Είμαι χοντρός. Μ’ έχεις δει, το ξέρεις. Μ’ έχεις συνηθίσει έτσι, δεν με φαντάζεσαι αλλιώς. Δεν ήμουν πάντα έτσι.
Μου έχουν πει, εγώ δεν το θυμάμαι, πως όταν ήμουνα παιδί, οι γείτονες ανησυχούσανε για μένα, αν θρέφομαι σωστά, αν έχουν χρήματα οι γονείς μου να με ταΐζουν, τόσο αδύνατος ήμουν.
Η αλήθεια είναι ότι και τότε έτρωγα. Πολύ. Κι ας έλεγε ο κύριος που δίδασκε στο κατηχητικό στα παιδιά ηλικίας έως και 12 ετών: θανάσιμο αμάρτημα η λαιμαργία. Το κάπνισμα επίσης. Τα σκουλαρίκια. Τα τατουάζ. Και πολλά ακόμη πράγματα, όπως το να πηγαίνεις για προπόνηση μπάσκετ την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να είσαι στο κατηχητικό. Η απουσία από τη λειτουργία της Κυριακής αδιανόητη.
Δεν έλεγε ποτέ «η εκκλησία», έλεγε πάντα «ο ναός», εκεί λοιπόν, στο ναό, έπρεπε να δίνουμε το παρών κάθε Κυριακή πρωί αλλά πώς; Τρέχοντας, γεμάτοι ανυπομονησία να βρεθούμε όσο το δυνατόν ταχύτερα κοντά στον Κύριο.
Ηθελα κι εγώ να τρέχω στην εκκλησία αλλά έμενα απέναντί της ακριβώς. Τι σόι τρέξιμο θα ήταν αυτό; Ούτε πενήντα μέτρα. Προτού μπω, για να φανεί ότι περνούσα κι εγώ ένα κάποιο μαρτύριο προτού πάω να συναντήσω τον Κύριο, έτρεχα δυο τρεις κύκλους γύρω από την εκκλησία, φορώντας τα καλά μου και τα σκαρπίνια μου. Με το καιρό, έτρεχα όλο και περισσότερο προτού φτάσω στην εκκλησία: όσο περισσότερο έτρεχα τόσο μεγαλύτερη η πίστη μου και η χαρά μου που θα συναντούσα τον Κύριο. Φυσώντας ξεφυσώντας ιδρωμένος προσπαθούσα να ανάψω το κερί μου, το μόνο που κατάφερνα ήταν να σβήνω των άλλων.
Τρέχοντας ωστόσο διατηρούσα τη σιλουέτα μου. Τρέχοντας να πάω στην εκκλησία. Τρέχοντας να πάω κατηχητικό. Τρέχοντας να είμαι πρώτος στο σχολειό. Οταν σταμάτησα να πηγαίνω εκκλησία, σταμάτησα να τρέχω λίγο-πολύ για όλα. Άρχισα να απολαμβάνω το σουλατσό. Κάποια στιγμή, επειδή εκεί είχε ωραία κορίτσια κι ήταν μια καλή δικαιολογία να τρέχω ξοπίσω τους, έτρεχα και στις πορείες, λίγο, πολύ λίγο, δυσανάλογα λίγο σε σχέση με τις μπίρες που κατανάλωνα. Δεν ήταν αρκετό για να διατηρηθώ αδύνατος.
Πλέον και στις πορείες σταμάτησα να τρέχω.
Και κάπως έτσι πάχυνα υπερβολικά και έγινα ο χοντρός κύριος με τα μούσια και τα γυαλιά και τα κάπως λιγοστά μαλλιά που μένει στον πέμπτο όροφο μιας καλής πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης.
Καμιά φορά μού 'ρχεται να το βάλω στα πόδια. Αλλά πού να τρέχω τώρα;
Μου έχουν πει, εγώ δεν το θυμάμαι, πως όταν ήμουνα παιδί, οι γείτονες ανησυχούσανε για μένα, αν θρέφομαι σωστά, αν έχουν χρήματα οι γονείς μου να με ταΐζουν, τόσο αδύνατος ήμουν.
Η αλήθεια είναι ότι και τότε έτρωγα. Πολύ. Κι ας έλεγε ο κύριος που δίδασκε στο κατηχητικό στα παιδιά ηλικίας έως και 12 ετών: θανάσιμο αμάρτημα η λαιμαργία. Το κάπνισμα επίσης. Τα σκουλαρίκια. Τα τατουάζ. Και πολλά ακόμη πράγματα, όπως το να πηγαίνεις για προπόνηση μπάσκετ την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να είσαι στο κατηχητικό. Η απουσία από τη λειτουργία της Κυριακής αδιανόητη.
Δεν έλεγε ποτέ «η εκκλησία», έλεγε πάντα «ο ναός», εκεί λοιπόν, στο ναό, έπρεπε να δίνουμε το παρών κάθε Κυριακή πρωί αλλά πώς; Τρέχοντας, γεμάτοι ανυπομονησία να βρεθούμε όσο το δυνατόν ταχύτερα κοντά στον Κύριο.
Ηθελα κι εγώ να τρέχω στην εκκλησία αλλά έμενα απέναντί της ακριβώς. Τι σόι τρέξιμο θα ήταν αυτό; Ούτε πενήντα μέτρα. Προτού μπω, για να φανεί ότι περνούσα κι εγώ ένα κάποιο μαρτύριο προτού πάω να συναντήσω τον Κύριο, έτρεχα δυο τρεις κύκλους γύρω από την εκκλησία, φορώντας τα καλά μου και τα σκαρπίνια μου. Με το καιρό, έτρεχα όλο και περισσότερο προτού φτάσω στην εκκλησία: όσο περισσότερο έτρεχα τόσο μεγαλύτερη η πίστη μου και η χαρά μου που θα συναντούσα τον Κύριο. Φυσώντας ξεφυσώντας ιδρωμένος προσπαθούσα να ανάψω το κερί μου, το μόνο που κατάφερνα ήταν να σβήνω των άλλων.
Τρέχοντας ωστόσο διατηρούσα τη σιλουέτα μου. Τρέχοντας να πάω στην εκκλησία. Τρέχοντας να πάω κατηχητικό. Τρέχοντας να είμαι πρώτος στο σχολειό. Οταν σταμάτησα να πηγαίνω εκκλησία, σταμάτησα να τρέχω λίγο-πολύ για όλα. Άρχισα να απολαμβάνω το σουλατσό. Κάποια στιγμή, επειδή εκεί είχε ωραία κορίτσια κι ήταν μια καλή δικαιολογία να τρέχω ξοπίσω τους, έτρεχα και στις πορείες, λίγο, πολύ λίγο, δυσανάλογα λίγο σε σχέση με τις μπίρες που κατανάλωνα. Δεν ήταν αρκετό για να διατηρηθώ αδύνατος.
Πλέον και στις πορείες σταμάτησα να τρέχω.
Και κάπως έτσι πάχυνα υπερβολικά και έγινα ο χοντρός κύριος με τα μούσια και τα γυαλιά και τα κάπως λιγοστά μαλλιά που μένει στον πέμπτο όροφο μιας καλής πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης.
Καμιά φορά μού 'ρχεται να το βάλω στα πόδια. Αλλά πού να τρέχω τώρα;
2 σχόλια:
Τι μου θύμισες. Κάποτε και κάποιο άλλο χριστιανόπουλο έτρεχε γύρω από την εκκλησία για να προφτάσει το chorus (χορωδία). Πολλά χρόνια αργότερα το επαναλάμβανε γύρω από μια καρδιά για να προλάβει ένα άλλο chorus (ρεφρέν). Χα!
αχαχαχαχαχα, τρέξε Μπόνο, τρέξε!
(τεράστια η επιρροή του καθολικισμού στο έργο των ΓιουΤού, πάντως)
Δημοσίευση σχολίου