Κάθε πρωί σηκωνόταν και χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη πήγαινε στο
μπουγατσατζίδικο. Καθότανε πάντα στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο
παράθυρο. Του δίνανε τις καλύτερες μερίδες, με κρέμα, με τυρί, σπανάκι
και κιμά. Ολες τις σπεσιαλιτέ. Και σοκολατούχο γάλα. Ετρωγε αργά-αργά,
χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλλον την απόλαυσή του. Τις δύο ώρες
που καθόταν εκεί, το κατάστημα φρόντιζε πάντα τα πιατάκια του να είναι
γεμάτα. Στις δυο ώρες απάνω, σηκωνόταν, έλεγε κανά δυο κουβέντες με το
αφεντικό, κάνα αστείο με τους πελάτες για τις ποδοσφαιρικές ομάδες κι
έφευγε χωρίς να πληρώσει.
Το μεσημέρι πήγαινε στην ψησταριά. Καθόταν και πάλι στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Του δίνανε τις καλύτερες μερίδες, σουτζουκάκι, σουβλάκι, γύρο, παντσετούλα. Ολες τις σπεσιαλιτέ. Και ρετσίνα, τσίπουρο ή χύμα κρασί, καμια αλοιφή, πατάτα τηγανιτή, πιπεριά καυτερή, φέτα ψητή ή μπουγιουρντί. Ετρωγε αργά-αργά, χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλον την απόλαυσή του. Ήταν μεθοδικός κι οι μεζέδες έρχονταν απανωτοί. Ένας άνθρωπος που ήξερε να τρώει, λέγαν οι απ' έξω περαστικοί. Κι αυτό που τρώει μάλλον είναι καλό, συλλογίζονταν. Ζωντανή διαφήμιση του μαγαζιού. Στις τρεις ώρες απάνω, σηκωνόταν, έλεγε κανά δυο κουβέντες με το αφεντικό, καμιά χαζομάρα με τα γκαρσόνια για γκόμενες και τρεκλίζοντας ελαφρώς έφευγε χωρίς να πληρώσει.
Το βράδυ πήγαινε στο γκουρμέ εστιατόριο. Καθότανε στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Του σερβίριζε ο γκραν μετρ τα καλύτερα τα πιάτα, τις πιο εντυπωσιακές δημιουργίες, χοιρινό φιλέτο μενταγιόν με προσούτο πάρμας και σαφράν, σφακιανό κουνέλι τσιγαριστό με κόκκινο κρασί, τούρτα καπνιστού σολωμού. Και γαλλικό κρασί. Από τ' ακριβά. Ετρωγε αργά-αργά, χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλλον την απόλαυσή του. Στις τρεις ώρες απάνω, φώναζε τον σεφ, τού έδινε συγχαρητήρια για τα υπέροχα πιάτα, τις καλοζυγισμένες, πλούσιες γεύσεις και αποχωρούσε μεγαλοπρεπώς χωρίς να πληρώσει. Οι υπόλοιποι πελάτες κι οι περαστικοί τον θεωρούσαν κάποιον εκκεντρικό, βαθύπλουτο μπονβιβέρ.
Εφτανε σπίτι, άνοιγε μια σόδα από το κατά τ' αλλα άδειο ψυγείο του, άνοιγε την τηλεόραση στην κατά τ' άλλα άδεια γκαρσονιέρα του και αποκοιμιόταν ήσυχος ότι είχε επιτελέσει σωστά και σήμερα το καθήκον του στην κατά τ΄αλλα άδεια ζωή του.
Οταν πέθανε από κάποια πάθηση του στομάχου, αποκαλύφθηκε ότι δούλευε ως βιτρίνα-κράχτης για καταστήματα εστίασης. Ήταν, λέει, ο καλύτερος επαγγελματίας φαγάς στην πιάτσα.
Το μεσημέρι πήγαινε στην ψησταριά. Καθόταν και πάλι στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Του δίνανε τις καλύτερες μερίδες, σουτζουκάκι, σουβλάκι, γύρο, παντσετούλα. Ολες τις σπεσιαλιτέ. Και ρετσίνα, τσίπουρο ή χύμα κρασί, καμια αλοιφή, πατάτα τηγανιτή, πιπεριά καυτερή, φέτα ψητή ή μπουγιουρντί. Ετρωγε αργά-αργά, χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλον την απόλαυσή του. Ήταν μεθοδικός κι οι μεζέδες έρχονταν απανωτοί. Ένας άνθρωπος που ήξερε να τρώει, λέγαν οι απ' έξω περαστικοί. Κι αυτό που τρώει μάλλον είναι καλό, συλλογίζονταν. Ζωντανή διαφήμιση του μαγαζιού. Στις τρεις ώρες απάνω, σηκωνόταν, έλεγε κανά δυο κουβέντες με το αφεντικό, καμιά χαζομάρα με τα γκαρσόνια για γκόμενες και τρεκλίζοντας ελαφρώς έφευγε χωρίς να πληρώσει.
Το βράδυ πήγαινε στο γκουρμέ εστιατόριο. Καθότανε στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Του σερβίριζε ο γκραν μετρ τα καλύτερα τα πιάτα, τις πιο εντυπωσιακές δημιουργίες, χοιρινό φιλέτο μενταγιόν με προσούτο πάρμας και σαφράν, σφακιανό κουνέλι τσιγαριστό με κόκκινο κρασί, τούρτα καπνιστού σολωμού. Και γαλλικό κρασί. Από τ' ακριβά. Ετρωγε αργά-αργά, χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλλον την απόλαυσή του. Στις τρεις ώρες απάνω, φώναζε τον σεφ, τού έδινε συγχαρητήρια για τα υπέροχα πιάτα, τις καλοζυγισμένες, πλούσιες γεύσεις και αποχωρούσε μεγαλοπρεπώς χωρίς να πληρώσει. Οι υπόλοιποι πελάτες κι οι περαστικοί τον θεωρούσαν κάποιον εκκεντρικό, βαθύπλουτο μπονβιβέρ.
Εφτανε σπίτι, άνοιγε μια σόδα από το κατά τ' αλλα άδειο ψυγείο του, άνοιγε την τηλεόραση στην κατά τ' άλλα άδεια γκαρσονιέρα του και αποκοιμιόταν ήσυχος ότι είχε επιτελέσει σωστά και σήμερα το καθήκον του στην κατά τ΄αλλα άδεια ζωή του.
Οταν πέθανε από κάποια πάθηση του στομάχου, αποκαλύφθηκε ότι δούλευε ως βιτρίνα-κράχτης για καταστήματα εστίασης. Ήταν, λέει, ο καλύτερος επαγγελματίας φαγάς στην πιάτσα.
8 σχόλια:
ιδιοφυές!
Κιλοφυές, μάλλον. :)
Τη θέλω αυτή τη δουλειά.
Το ζήτημα, καλέ μου Δύτη, είναι αν θα συνεργαστούμε ή αν θα γίνουμε ανταγωνιστές. Μας χωράει, λες, και τους δυο η πιάτσα;
Εγώ όπως ίσως θυμάσαι είμαι χαρακτηριστικά αδύνατος διότι έχω σπέσιαλ μεταβολισμό. Οπότε ο ένας μας τουλάχιστον χωράει.
Το θυμάμαι βρε Δύτη. Ούτε η μνήμη μου ούτε τίποτε άλλο πάνω μου έχει αδυνατίσει. Εχεις λοιπόν πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό. Γκρρρρ...
Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για το ίδιο γκουρμεδιάρικο άτομο που μια φιλενάδα μου εμφάνιζε (νοίκιαζε) ως ξάδελφο στα τραπέζια της για να με παρασύρει ότι μαγειρεύει νόστιμα.
Περί του ιδίου ατόμου πρόκειται, SunCoater, όντως. Μου είπε χαριετίσματα. Και από την... ξαδέρφη.
Δημοσίευση σχολίου