Αργούσε να έρθει το λεωφορείο. Μόνος ξεροστάλιαζα στη στάση. Ψιλόβρεχε. Τα αυτοκίνητα γκάζωναν μανιασμένα στη λεωφόρο. Πεζή ψυχή ζώσα τριγύρω. Μόνον ένας τυπάς, καραφλοκοτσίδας, χοντρός σαμουράι, στο σταυροδρόμι, στα φανάρια, να ζητά λεφτά-τσιγάρο-φωτιά από τους οδηγούς. Οταν δεν ζητάει αυτά, κάτι φωνάζει, νομίζω στα
γερμανικά. Τα λόγια του (βρισιές;) τα παίρνει ο αέρας, γίονται ένα με το βουητό από το
πηγαινέλα των αυτοκινήτων.
Δεν την πάλευα καθόλου. Κι αργούσε το γαμημένο το 78. Με γλίτωσε το χτύπημα του τηλεφώνου.
Με
τον φίλο μιλήσαμε ώρα πολλή. Για γάμους, τον δικό του, τον δικό μου, και λογοτεχνία. Περισσότερο
για τη δεύτερη δηλαδή. Και πιάσαμε τ' αριστουργήματα. Δεν την πάλευα καθόλου. Κι αργούσε το γαμημένο το 78. Με γλίτωσε το χτύπημα του τηλεφώνου.
Πότε θα γράψεις το δικό σου ρε μαν; ρώτησα.
Μες στη βροχή είχα μείνει να αναρωτιέμαι ποιος θα
γράψει τ' αριστουργήματα της δικής μας γενιάς, που βαριέται να μοχθεί
και προτιμά ν' απολαύσει.
Εκτός κι αν στ' αριστουργήματα μπροστά γινόμαστε αλεπούδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου