουάρ αργεντίνικου μυθιστορήματος που βρήκα τις προάλλες μεταχειρισμένο σε πολύ καλή τιμή σ' ένα βιβλιοπωλείο, αλλά ανέβαλα -κακώς- για λίγες μέρες την αγορά του. Προειδοποιώ αυτόν ή αυτήν που πρόλαβε και το αγόρασε: σε ψάχνω)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου