28 Ιουν 2013


Πρόκειται περί απλής συνωνυμίας. Ο Τάκης δολοφόνος δεν έχει καμία σχέση με τον Τάκη ιστολόγο που λαχταρά το κορίτσι και αντάλλαξε ταυτότητα με τον Νίκο, τον συγγραφέα του ενός και μοναδικού μπεστσέλερ που αδυνατεί να γράψει έστω και αράδα από ντροπή για τον εθισμό του που θα τον διαβάσουν οι δικοί του άνθρωποι.
Μια μέρα ο Τάκης πυροβόλησε και σκότωσε τον ταχυδρόμο. "Ποτέ δεν μου έφερε κάτι καλό. Μόνον λογαριασμούς", είπε στην απολογία του.

27 Ιουν 2013

Ε, αυτά για την ώρα. Ο Τάκης λαχταρά το κορίτσι. Ο Νίκος έχει εθισμό. Αρκούν.
Τουλάχιστον ο Νίκος είχε λίγο-πολύ καθημερινά τις απαιτούμενες δόσεις και τα έβγαζε πέρα. Αλλες φορές όμως δεν είχε καθόλου, και άλλες φορές υπερβολικά πολύ. Κι όσο και αν δεν το καταλαβαινε κανένας, είτε με λίγο είτε με πολύ, υπέφερε. Ισως η εσώστρεφεια τελικά να ήταν η αποτοξίνωσή του. Ελεγε να τα γράψει αυτά στο μπλογκ του Τάκη. Να το βγάλει από μέσα του. Να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν περίμενε την γιατρειά. Καμιά σωτηρία. Γενικότερα δεν περίμενε τίποτε και κυρίως αυτό που τελικά συνέβη, μετά τα πρώτα, υπαινικτικά σημειώματα, που έγραψε δοκιμαστικα στο μπλογκ του Τάκη, σκιαγραφωντας το πρόσωπο του εθισμού του.
Και κάπου κει ο Νίκος αποφάσισε ότι το ΄χε παρακάνει. Και άρχισε ξανά η εποχή της εσωστρέφειας. Ο Τάκης στα αρχίδια του. Δεν τον ένοιαζε τίποτε. Μόνον το κορίτσι.
Τελικά κανείς δεν ξέρει τι σκατά θέλει να γράψει ο Νίκος. Ούτε σε τι ακριβώς είναι εθισμένος. Ακόμη κι αυτό το ζώον που γράφει και για τον Νίκο και για τον Τάκη δεν έχει ιδέα. Ισως αύριο η συνέχεια. Μπορεί και όχι.
Κι έτυχε λίγες μέρες μετά ο Νίκος να διαβάσει τον Τάκη. Ναι ντε, ο ίδιος ο Νίκος που ΄χε παθει το συγγραφικό το κοκομπλόκο και δεν έγραφε ούτε καλημέρα φοβούμενος μην την παρεξηγήσουν οι δικοί του άνθρωποι. Αυτόν αναζητούσε κι έψαχνε ο Τάκης. Και βρεθήκαν σ' ενα μπαρ μια μέρα, ξηγήθηκαν σπαθί ο ένας στον άλλο, και έκατσαν και άλλες βραδιές στα μπαρ, με ποτά και με εσώψυχα και κουβάλησαν ο ένας τον άλλο στην πλάτη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέχρι που ΄ριξε ο ένας την ιδέα, και γουσταρε ο άλλος και συμφώνησαν: θα έγραφε το νέο βιβλίο του Νίκου ο Τάκης και του Τάκη το μπλογκ θα το αναλάμβανε ο Νίκος. Ο καθείς θα ΄γραφε τον πόνο του, τα σώψυχά του, με τον όνομα και την ιδιότητα του άλλου. Κι εντάξει ο Τάκης ήταν σαφής απ' την αρχή: ήθελε τη δόξα, ήθελε και το κορίτσι. Το συγκεκριμένο κορίτσι. Για αυτό που θα έγραφε δηλαδή. Στο μπλογκ δεν τον διαβαζε, ως μπεστσελερίστα ίσως. Ο Νίκος όμως τι; Τι ήταν αυτό που τον έκαιγε, ο εθισμός του, που έλεγε διαρκώς; Τι θα έγραφε στο μπλογκ του Τάκη;

Δύω. Από δύο.

Και ο θυμός βρήκε τον Τάκη πάλι. Μαζί κι η δυσπιστία, η ζήλεια, η ανασφάλεια. Η επιθυμία για όσα δεν έχει. Για πολλά δηλαδή. Ενοχές. Εκλεισε τα μάτια. Εικόνες της περασμένης νύχτας. Λησμονητέες. Πήρε το βιβλίο στα χέρια του. Αλλη μια βοήθεια στη δύσκολη ώρα. Χρόνια τώρα. Σχεδόν δεκαετία. Νίκος Νικαλάλου. Ενα και μοναδικό μυθιστόρημα. Τα είπε όλα. Πούλησε πολύ. Τ' αξιζε. Πού να 'ναι τώρα;
Σύνδεση στο μπλογκ. Ιστολόγος φανατικός ο Τάκης. Πολυγραφότατος. Οχι από τους καλούς. Κυριως όχι από τους γνωστούς. Απωθημένο το ΄χε. Και έγραφε με σύστημα. Λίγο απ' όλα. Κείμενα προσωπικά, μικρές ιστορίες, χιούμορ. Ακόμη και πολιτική. Αυτό το τελευταίο σίγουρα το αδύναμο σημείο του. Μείον του. Δεν τον ενδιεφερε άλλωστε πραγματικά η πολιτική. Ούτε τα κοινά. Μόνον η πάρτη του. Ο εαυτός του. Η μοναξιά του. Τ' απωθημένα. Του.
Ηθελε να αρέσει. Δεν. Αρεσε. Σε κάτι λίγους μόνον. Κα όχι στους ίδιους για πολύ καιρό. Βαρυσήμαντες αναλύσεις για γέλια. Ιδεολογικά μανιφέστα για τα μπάζα. Κακογράφος. Επίμονος όμως. Φαρμακερός. Πικρόχολος. Τσιγκούνης με τα κάστανα.
Θα τον σκίσει τον καργιόλη τον Νικολάλου. Νίκος Νικολάλου. Πώς την είδες έτσι κύιριος; Ενα μπεστ σέλερ, σημείο αναφοράς, και μετά σιωπή, δέκα χρόνια τώρα; Οχι φίλος. Εχεις υποχρεωση στο κοινό σου. Σε όσους σε στήριξαν από τη πρώτη στιγμή. Από το ντεμπούτο σου. Κι όσους είδε και συνάντησε απόψε ο Τάκης, άραγε τι σκέφτηκαν για αυτόν; Πόσοι τον κορόιδεψαν πίσω από τα χαμόγελά τους; Πόσοι τον ήξεραν ως Τάκη και πόσοι ως ιστολόγο; Αν είχε τη δύναμη, την απήχηση ενός Νικολάλου... Να αγνοείς ένα τόσο μεγάλο κοινό, ύβρις. Δημοσίευση κειμένου. Στα σκοτεινά. Με τα σώβρακα. Αστείο κορμί. Αυτοθαυμασμός. Ωραία τα λέω ο πούστης. Θησαυρός που περιμένει να ανακαλυφθεί. ΑΛήθεια που περιμένει να διαδοθεί. Ποιος Νικολάλου; Τάκης κύριοι.

25 Ιουν 2013

Ο Νίκος θυμάται επίσης ξεκάθαρα όλα τα στάδια του εθισμού του, εθισμού ανομολόγητου βέβαια, αλλά επανερχόμενου με ολοένα μεγαλύτερη ένταση παρά τις περί του αντιθέτου ειλικρινείς προσπάθειές του. Ντρέπεται τόσο πολύ για αυτό, που ενώ κατά βάση θέλει να καταγράψει και να αφηγηθεί τον εθισμό του, δεν το το κάνει, τρομοκρατημένος στη σκέψη ότι μια μέρα η ιστορία αυτή θα διαβαστεί, εννοείται όχι από φίλους, γνωστούς ή οικογένεια -θεός φυλάξοι- αλλά από τον ίδιον.
Και το χειρότερο είναι ότι ο Νίκος ήξερε πως τίποτε απ' όλα αυτά, που ήθελε αλλά εντέλει δεν μπορούσε να γράψει, δεν είχε σημασία.

Ενα (μπορεί και κανένα)

Στον ελεύθερό του χρόνο, ο Νϊκος, ένας ευσυνείδητος δημόσιος υπάλληλος, έγραφε. Κρυφά απ' όλους. Κι έβγαζε εκεί έναν άλλον εαυτόν. Μέχρι που μια μέρα, μην στα πολυλογώ με τα πώς και τα γιατί, εκδόθηκε. Απρόσμενα ήρθε η επιτυχία. Ο Νίκος, άνθρωπος φιλήσυχος, οικογενειάρχης, ευχαριστημένος από τη ζωή του, διαχειρίστηκε καλά την επιτυχία στην προσωπική του ζωή. Ήταν όλοι περήφανοι για αυτόν, αυτός χαρούμενος με την περηφάνεια των άλλων. Η δουλειά του και η οικογενειακή του ζωή συνέχισαν να κυλούν αρμονικά. Αυτό που δεν μπόρεσε με τίποτε να διαχειριστεί ήταν η επιτυχία στη συγγραφική του ζωή. Αδυνατούσε πια να γράψει οτιδήποτε. Οχι ότι δεν κατέβαζε ιδέες. Κατέβαζε και μάλιστα πολλές, καλές, καλύτερες από τις προηγούμενες. Ιστορίες ανατρεπτικές, τολμηρές, πρωτότυπες. Αδυνατούσε να τις καταγράψει. Του φαινόταν αδιανόητο να διαβάζουν τα γραπτά του οι γνωστοί του, οι φίλοι του, η οικογένειά του. Φοβόταν μήπως στις σκοτενές του ιστορίες οι γνωστοί του εντοπίσουν αυτοβιογραφικά στοιχεία και διαγνώσουν κατάθλιψη, μήπως οι φίλοι του πάρουν προσωπικά τα δηλητηριώδη βέλη στα μισάνθρωπα διηγήματά του, μήπως η οικογένειά του δει με στραβό μάτι τις ερωτικές ιστορίες που σκαρφιζόταν και τον περάσουν για άπιστο, ανώμαλο, διεφθαρμένο. Κι έτσι, για πολύ καιρό, σταμάτησε να γράφει. 
(συνεχίζεται ίσως - εξαρτάται από τον Νίκο)
 

14 Ιουν 2013

ερτ παντού λέμε

ξαναγυρνάν σε μας

Η σκέψη, λέει ο Στάινερ, είναι φορέας μιας κληροδοτημένης ενοχής. Στον απαραβίαστο πυρήνα της σκέψης υπάρχουν η αμφιβολία και η απογοήτευση, λέει και παλι ο Στάινερ. Παραπέρα, λέει (ο Στάινερ ντε) ότι η συνηθισμένη σκέψη είναι μια ακατάστατη, παντελώς ερασιτεχνική υπόθεση. Η αληθινή πρωτοτυπία της σκέψης, η σκέψη μιας σκέψης για πρώτη φορά είναι εξαιρετικά σπάνια, η λεκτική μορφή δίνει την εντύπωση του καινούργιου και όχι το περιέχομενο. Η σκέψη είναι η πιο κοινή, η πιο φθαρμένη, η πιο επαναλαμβανόμενη πράξη μας. Η σκέψη είναι απίστευτα σπάταλη. Η χειρότερη μορφή επιδεικτικής κατανάλωσης. Κι αν ο Στάινερ στέκεται στο πρότυπο της επιστημονικής φαντασίας, για μια κοινωνία όπου η σκέψη καθορίζεται με δελτίο, όπου επιτρέπεται μόνο ορισμένες ώρες ή μέρες η σκέψη και τα δελτία μοιράζονται σύμφωνα με τις πνευματικές ικανότητες του κάθε ατόμου, και σε αυτήν την κοινωνία η σπατάλη της σκέψης είναι βανδαλισμός, εγώ θέλω να καταθέσω μια καινοτόμα και -αντίθετα με τα προηγουμένως ρηθέντα- διόλου ερασιτεχνική σκέψη, για μια επιχειρηματική δράση που μπορεί να αναπτυχθεί ασφαλώς από ανέργους, που έχουν χρόνο για να σκεφτούν πολύ: μετατροπή της σκέψης σε εμπορευματικό αγαθό, συλλογή και αποθήκευση της σκέψης που σπαταλιέται και επαναπροώθησή της στους σπάταλους σκέφτες εναντι υψηλής αμοιβής. Έκθεση των ωραιότερων σκέψεων στη βιτρίνα, όπου οι ενδιαφερόμενοι θα πλειοδοτούν για να τις αποκτήσουν, ακόμη και αν δεν ήταν αρχικά δικές τους, ενώ οι πρόστυχες, απόκρυφες, βδελυρές, ποταπές σκέψεις θα αποθηκεύονται σε σκοτεινά, δροσερά θησαυροφυλάκεια. Όσοι τολμήσουν να επαναδιεκδικήσουν αυτόν τον οχετό, πέρα από το ξεμπρόστιασμα (α, ώστε ποδολάγνος, Κωστάκη ε;), θα πρέπει να πληρώσουν ακριβά για την εχεμύθεια της εταιρίας μας. Σε περίπτωση που κάποιες απ' αυτές τις πρόστυχες, βέβηλες, ντροπιαστικές σκέψεις παραμένουν στα αζήτητα, αναγκαστικά θα ειδοποιείται ο κάτοχός τους να έρθει να τις παραλάβει, πληρώνοντας ακόμη πιο αυξημένο αντίτιμο, ειδεμή θα τις δώσουμε στη δημοσιότητα... 
Ο Μπόρχες, στην εισαγωγή των Χρονικών του Αρη, του Ρέι Μπράντμπουρι, γράφει για κάποιον Λουδοβίκο Αριόστο, ο οποίος στις αρχές του 16ου αιώνα φαντάστηκε έναν ιππότη που ανακάλυψε πάνω στη σελήνη όλα όσα χάνονται στη γη (από τα λογικα μου, που τα 'χω καιρό χαμένα, μέχρι τη δουλειά μου, τα απραγματοποίητα σχέδια, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τις σπαταλημένες σκέψεις). Δεν μας λέει, όμως, τι έκανε με όλα αυτά τα πολύτιμα αγαθά. Δεν βρέθηκε ούτε ένας εμπορικός αντιπρόσωπος στη Σελήνη να τα επαναπροωθήσει στους νόμιμους κατόχους. Μισές δουλειές ρε Μπόρχες ή ρε Αριόστο ή ρε ιππότη. 
Τα λεν καλύτερα απ' όλους οι Τρύπες: "δεν υπάρχει χαμένος καιρός, δεν υπάρχει..." και τα λοιπά και τα λοιπά. 

 

9 Ιουν 2013

Δεν.Θέλω

Υπάρχουν, μεταξύ άλλων, δύο πράγματα που μπορείς να κάνεις, να απολαύσεις γνωρίζοντας ότι το απόθεμα δωρεάν απολαύσεων σιγά-σιγά τελειώνει, αλλωστε ως γνωστόν "καμιά ευχαρίστηση δεν είναι τζάμπα", ή να κοιτάξεις να συνδυάσεις την απόλαυση με το κέρδος, όπου κέρδος σημαίνει λυσσαλέος μικροανταγωνισμός, κλύκοι και κίκλες (sic), σε ένα τοπίο αχανές όσο το διαδίκτυο όπου οφείλεις να δραστηριοποιηθείς κάνοντας κάτι, οτιδήποτε, γιατί δεν ξέρεις ποια είναι η ιδέα αυτή που μπορεί να πιάσει, και μέσα σε όλα που συμβαίνουν ένα μόνο μοιάζει αληθινό, δεν θέλω τίποτε, δεν με αφορά τίποτε, δεν με νοιάζει τίποτε - αυτήν την αλήθεια και τους φορείς τους θα λιώσει το σύστημα ευθύς εξαρχής, γιατί όποιος κι αν έχει το πάνω χέρι ιδεολογικά, πολιτικά, αισθητικά, κάποιος που δεν θέλει τίποτε, που δεν επιθυμεί τίποτε, που δεν κάνει τίποτε, που δεν παράγει τίποτε, έχει μία και μοναδική θέση, βαθιά στον κάλαθο των αχρήστων και μάλιστα ως μη ανακυκλώσιμο υλικό. Και σε κανέναν δεν θα λείψει.

ΥΓ. Αδιανόητο -για μένα- να κυκλοφορούν από την ίδια εταιρία καταπληκτικές δουλειές σαν των Tango With Lions και το Χιπστεριστάν να ασχολείται με τους Κόρε Ύδρο. 


5 Ιουν 2013

Με πιάνουν οι ευαισθησίες μου

H κυρία που δεν γνώριζα αλλά από τα συμφραζόμενα υπέθεσα πως κατοικεί στο απέναντι διαμέρισμα της πρασιάς και όχι του ακάλυπτου, διότι να το ξέρεις, άλλο πράγμα η πρασιά (όχι, δεν είναι το δέντρο που βγάζει πράσα) και άλλο ο ακάλυπτος, μού είπε καλημέρα, δεν σας αναγνώρισα, εγώ πάντα προετοιμασμένος για αμήχανες καταστάσεις αυτού του είδους, τής χάρισα το πιο μεγάλο και πιο κίτρινο χαμόγελό μου, τόσο πλατύ που όποτε το χρησιμοποιώ διαστέλλονται τα ρουθούνια μου αποκαλύπτοντας τις τρίχες της ρινικής μου χώρας (ή κοιλότητας;), τις οποίες συνήθως ξεχνώ να κουρέψω, και της είπα δεν πειράζει, είναι που έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά, όχι-όχι, απάντησε αυτή, είναι που κουρευτήκατε και δεν σας γνώρισα, α! ναι, σωστά, έχετε δίκιο της απάντησα, αν και στην πραγματικότητα δεν με αναγνώρισε γιατί συνήθως με βλέπει από το παράθυρό της να τριγυρνώ με τη σωβρακοφανέλα μες στο διαμέρισμα, πού να με γνωρίσει με τα ρούχα, αλλά δεν της το είπα για να μην προκαλέσω μεγαλύτερη αμηχανία, άσε που ήμουν και τρομερά σκεφτικός, στοχαζόμουν πόσο βαθιά μ' έχουν επηρεάσει τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα και των τελευταίων ημερών στην Τουρκία, να, για παράδειγμα προχτές είδα στον ύπνο μου ότι κατέστρωσα (ή κατάστρωσα; ζητείται άνεργος διορθωτής για αυτό το ιστολόγιο) το τέλειο σχέδιο για μια ληστεία τράπεζας, αλλά την τελευταία στιγμή κώλωσα και την ημέρα της ληστείας αντί για ληστεία καθόμουν στην άκρη μιας πισίνας με τα πόδια στο νερό πίνοντας μια μπίρα, αυτά προχτές, χτες είδα ότι ήμουν πολυ περιορισμένος, ασφυκτιούσα, σε περιβάλλον γεμάτο απαγορεύσεις και εξεγέρθηκα και ήμουν εντός του ΑΠΘ, κάπου μεταξύ Θεολογικής και πλατείας Χημείου, γινότανε εξέγερση σε φάση κι εγώ αμέριμνος έτρωγα μια σπανακοτυρόπιτα μέχρι που πανικόβλητοι όλοι υποχώρησαν γιατί κάνανε ντου οι μπάτσοι κι εγώ είπα, ο διάλος να σκάσει, εγώ τη σπανακοτυρόπιτά μου θα τη φάω, και τελικα με πιάσαν οι μπάτσοι και το χειρότερο όλων είναι ότι ρίξανε τη μισοφαγωμένη σπανακοτυρόπιτά μου χάμω, κι ήμουν απαρηγόρητος γι' αυτό, ναι, τόσο πολύ μ' επηρεάζουν όσα συμβαίνουν στον κόσμο, ευαίσθητος, που λένε.

ΥΓ. Αν τυχόν διακρίνεις μια χλεύη στο κείμενο, μη μυγιάζεσαι, απευθύνεται αποκλειστικά σε μένα. 


3 Ιουν 2013

Αυτοκριτική

Υπάρχουν τα λεγόμενα βιβλία αυτοβoήθειας, που η κριτική τα ψέγει. Υπάρχουν, στον αντίποδα, και κάτι άλλα, ας τα πούμε αυτοαναφορικά, που είναι βιβλία αυτολύπησης, αν κατά βάθος κι αυτά βιβλία αυτοβοήθειας είναι, μόνο που δεν επιδιώκουν να βοηθήσουν τον αναγνώστη αλλά τον συγγραφέα, που γράφει πόσο χάλια είναι η κοινωνία, τα πράγματα και  η ζωή, των άλλων αλλά και του ιδίου, κυρίως και κατεξοχήν του ιδίου, προκειμένου πέρα από την αυτολύπηση να προκαλέσει και τον οίκτο των άλλων έτσι ώστε να μην μπορούν να του πουν πόσο χάλια είναι όχι μόνο η ζωή του αλλά και αυτά που γράφει κυρίως και κατεξοχήν. Νομίζω πως θα μπορούσα να γράψω φοβερά βιβλία αυτολύπησης. 

1 Ιουν 2013

the unmagnificent lives of adults*

Άλλη μια μέρα που δεν έγινα μεγάλος και τρανός, ούτε έκανα κάτι της προκοπής, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί δημιουργικό, αλλά τουλάχιστον είδα από κοντά πασόκους. Πήγα και ήλθα δυο φορές από τη μία άκρη του κέντρου της πόλης στην άλλη. Σαν να λέμε από την κεντροδεξιά στην κεντροαριστερά. Στο φούρνο του Λάμπρου, στις 11.10 το πρωί, μια ηλικιωμένη κυρία τεχνηέντως πήγε να μου φάει τη σειρά. Επέδειξα πυγμή και διεκδίκησα ευγενικά αλλά σταθερά και αμετακίνητα τη σπανακοτυρόπιτά μου στην ώρα της. Στην παραλία, σε ένα απ' αυτά τα τρέντι καφέ, ένας γέρος ζητιάνος με νοήματα ζητούσε ένα τσιγάρο από έναν χίπστερ κι αυτός δεν του έδωσε. Από την Τουρκία, ερχόταν ο αχός μιας εξέγερσης. Στο σουπερμάρκετ, ξέχασα να ζυγίσω τις ντομάτες, αλλά αγόρασα τρεις χυμούς, μήλο-πορτοκάλι και πορτοκάλι-βερίκοκο-μήλο δύο κουτιά στην τιμή του ενός, για να αντισταθμίσω τα δύο στην τιμή του ενός μπουκάλια κρασί που επίσης αγόρασα. Φοβήθηκα προς στιγμήν ότι είμαι κακή επιρροή, γιατί τη ρώτησα "τι να φέρω να μαγειρέψουμε;" και μου απάντησε "κρασί μην ξεχάσεις να φέρεις". Έξω από γυράδικο, λιμπίστικα γεμιστό μπιφτέκι κι έφαγα ένα. Θυμήθηκα που ξέχασα να θυμηθώ να αγοράσω οδοντογλυφίδες από το σουπερμάρκετ και πήρα μια χούφτα απ' το γυραδικο. Τις έχωσα κρυφά στην τσάντα μου. Ενιωσα σαν να τις έκλεβα. Διάβασα δύο πολύ ωραίες ατάκες στο διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο "Κλάρα": "παρόλο που είχε λίγα πράγματα να πει για τον εαυτό της μιλούσε ακούραστα για αυτόν" και "αν δεν έχεις την παραμικρη φιλοδοξία, τι είναι αυτό που θα μπορούσε να σε απογοητεύσει;". Στο τσατ ένας φίλος μού είπε ότι "σαν του στρατού το σταφ δεν έχει", αλλά μιλούσε για αντικουνουπικό. Προσπάθησα αργότερα να σκοτώσω ένα γιγάντιο κουνούπι. Απέτυχα. Ακούσαμε το Pink Rabbits. Υπέροχο. Συμφωνήσαμε.  Εγραψα αυτό το ποστ.

* ο στίχος απ' αυτό το τραγούδι