8 Νοε 2012

Πις οφ λάηφ


Είχα μόλις βρει το πιο ακατανίκητο επιχείρημα. Κάρβουνο μου ‘καιγε το στόμα, αδύνατο να συγκρατηθώ, έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσω, να το ξεστομίσω, να τους αποστομώσω, να τους συντρίψω, να τους κάψω με τη φωτιά της αλήθειας. Ζήτησα το χέρι, σήκωσα το λόγο. Δεν μου τον έδινε κανείς. Πήρα μόνος μου να ουρλιάζω. «Να σας πω γιατί είστε μαλάκες ρε, να σας το εξηγήσω τόσο καλά, τόσο καθαρά, που θα συμφωνήσετε μαζί μου». Και το ξέχασα. Το ατράνταχτο επιχείρημα. Έμεινα σιωπηλός. Έφταιγε κι εκείνος ο λωτός που με τάισε ο μπάρμπας σ’ εκείνο το χωριό δίπλα στις λιμνούλες με κείνες τις πάπιες και τον κάστορα που τον έλεγαν Λεόν. Τι την ήθελα την τόση φύση;
«Οξαποδώ, παλιόπαιδο», μού βγάλαν κόκκινη την κάρτα. Αφησα τον κήπο, μπήκα στο μπαρ, που το λειτουργούσαν μια στο τόσο αυτός, ντιτζέη μαζί και μπάρμαν, κοτοπουλάς στο επάγγελμα, ψητά κοτόπουλα στη γειτονιά μου, φορούσε διαρκώς κάτι φαντεζί παπούτσια αντίντας, σε μεγάλη ποικιλία κι αριθμό, μέχρι που μια μέρα, νύχτα ήταν δηλαδή, μύρισε καμένο κοτόπουλο όλη η γειτονιά κι ακολούθως είδαμε τις φλόγες, το ψητοκοτοπουλάδικο παρανάλωμα του πυρός, λες να ήταν εμπρησμός, να τόκανε για τα γκαφρά της ασφαλείας; κι αυτός έκτοτε, εκτός από το μία στο τόσο που έκανε τον ντιτζέη μαζί και μπάρμαν, στεκόταν αξύριστος με κάτι λασπωμένα αμπίμπας έξω από ένα προποτζίδικο και κοίταζε το κίνο, παρεκτός τις μέρες, το ‘παμε αυτό, που μια στο τόσο ντιτζέη μαζί και μπάρμαν είχε μαζί του αυτήν, γκαρσόνα, χορεύτρια, ιέρεια, μαινάδα, θεϊκιά, παραμυθένια, ξεσήκωνε το μαγαζί, για συνοδεία είχε ερπετά, λογιώ λογιώ πολύχρωμα τα φίδια λικνίζονταν αντάμα.
Ετσι δεν ήταν ο χώρος που με πετάξαν όξω. 
(piece of life ή piss off life)

Δεν υπάρχουν σχόλια: