186 λέξεις (περίπου) του Νίκου Σπηλιά
Γκαζώνει ετοιμοθάνατος
προς τη Γενεύη, ο χρόνος του τελειώνει, πρέπει να προλάβει, δεν θυμάται
ποιος είναι, τι θέλει και γιατί, μόνο πού πηγαίνει, στη Γενεύη,
πρέπει να βρει το μποζόνιο του Χιγκς, το νόημα της ζωής, στο
διάβα του πύρινες, θυελλώδεις φλόγες, κορίτσια όμορφα σαν ανθισμένα ρόδα,
μοτέλ παρακμιακά στη μέση του πουθενά, στο σταυροδρόμι ο Ρόμπερτ Τζόνσον κραδαίνει τη φτηνή του κιθάρα κόντρα στο Διάβολο με τα δολοφονικά σαγόνια, όλα τα ρολόγια του κόσμου σταματημένα κι αυτός να τρέχει, ετοιμοθάνατος, αντιμέτωπος με το χρόνο, απελπισμένος, κυριευμένος από θλίψη, από εμμονή για το μποζόνιο του Χιγκς, ας μη θυμάται πια γιατί, πρέπει να φτάσει στη Γενεύη, ιεροκήρυκες με παράξενες γλώσσες που δεν τις μιλεί πια κανείς,
καθαρίστριες στραγγίζουν το αίμα που χύθηκε άφθονο στο φτηνό ξενώνα,
αίμα πριαπικό, κι οδηγεί πάντα εν μέσω λήθης, ξάφνου θυμάται, αν πεθάνει
να τον θάψουν με τα αγαπημένα του κίτρινα δερμάτινα παπούτσια, ευτυχώς
νιώθει ακόμη την καρδιά του να χτυπά για τη Χάνα
Μοντάνα που κάνει βόλτα στη σαβάνα, κι είναι η εποχή των μουσώνων, δεν
θυμάται τι, πώς και γιατί, αλλά φτάνει στη Γενεύη για το μποζόνιο του
Χιγκς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου