Ώρα πολλή περπατούν οι δυο τους στην κακόφημη πλευρά της πόλης, στην τσάντα ένα άδειo μπουκάλι ουίσκι, στην τσέπη ένα γεμάτο πιστόλι. Το αυτοκίνητο φρενάρει απότομα εμπρός τους, η πόρτα του συνοδηγού ανοίγει με δύναμη, το ξανθό κορίτσι απομακρύνεται βιαστικά, «στάσου, στάσου, μη φεύγεις», φωνάζει τ’ αγόρι, όμως αυτή σχεδόν τρέχει, αυτός βάζει μπρος σπινιάροντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, Χριστοδουλόπουλος στο τέρμα, αυτή, χωρίς στιγμή να κοιτάξει πίσω, τηλεφωνεί στην καλύτερή της φίλη, αναφιλητά, λυγμοί, να βρεθούν οπωσδήποτε, ναι, στο γωνιακό μπαρ, σε πέντε λεπτά, να σου μιλήσω, μάλλον χωρίζω, το γουρούνι, αυτός βγαίνει στην περιφερειακή, Οικονομόπουλος στην τσίτα, ανοίγει το μπουκάλι, πίνει μια γερή γουλιά, «καριόλα», στο μπαρ της γωνίας παραγγέλνουν ένα ποτήρι λευκό κρασί, τι σου ΄κανε πάλι το γουρούνι, κλάματα, λόγια τρυφερά, παρηγορητικά, οίνος ευφραίνει την καρδία, απαλύνει τον πόνο, μπαίνει και ένας ωραίος νέος, μόνος, λίγο μελαγχολικός, κάθεται παραδίπλα, παραγγέλνει ποτό, σαν να τις κοιτάζει, «εσένανε κοιτάζει», λέει η καλύτερη φίλη στην μάλλον χωρισμένη, η οποία αναθαρρεί κάπως, ρουφάει τη μύτη, σκουπίζει τα δάκρυα, χαμογελά, έρχεται στο τραπέζι, τελικά την καλύτερη φίλη κοίταζε ο μόνος ο μελαγχολικός ο ωραίος ο νέος, μετά από λίγο η μάλλον χωρισμένη αναθεωρεί και αποαναθαρρεί και διακριτικά αποχωρεί, τους αφήνει να τα πούνε μόνοι τους, βγαίνει έξω να τηλεφωνήσει στο παραλίγο πρώην αγόρι της, το συγχωρεί μωρέ, το χαζουλίνι, είναι κατά βάθος καλόψυχος, το πολλάκις αποκληθέν γουρούνι, που είναι τούρνα στην περιφερειακή με 140 και τραγουδάει Σώτη (Τριανταφύλλου; όχι, Βολάνη), βλέπει στο κινητό την κλήση, τι θέλει η καριόλα, πάει να απαντήσει, χάνει το έλεγχο του αυτοκινήτου, ντελαπάρει, φριχτό δυστύχημα, κλειστή για ώρες η περιφερειακή στο ύψος της Πυλαίας, κι αυτό θα είναι το νέο σποτ του υπουργείου Μεταφορών κατά της χρήσης αλκοόλ και κινητών τηλεφώνων την ώρα της οδήγησης, λέει του Μήτσου, καλή μαλακία, τώρα τη σκέφτηκες; μην ξεχάσεις να τη γράψεις και στο μπλογκ, απαντά εκείνος, ναι, τώρα τρέχω, κάνει να τρέξει ο δυστυχής χοντρούλης, γλιστρά, σωριάζεται χάμω φαρδύς πλατύς χοντρός, όποιος έχει πιει και βιάζεται σκοντάφτει, του λέει ο Μήτσος, αυτό θα είναι το νέο σποτ του υπουργείου κατά των βιαστικών και των χοντρών.
30 Νοε 2012
27 Νοε 2012
26 Νοε 2012
Νιουτόηζ
Δεν είχε ξαναβρεθεί σε τμήμα αλληλοαυτοβοήθειας με χαρακτήρα
κοινωνικής εργασίας και ομαδικής θεραπείας εν είδει εναλλακτικής ποινής με μανδύα
επιμορφωτικού think tank πολιτικοστρατηγικής ανάλυσης. Ξέρεις, αυτό που υποχρεωτικά
είσαι παρών κάθε μέρα σωματικά – το πνεύμα σου δεν ενδιαφέρει κανέναν.
Πρώτα η επίθεση. Ολοι μαζί. Ο καθένας κάτι είχε να πει. Ομοβροντία. Σοκ και δεοντολογία.
Ανοιξε τον φάκελο που είχε γραμμένο το όνομά του. Ένα ωραίο στυλό
και κάμποσα διαφημιστικά έντυπα. Διαμεσολάβηση και αβάν γκαρντ. Θα μάθει πώς να
γίνει αφεντικό. Η πραγματικότης ονείρων πετσοκόφτης. Η πραγματικότης σκληρή μα
γοητευτική θεότης.
Έβαλε τα γέλια. Ασυγκράτητα, αναίτια. Είχε αναψοκοκκινίσει.
Ρώτησε την καλή κοπέλα: «Ποιος από μας θα πέσει πρώτος στα ναρκωτικά;».
Εσύ, η απάντηση.
Αναπόδραστη ιστορική αναγκαιότητα.
(Επιστροφή με τα πόδια. Συζήτηση για το πόσα τραγούδια της Ελένης Τσαλιγοπούλου αντέχουν να ακούσουν μαζεμένα. Οσα και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου: ένα. Μια τριπλέτα γιαούρτι δύο τοις εκατό και τέσσερα κρουασάν σοκολάτας ευρώ έξι κόμμα δέκα λεπτά).
ΥΓ Κανονικά ταιριάζει το I like drugs των Simpletons.
Αλλά βάλε αυτό, καλύτερα, που το τραγουδούσε παράφωνα από μέσα του όλη μέρα, και για κάνα δίλεπτο ακόμη πιο παράφωνα απέξω του, ίσα για να κάνει τον Μήτσο να γελάσει.
25 Νοε 2012
Δυο αρλούμπες δρόμος
Γνωστός τηλεπαρουσιαστής, περίπου πενηντάρης, δικηγόρος κατά
του καπνίσματος στον κήπο με τα άγρια ζώα, καταμεσής του πεζοδρόμου, εκεί στα
Ηλύσια, όχι τα πεδία, που τώρα είναι κάτι άλλο, φένα θαρρώ, μας εξιστορούσε
βροντόφωνα τα δεινά της δημοφιλίας στη μέση ηλικία: «Μού την πέφτουνε όλες!
Εξαιτίας της τηλεόρασης! Όλες ανεξαιρέτως οι πενηντάρες, εξηντάρες, εβδομηντάρες,
ακόμη κι οι ογδοντάρες! Μια σαραντάρα ή τριαντάρα ούτε για δείγμα! Να, αυτή η νόστιμη σαραντάρα, που τώρα περνά, ούτε να με κοιτάξει, είμαι σε απόγνωση!», τα δε
γέλια μας κι η προκληθείσα αισχύνη από το αποδοκιμαστικό βλέμμα της νόστιμης
σαραντάρας, που εντέλει εδέησε να κοιτάξει τον τηλεπαρουσιαστή και το κοινό
του, καλύφθηκαν από το μαρσάρισμα και τα καυσαέρια της μοτοσικλέτας,
εξεπιτούτου χαμηλής, ώστε να φτάνουν τα κοντά κανιά του καβαλάρη νεοτσέ του
σιναφιού μας, ο οποίος με το βλέμμα στραμμένο στην επανάσταση μάς εχέκλασε διά της
εξατμίσεώς του.
Ως φοιτητής θυμούμαι δημοφιλίας έχαιραν οι Πυξ Λαξ, το «Ακου
ανθρωπάκο» του Ράιχ και το Υπόγειο του Δοστογιέφσκυ, συχνά από τους ίδιους κύκλους.
Αφήνοντας τους Πυξ Λαξ στην άκρη, ποτέ δεν εχώνεψα τον Ράιχ, που παραλίγο να
τον πετάξω στη φωτιά μια βραδιά που ετοιμαζόμασταν για την εξεταστική σε κάποια
παραλία, όσο δε για το Υπόγειο, χίλιες φορές καλύτερα οι Κατσιμίχα.
Μια μέρα θα επιστρέψω στο υπόγειο, είχα πει αφήνοντάς το εις
την άκρη. Μέχρι που έπεσα πάνω στον Ομπλόμοφ. Όχι απευθείας δηλαδή, αλλά
εμμέσως, σαν το ποδοσφαιρικό λάκτισμα, το έμμεσο το φάουλ που λέμε. Πάσα που
μου ΄κανε ο Αντολφο Μπιου Κασαρες, μέγας μπαλαδόρος της λογοτεχνίας, με
λατινοαμερικάνικη φινέτσα και βιρτουοζιτέ, γράφοντας j’avais calé mon Oblomov!
Ποιος είναι πάλι αυτός ο μαλάκας;
Μαλάκας ίσως όχι, μαλθακός σίγουρα. Πρόκειται για τον ήρωα
του ομώνυμου μυθιστορήματος του Γκοντσαρόφ ο οποίος είναι νωθρός, απαθής, ανίκανος ν' αναλάβει κάθε πρωτοβουλία,
άβουλος και ανίκανος για δράση. Κι αν τους Στέρεο Νόβα η λέξη αγάπη του θυμίζει
γυμνάσιο, εμένα η λέξη δράση μού θυμίζει κυρίως και κατεξοχήν τον Μάνο και το
φιλελευθερισμό. Υποσυνείδητα βγήκε στην επιφάνεια και η φράση «άνθρωπος της δράσης».
Κάπου κάποτε κάτι σχετικό έχω διαβάσει αλλά τι; Το υπόγειο; αναρωτήθηκα. Επειδή
βαριέμαι να προσπαθήσω να το ξαναδιαβάσω κοίταξα τη ράχη του Υπογείου, όπου
βρήκα τρελή μπηχτή προς τη Δράση, ανοιχτή αμφισβήτηση του φιλελευθερισμού της, «ο
άνθρωπος της δράσης είναι πάντα μέτριος και δράση δεν θα πει τίποτε άλλο παρά
περιορισμός της ελευθερίας. Εκείνος που δεν μπορεί ή που δεν θέλει να
σκέφτεται, να μελετά, εκείνος μόνο δρα».
Είναι Κυριακή
και πρέπει κάποια στιγμή να κάνω κάτι. Δεν μπορώ και δεν θέλω να σκέφτομαι. Άλλο.
16 Νοε 2012
Μύρισε τιρινίνη για το λαϊκό κίνημα;
Σύμφωνα με την παροιμία, η καμήλα δεν βλέπει την καμπούρα της, άρα
όποιος δεν κοιτά τη δική του την καμπούρα έχει πολλές πιθανότητες να
είναι καμήλα. Ο παδικολογοτεχνικός ήρωας του Ρομπέρ Εσκαρπίτ, ο Ρουλταμπός, ήτανε καμπούρης (αλλά όχι καμήλα, ούτε αργύρης) και
δημοσιογράφος, δηλαδή κάποιος που πηγαίνει και βλέπει το καθετί που
συμβαίνει, όχι μόνο την καμπούρα τη δική του αλλά και τις καμπούρες των
άλλων, χώνει τη μύτη του παντού, κάνει ερωτήσεις σε όλον τον κόσμο και
ενδεχομένως γράφει σε μια εφημερίδα, γιατί αν τα έγραφε αλλού δεν θα τον
διάβαζε κανένας, βέβαια από εκείνη την εποχή (1980;) τα πραγματα έχουν αλλάξει,
τώρα πια πολύ περισσότεροι σε διαβάζουν αν γράφεις στον τοίχο της
τουαλέτας της Τούμπας ή του Χαριλάου παρά σε κάποια εφημερίδα, αυτό όμως
είναι μια άλλη ιστορία.
Roule ta bosse πάει να πει "κύλα την καμπούρα σου", κι έτσι κύλησε ο συμπαθής ΑΡΔ μέχρι τη Σοβιετική Ενωση. Η ιστορία ουσιαστικά σατιρίζει τη σοβιετική γραφειοκρατία, αλλά με μιαν αιρετική ανάγνωση προσφέρει και μια λύση διά τη χώρα μας που τη μαστίζει η κρίση, και όχι μη βιαστείτε να συμπεράνετε πως ασπάζομαι την νεοπάσχεια άποψη περί σοβιετικού τύπου ελληνικής οικονομίας, άλλο θέλω να πω, εξηγώ ευθύς αμέσως.
Ηταν στο κολχόζ κάτι κότες. Που τις ταΐζαν στάρι. Ηρθε και μια πολυσέλιδη εγκύκλιος, σε 50 αντίτυπα, που έξηγούσε επισταμένως ότι οι κότες δεν πρέπει να τρώνε στάρι. Δεν έλεγε όμως τι. Οι κολχοζέοι άρχισαν να ταΐζουν στα συμπαθή πτηνά τους βρώμη. Νέα πολυσελιδέστερη εγκύκλιος σε 100 τόμους εξηγούσε τους κινδύνους για τις όρνιθες από τη διατροφή με βρώμη, αλλά δεν πρότεινε λύση για την κοτίσια διατροφή. Ακολουθήσε το κριθάρι και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας, μέχρι και χαβιάρι. Κάθε νέα διατροφή απορρίπτονταν από νέα πολυ-πολυσελιδέστατη σε διπλασιέστερη ποσότητα τόμων εγκύκλιο, που απαγόρευε μεν, δεν πρότεινε δε. Και μείνανε αι όρνιθαι νηστικαί. Και πέφτανε αι κόται χάμαι ωσάν τα κοτόπουλα. Και ψοφούσαν ωσάν τα ποντίκια. Ολες οι κόται παρεκτός μίας, η οποία παρέμενε ζωηρή, σττρουμπουλή, παραγωγικότατη ως προς τα αυγά της, παρά την πείνα. Διατί; Μα διότι είχε βρει τη λύση. Οταν ο κόμπος του πεινασμένου στομαχιού της όρνιθος έφτασε στο χτένι, ανέλαβε δραστική δράση τρώγοντας τις εγκυκλίους αυτάς καθαυτάς που λόγω του τεραστίου αριθμού των είχαν αρχειοθετηθεί σε παρακείμενους σταύλους.
Ετσι κι εμείς, συνέλληνες. Τόσα μνημόνια, τόσοι εφαρμοστικοί νόμοι, τόσες διευκρινιστικές εγκύκλιοι, τόσες απόρρητες μελέτες, τόσες αναλύσεις τυπωμένες σε χαρτί της εφημερίδος Καθημερινή, τροφή τάχα μου για σκέψη; Οχι! Τροφή για νηστικά στομάχια. Κι αμα δεν σε αρέσει τούτη η τροφή που σου προσφέρουν οι τροϊκανοί, οι μνημονιακοί, τα αφεντικά κι οι υπηρέτες, έχεις και μία λύση ακραία, φοβούμαι ωστόσο μοιραία: να φας τα αφεντικά, τους μπάτλερ και τους μποντιγκάρ τους.
Roule ta bosse πάει να πει "κύλα την καμπούρα σου", κι έτσι κύλησε ο συμπαθής ΑΡΔ μέχρι τη Σοβιετική Ενωση. Η ιστορία ουσιαστικά σατιρίζει τη σοβιετική γραφειοκρατία, αλλά με μιαν αιρετική ανάγνωση προσφέρει και μια λύση διά τη χώρα μας που τη μαστίζει η κρίση, και όχι μη βιαστείτε να συμπεράνετε πως ασπάζομαι την νεοπάσχεια άποψη περί σοβιετικού τύπου ελληνικής οικονομίας, άλλο θέλω να πω, εξηγώ ευθύς αμέσως.
Ηταν στο κολχόζ κάτι κότες. Που τις ταΐζαν στάρι. Ηρθε και μια πολυσέλιδη εγκύκλιος, σε 50 αντίτυπα, που έξηγούσε επισταμένως ότι οι κότες δεν πρέπει να τρώνε στάρι. Δεν έλεγε όμως τι. Οι κολχοζέοι άρχισαν να ταΐζουν στα συμπαθή πτηνά τους βρώμη. Νέα πολυσελιδέστερη εγκύκλιος σε 100 τόμους εξηγούσε τους κινδύνους για τις όρνιθες από τη διατροφή με βρώμη, αλλά δεν πρότεινε λύση για την κοτίσια διατροφή. Ακολουθήσε το κριθάρι και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας, μέχρι και χαβιάρι. Κάθε νέα διατροφή απορρίπτονταν από νέα πολυ-πολυσελιδέστατη σε διπλασιέστερη ποσότητα τόμων εγκύκλιο, που απαγόρευε μεν, δεν πρότεινε δε. Και μείνανε αι όρνιθαι νηστικαί. Και πέφτανε αι κόται χάμαι ωσάν τα κοτόπουλα. Και ψοφούσαν ωσάν τα ποντίκια. Ολες οι κόται παρεκτός μίας, η οποία παρέμενε ζωηρή, σττρουμπουλή, παραγωγικότατη ως προς τα αυγά της, παρά την πείνα. Διατί; Μα διότι είχε βρει τη λύση. Οταν ο κόμπος του πεινασμένου στομαχιού της όρνιθος έφτασε στο χτένι, ανέλαβε δραστική δράση τρώγοντας τις εγκυκλίους αυτάς καθαυτάς που λόγω του τεραστίου αριθμού των είχαν αρχειοθετηθεί σε παρακείμενους σταύλους.
Ετσι κι εμείς, συνέλληνες. Τόσα μνημόνια, τόσοι εφαρμοστικοί νόμοι, τόσες διευκρινιστικές εγκύκλιοι, τόσες απόρρητες μελέτες, τόσες αναλύσεις τυπωμένες σε χαρτί της εφημερίδος Καθημερινή, τροφή τάχα μου για σκέψη; Οχι! Τροφή για νηστικά στομάχια. Κι αμα δεν σε αρέσει τούτη η τροφή που σου προσφέρουν οι τροϊκανοί, οι μνημονιακοί, τα αφεντικά κι οι υπηρέτες, έχεις και μία λύση ακραία, φοβούμαι ωστόσο μοιραία: να φας τα αφεντικά, τους μπάτλερ και τους μποντιγκάρ τους.
15 Νοε 2012
Η σημασία των σημειώσεων του μεταφραστή
και όσα ανερυθρίαστα ρωτάμε το γκουγκλ
Λίγο μετά που αγόρασα το "Πεθαμένοι στα γέλια" του Πάμπλο Τουσέτ, συγγραφέα του πολυαγαπημένου "το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' ενα κρουασάν" και του εξαιρετικού "ο άρχοντας των χοιρινών", τρώγαμε στο καζάνι και λέει ο φίλος "ψάχνω ένα ξύλινο σπίτι", "στο γκουγκλ να κοιτάξεις", του απάντησα.
Αργότερα, διάβασα στο βιβλίο τη φράση "ενσάμπλ δε Σαρντά, που ήταν ο παππούς εκείνου του τηλεπαρουσιαστή που είχε γκόμενα τη Βενένο, δεν ξέρω αν το παίζανε αυτό στην Ιαπωνία". Εμένα που λες τα ακαταλαβίστικα με αρέσουνε αρκεί να τα καταλαβαίνω και το συγκεκριμένο δεν θα το καταλάβαινα αν δεν το διάβαζα της Ρίνας, που εχτός από μορφωμένη έχει διατελέσει και κάτοικος της Καν Φάνγκα, οπότε ξέρει από Βαρκελώνη (μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι), και μου λέει ότι πρόκειται για κάτι αϊσάμπλ, περιοχή της εν λόγω πόλης, που χαρακτηρίζεται από την μπακλαβαδωτή δόμηση, ο δε μπακλαβάς κομμένος όχι μόνο κάθετα και οριζόντια αλλά και διαγωνίως. Ο δε Σαρντά, καμία σχέση με σεβντά, τούρκους και μπακλαβατζίογλου, ήταν καταλανός ούρμπαν πλάνερ, χίψτερ του 19ου, ο οποίος... ντάξει, διάβασε στη γουικιπίντια τα υπόλοιπα.
Συνεπώς ο Σαρντάς είχε κι εναν εγγονό τηλεπαρουσιαστή, ο οποίος τα είχε με μιαν Βενένο, που ήταν μια μεσορανούσα στην ισπανική τιβί τη δεκαετία του 90 τρανσέξουαλ, η οποία άναβε φωτιές μεταφορικά και κυριολεκτικά - και για το κυριολεκτικό κομμάτι των εμπρησμών της κατέληξε σε φυλακή κι εδώ ξεκινά το σοβαρό του ζητήματος, διότι τη στείλανε σε αντρικές φυλακές λόγω του βιολογικού της φύλου, παρά το ότι είχε κάνει πολύ νωρίς εγχείρηση αλλαγής φύλου, και ευτυχώς που ήρθε ο καλός κύριος Θαπατέρας και άλλαξε τη σχετική νομοθεσία σχετικά με τις φυλακές.
Δες, αγαπητέ μου αναγνώστη, πλούτο πληροφοριών που ήθελε ο καλός συγγραφεύς Τουσέτ να μου μεταδώσει, όμως η απουσία σημείωσης του μεταφραστή παραλίγο να μου στερήσει, ας είν' καλά το γκουγκλ, που και ξύλινα σπίτια θα μας βρει και θα μας εξασφαλίσει. Αυτό που δεν μας βρήκε, παράπονο το ΄χω, είναι μια παραπομπή για τον εγγονό - τηλεπαρουσιαστή, που τα είχε με τη Βενένο. Αίνιγμα δε παραμένει ακόμη ο ρόλος της Ιαπωνίας σε αυτή την ιστορία.
Κανονικά τη χώρα θα 'πρεπε να την πουν η Απονία.
12 Νοε 2012
Σωβρακολογία του κινήματος
Το εσώρουχο είναι η εσωστρέφεια της ενδυμασίας. Αν μη τι
άλλο, ετούτο εδώ το ιστολόγιο κυκλοφορεί με τα σώβρακα καιρό τώρα, αφηρημένο σε
μια θάλασσα εσωστρέφειας, ιδίως μετά την απροσδόκητη επιτυχία του «Με τα σώβρακα», που μέχρι και από την Καθημερινή αναφέρθηκε και μέχρι και σε σχολείο
διδάχτηκε (είναι φίλος ο καθηγητής, οποία αναξιοκρατία!).
Η εμμονή του αφανούς επιφανούς ιστολόγου, εμού του ιδίου δηλαδή, με τα σώβρακα (βλέπε εδώ κι εδώ) και με τα
παραφερνάλιά τους καλά κρατεί από το 1998, όταν άγνωστος και ανιστολόγος τότε
είχε συγγράψει το διαβόητο σε κάποιους άθλιους φοιτητικούς κύκλους πόνημα «Πότε
θα τους γαμήσουμε;», ένα κάλεσμα για ανύψωση των προλεταριακών φαλλών, αντί για
σφυριά, δρεπάνια, μπουκάλια και στουπιά, στο δρόμο για την λαϊκή κυριαρχία.
Έκτοτε ο σχεδόν διάσημος ιστολόγος, κι αφού κατηγορήθηκε (αδίκως) για σεξιστικές αποκλίσεις, έβαλε λίγο νερό στο κρασί του, κάμποσα κιλά στο κορμί του και ένα
εσώρουχο επιτέλους στη (θεαματική) θεματική του.
Υπάρχουν επιτυχημένες και αποτυχημένες επιλογές εσωρούχων. Άλλη
είναι η ψυχολογία ενός σλιπ, άλλη ενός σφιχτού κολάν πάνω σε ένα σφριγηλό,
σκληρό σώμα, κι άλλη του θλιβερού τσαλακωμένου μπόξερ, μισοκρυμμένου κάτω από
την μπυροκοιλιά. Η ψυχολογία του εσωρούχου αντικατοπτρίζεται και στις λαϊκές
συναθροίσεις, στις διαδηλώσεις, στο κίνημα, το οποίο εσχάτως, μετά τις τόσες
ήττες, κυκλοφορεί άνευ σωβράκων, γυμνό, ντροπιασμένο, μαραμένο. Η ήττα εν
πολλοίς, για να μη σου πω εξολοκλήρου, οφείλεται στη λανθασμένη επιλογή
σωβράκου: στο μπόξερ, αυτό το φαρδουλό, ατσουμπαλιάρικο, ακαλαίσθητο, χαλαρό
ένδυμα, που σε κάθε κίνηση του διαδηλωτή στριμώχνεται ανάμεσα στα κωλομέρια,
κάνει δίπλες στους γοφούς και περίεργα εξογκώματα στο παντελόνι (μπάτσοι
γουρούνια δολοφόνοι) και ακόμη χειρότερα, συχνά, ατυχώς, αφήνει τους όρχεις του
κινήματος ακάλυπτους στον παγερό αέρα, στις κλωτσιές της εξουσίας, στα
χτυπήματα της μοίρας.
Υπάρχει ωστόσο ελπίς διά το κίνημα. Καλά νέα έρχονται από το εξωτερικό! Πέφτουν οι πωλήσεις των χαλαρών σωβράκων. Τέλος στα φαρδουλά τα
μπόξερ. Τώρα που σφίγγουνε οι κώλοι, ήρθε ο καιρός για τσίγκινα βρακάκια.
Πάνοπλοι θα βγούμε στους δρόμους της εξέγερσης.
ΥΓ: Ι., φχαριστώ για το λινκ από τη Λεμόντ.
10 Νοε 2012
Δεν έχω (αυτο)βιογραφικό
Αν έχει δίκιο ο Μαξ Φρις όταν λέει στο (κορυφαίο)
μυθιστόρημά του «Στίλερ» (καμία σχέση με τον Μπεν) «Μπορείς να διηγηθείς τα
πάντα εκτός από την πραγματική ζωή σου», τότε τούτη εδώ είναι μια παντελώς
αποτυχημένη και ψευδής ανάρτηση, σε αντίθεση με κάποιες παλιότερες, που
μοιάζουν ψεύτικες, σουρεαλιστικές, παράλογες, γεννήματα της φαντασίας, κι ήταν
εντούτοις απολύτως αυτοβιογραφικές. Ο,τι ακολουθεί παρακάτω είναι πέρα για πέρα ψέματα ή η μία και μοναδική αλήθεια. Γιάννη Βούρο, ρίξε την ατάκα σου.
Η κακή μέρα απ’ το προηγούμενο βράδυ φαίνεται. Με τσάκισε η
αναφορά στον ερπετοειδή εγκέφαλο ως προσέγγιση στο φαινόμενο του νεοναζισμού,
αν και εξηγεί επαρκώς τη φράση «τ’ αυγό του φιδιού» και γιατί αποκαλούμε τους χρυσαυγίτες
ερπετά. Έφυγα απογοητευμένος, ήπια διψασμένος, ξύπνησα κουρασμένος. Με κουράζει
το ουίσκι εσχάτως. Επρεπε να πάω κάπου. Δεν ήθελα να πάω εκεί. Ηθελα να διαβάσω
το βιβλίο μου. Πάλεψα ν’ αποφασίσω, να πάω, να μην πάω, κουράστηκα κι άλλο. Εσύ,
μου είχαν πει, δεν είσαι για αυτά, μόνο για τσίπουρα είσαι. Έκατσα να γράψω
ποστ. Συνήθως δεν μου χρειάζονται περισσότερα από δέκα λεπτά. Δεν μού έβγαινε
με τίποτε. Δοκίμασα τα πάντα, μέχρι και που λούστηκα. Τζίφος. Blogger’s block. Το μόνο που πέτυχα ήταν ένα άχρηστο λογοπαίγνιο "το φθινοπωρινό θέρετρο είναι φέρετρο και το χειμερινό θέρετρο είναι χέρετρο". Ναι, τόσο καλά. Ματιασμένος, ξεκίνησα τελικά να πάω. Αλλαξα γνώμη, άλλαξα προορισμό. Αν είναι να πάω κάπου, ας είναι στο
παζάρι βιβλίου. Μια θάλασσα από κόσμο. Κολύμπι στον ιδρώτα και στους ανθρώπους.
Εφυγα χωρίς να βουτήξω. Ήμουν τόσο κουρασμένος που φοβόμουν ότι θα πνιγώ. Να
πάω έστω στο σουπερμάρκετ. Στην αλυσίδα της γειτονιάς παίζει ένας γαμάτος
ντιτζέη κάτι άμπιεντ ταμάμ με τα σαμπουάν. Στα τυριά, ο ίδιος υπάλληλος που το
μπλουζάκι μου των 2L8 τού
΄χει φανεί χρυσαυγίτικο, σήμερα έπιασε κουβέντα με τον παπά «εγώ την κόρη μου
κάθε πρωί τη βάζω να προσκυνά την παναγίτσα».
Καλός άνθρωπος, λίγο δεξιός, με ρώτησε πρόσφατα «εσύ
Παναγιώτη είσαι ΑΝΤΑΡΣΥΑ;». Σιωπή. «Εγώ», συνέχισε «σκέφτομαι αν γίνουν τώρα
εκλογές να ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ». Σιωπή. «Εσύ τι λες για αυτό;» επέμεινε. «Σίγουρα»,
ξεκίνησα σαν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που κάνει δηλώσεις στον Γιώργο Μίνο, «είναι
μια εξέλιξη θετική. Είμαστε μεγάλη ομάδα και σε κάθε παιχνίδι μοναδικός μας στόχος
είναι η νίκη. Και τα 11 παιδιά θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Και μια που
το ‘φερε η κουβέντα, απεργία διαρκείας», ίδρωσα τη φανέλα αλλά το είπα. «Απεργία
διαρκείας; Είναι νωρίς ακόμα, κάτσε πρώτα να δούμε τι προβλέπουν τα μέτρα», μου
λέγανε παλιά, προχτές επιτέλους αλλάξανε τροπάρι: «Απεργία διαρκείας; Τώρα
είναι αργά, ψηφίστηκαν τα μέτρα, τι να την κάνεις την απεργία διαρκείας;».
Εχω δύο ηλιοβασιλέματα σε φωτογραφία. Περίπου δέκα μήνες η
χρονική απόσταση μεταξύ τους. Το πρώτο ηλιοβασίλεμα, τραβηγμένο από το μπαλκόνι
του γραφείου της επιχείρησης όπου τότε δούλευα, είχε λεζάντα «για περιορισμένο
αριθμό εμφανίσεων ακόμα». Λίγες μέρες αργότερα απολύθηκα. Προχτές ή χτες (έχω χάσει το μέτρημα, όλες οι μέρες ίδιες είναι) βγήκα στη λεωφόρο Νίκης. Ακόμη ένα
ηλιοβασίλεμα. Υποσυνείδητα έβαλα την ίδια λεζάντα «για περιορισμένο αριθμό
εμφανίσεων ακόμα». Στην τελική ο ήλιος δύει και αλλού. Όχι μόνο σε αυτήν την
πόλη. Αυτήν την πόλη ειρήσθω εν παρόδω την αγαπώ κι ας το παραδέχομαι σπανίως.
Αγαπώ το κέντρο της, αγαπώ και τα δυτικά. Όχι για την ιστορία της ή την
ατμόσφαιρά της, ούτε για το ερωτικόν ή το χαλαρόν του χαρακτήρος της. Δεν με
νοιάζουν τα κουτσομπολιά της, οι μπουτάρηδες και οι παπαγεωργόπουλοί της. Οι
κλίκες της που φαντασιώνονται ότι γράφουν ιστορία. Τα μεγαλόπνοα σχέδια, οι
μικροπολιτικές συγκρούσεις, οι αστοί στο τρίγωνο Διαγώνιος, Μητροπόλεως και
Αγίας Σοφίας. Δεν είμαι μπαγιάτης, ούτε γνωρίζω όλα της τα στέκια. Δεν θα σου
πω εντέλει γιατί την αγαπώ.
Μετά την απόλυση, είναι καιρός και για μια παραίτηση. Γιατί
σε λίγο θα με πιάσει σύνδρομο Τουρέτ. Και μάταια θα φωνάζω μετά «Δεν είμαι ο
Τουρέτ!»
8 Νοε 2012
Πις οφ λάηφ
Είχα μόλις βρει το πιο ακατανίκητο επιχείρημα. Κάρβουνο μου ‘καιγε
το στόμα, αδύνατο να συγκρατηθώ, έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσω, να το ξεστομίσω,
να τους αποστομώσω, να τους συντρίψω, να τους κάψω με τη φωτιά της αλήθειας. Ζήτησα το χέρι, σήκωσα το λόγο. Δεν μου
τον έδινε κανείς. Πήρα μόνος μου να ουρλιάζω. «Να σας πω γιατί είστε μαλάκες ρε,
να σας το εξηγήσω τόσο καλά, τόσο καθαρά, που θα συμφωνήσετε μαζί μου». Και το
ξέχασα. Το ατράνταχτο επιχείρημα. Έμεινα σιωπηλός. Έφταιγε κι εκείνος ο λωτός
που με τάισε ο μπάρμπας σ’ εκείνο το χωριό δίπλα στις λιμνούλες με κείνες τις πάπιες
και τον κάστορα που τον έλεγαν Λεόν. Τι την ήθελα την τόση φύση;
«Οξαποδώ, παλιόπαιδο», μού βγάλαν κόκκινη την κάρτα. Αφησα
τον κήπο, μπήκα στο μπαρ, που το λειτουργούσαν μια στο τόσο αυτός, ντιτζέη μαζί
και μπάρμαν, κοτοπουλάς στο επάγγελμα, ψητά κοτόπουλα στη γειτονιά μου, φορούσε
διαρκώς κάτι φαντεζί παπούτσια αντίντας, σε μεγάλη ποικιλία κι αριθμό, μέχρι
που μια μέρα, νύχτα ήταν δηλαδή, μύρισε καμένο κοτόπουλο όλη η γειτονιά κι
ακολούθως είδαμε τις φλόγες, το ψητοκοτοπουλάδικο παρανάλωμα του πυρός, λες να ήταν εμπρησμός, να τόκανε για τα γκαφρά της ασφαλείας; κι αυτός
έκτοτε, εκτός από το μία στο τόσο που έκανε τον ντιτζέη μαζί και μπάρμαν,
στεκόταν αξύριστος με κάτι λασπωμένα αμπίμπας έξω από ένα προποτζίδικο και κοίταζε
το κίνο, παρεκτός τις μέρες, το ‘παμε αυτό, που μια στο τόσο ντιτζέη μαζί και
μπάρμαν είχε μαζί του αυτήν, γκαρσόνα, χορεύτρια, ιέρεια, μαινάδα, θεϊκιά,
παραμυθένια, ξεσήκωνε το μαγαζί, για συνοδεία είχε ερπετά, λογιώ λογιώ
πολύχρωμα τα φίδια λικνίζονταν αντάμα.
Ετσι δεν ήταν ο χώρος που με πετάξαν όξω.
(piece of life ή piss off life)
2 Νοε 2012
Πραγματική μη(θ)ιστορία
Ψηλός, πολύ ψηλός, ετών 65 συν, λεπτός, πολύ λεπτός, ομοιάζει τον κύριο Γουργούρη, τον ειρηνιστή φαρμακοποιό του Παντελή Καλιότσου στα "ξύλινα σπαθιά", θα μπορούσε να είναι φαρμακοποιός, ή και γιατρός, δεν ξέρω τι ήτανε ο άνθρωπος ούτε το παρελθόν του, πάντως όσο καιρό ζω εδώ τριγύρω, μάλλον συνταξιούχος σκέτο είναι. Στη διάσταυρωση δεν λέμε ποτέ μας καλημέρα, σαν το ύψος του να τον βαραίνει περπατεί σκυφτός, κρατεί κάτω απ' τη μάσχαλη θες βιβλίο, θες εφημερίδα, πάντα ντυμένος σπορ, νεανικά, ακόμη και τα στρόγγυλα γυαλιά του τζονλενίζουν επικίνδυνα, φοράει απλά τισέρτ, μονόχρωμα, και τζήν παντελόνια, που λόγω σωματοδομής μοιάζουν με σωλήνα, φάση γεροπανκιό, το αποκορύφωμα δε είναι τα παπούτσια, πολύ φαντεζί μποτάκια, σπορτέξ, που λέγαμε παλιά, υπερβολικά χοντροκαμωμένα για τα λεπτά μπατζάκια και τα λεπτά κανιά του, θα μπορούσες να τον φανταστείς και με αρβύλα, ντοκ μάρτενζ και μαλλί μοχόκ. Συχνάζουμε στο ίδιο μπαρ, κάθεται μονάχος και ρουφάει κάτι εσπρέσους, σταυροπόδι, σκυφτός, σκεφτικός, συχνα με το 'να χέρι κρατάει το κεφάλι, διαβάζει συνήθως δυστυχώς την εφημερίδα Εστία, συμπαθητική συντηρητική γραφικότητα το θεωρώ, αλλά ποιος ξέρει, μπορεί να 'ναι γεροφασίστας, γερολαδάς, γερομπισμπίκης, γεροξούρας, πάντως μια φορά που στο διπλα απ' αυτόν τραπέζι έβριζα στον Clopy τους δεξιούρες γείτονές μου, είδα τα γέρικα, εκπαιδευμένα αυτιά του να στρέφονται σε μένα, να μού ρουφούν τα λόγια, είδα τη μαγνητοταινία να γυρνά στον εγκέφαλό του, και αργότερα φορώντας δερμάτινη καμπαρντίνα έδωσε αναφορα, "πού να στα λέω, κυρα-σπιτονοικοκυρά του Πάνου, κομμούνια κι αυτός κι η συζυγός του".
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)