9 Δεκ 2012

Ο κουραμπιές (τόσο μελό ποστ που θα μπορούσε να λέγεται και μελομακάρονο)

Βρεθηκε στο ράφι χωρίς να καταλάβει πώς. Ηταν κι άλλοι εκεί σε καραντίνα. Φοβόταν το σκοτάδι, ευτυχώς τον καθησύχαζαν οι άλλοι, ο ένας τον άλλον. Κάνανε μαζί σχέδια διαφυγής. Ομως απαγορευόταν η ομαδική απόδραση, ο καθένας μπορούσε να δραπετεύσει μόνος. Σκεφτόταν πως, αν έφευγε, θα βρισκόταν κάπου στο άγνωστο μόνος. Οι άλλοι θυσία στο βωμό μιας αβέβαιης νέας αρχής. Προτιμούσε την καραντίνα με τους άλλους. Που όλο λιγόστευαν. Ενας-ένας την έκανε απ' εκεί ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω. Δεν ήταν ηλίθιοι, επέλεγαν τη λήθη. Ωσπου έμεινε μόνος. Στην αποθήκη μάζευε σκόνη. Τον ξεσκόνιζαν καμιά φορά, αλλά όχι πολύ συχνά. Στην αρχή δειλά και στη συνέχεια με θράσος, ήρθαν οι αράχνες να στήσουν τον ιστό τους. Πήρε να ιδρώνει. Ποτάμια βρόμικου ιδρώτα σχημάτισαν μια λίμνη, ένα έλος, γύρω του. Είχε βαλτώσει οριστικά.
Πού και πού, για να ευθυμήσει, σκεφτόταν τον αστικό θρύλο σύμφωνα με τον οποίο το συγκρότημα Μάνκιζ, ένα από τα πρώτα κατασκευασμένα μπόη μπαντζ στην ιστορία, αρνήθηκε να εντάξει στο ρεπορτόριό του το τραγούδι Σούγκαρ-Σούγκαρ, θεωρώντας το "υπερβολικά χαζοχαρούμενο". Ετσι αυτό κατέληξε να γίνει σούπερ επιτυχία από τους Αρτσιζ.  

ΥΓ. Δεν ακούω κουβέντα, το βίντεο τα σπάει. Ψυχεδελέ.


2 σχόλια:

μεστ απ είπε...

καταραμένη καραντίνα

ΠανωςΚ είπε...

καταραμένο αροξόλ