Και όμως κ. Τσιτουρίδη, δείτε ποιους εξέχοντες και επιφανείς άνδρες έχετε στο πλευρό σας:
Τον Ερνάν Εσε. Διαβάστε το κάτωθι, μπας και βρείτε την απάντηση στο ερώτημα "ποιος μπορεί να με βοηθήσει τώρα;".
Τον Ερνάν Εσε. Διαβάστε το κάτωθι, μπας και βρείτε την απάντηση στο ερώτημα "ποιος μπορεί να με βοηθήσει τώρα;".
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι θα κάνουν γιορτή άμα πεθάνει ο κ. Πρετεντέρης. Προφανώς δεν τους αρέσουν οι ανατροπές, τίποτε αναρχοσυντηρητικοί θα είναι. (γωνία Αγίου Δημητρίου με Βενιζέλου)
Σεξιστικό... (με μαρκαδόρο, κάπου ανάμεσα στο πατσατζίδικο του Τσαρουχά και το Μπιτ Παζάρ)
Η αγαπημένη μου οδός. (γωνία Βασιλέως Ηρακλείου με Βενιζέλου)
Τι νομίζατε; Μόνο ο κ. Παπαγεωργόπουλος είναι του ιππικού; Οχι, νάτος κι ο Πανίκας, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σηκώσει το λάβαρο της επανάστασης, μέρες που είναι. Αλλωστε έκανε και δηλώσεις σήμερα, για αυτούς που καίνε τις σημαίες, καταδικάζοντας τέτοιες ενέργειες.
Αλλο τίποτε να πω δεν έχω. Ζήτω, το έθνος, η 25η Μαρτίου, και τα καινούργια μας έπιπλα (σε αυτό περί επιπλών κυριολεκτώ!).
Τσιγάριζα σήμερα το μεσημέρι τα κρεμμύδια, όταν η συμπλογκερίτισσα pipermaru μού ανακοίνωσε μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι πάσχω από κοινωνική φοβία ή αγχώδη κοινωνική διαταραχή (σόσιαλ φόμπια, αγγλιστί). Από την ταραχή μου, αντί για τσιγάρο, άναψα ένα κρεμμύδι.
Η σελίδα http://www.socialphobia.org/ αναφέρει σχετικά:
“Μια γυναίκα στέκεται στην ουρά σε ένα ταμείο και φοβάται ότι όλοι κοιτάζουν αυτήν. Το ξέρει ότι αυτό δεν συμβαίνει στα αλήθεια, ωστόσο ο φόβος της είναι υπαρκτός. Έρχεται η σειρά της και πρέπει να μιλήσει στον ταμία. Προσπαθεί να χαμογελάσει αλλά η φωνή της βγαίνει τρεμάμενη. Είναι σίγουρη ότι έχει γελοιοποιηθεί.
Κάποιο άλλο άτομο στέκεται μπροστά στο τηλέφωνο και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του να σηκώσει το ακουστικό και να κάνει το τηλεφώνημα. Φοβάται όμως να τηλεφωνήσει στον ΟΤΕ και να μιλήσει με έναν άγνωστο υπάλληλο για κάποιο ζήτημα που τον/την απασχολεί. Επίσης φοβάται να τηλεφωνήσει και σε άτομα που γνωρίζει προσωπικά γιατί φοβάται ότι μπορεί να το κάνει την λάθος στιγμή και να τους ενοχλήσει. Νιώθει την απόρριψη προτού καν καλέσει. Από τη στιγμή που θα κάνει την κλήση και θα τελειώσει με αυτήν, θα καθίσει και θα αναλύσει λέξη προς λέξη τη συνομιλία και το κατά πόσον ήταν καταδεκτική η στάση του ατόμου στην άλλη μεριά της γραμμής. Αποφασίζει ότι ως συνήθως στο τηλεφώνημα είπε ένα κάρο βλακείες και πράγματα που δεν θα έπρεπε να έχει πει. Νιώθει ντροπή.
Κάποιος άλλος φοβάται να βγει έξω στο δρόμο, γιατί νιώθει ότι όλοι οι περαστικοί τον κοιτάζουν, και ακόμη χειρότερα μπορεί να συναντήσει κάποιον γνωστό και να αναγκαστεί να τον χαιρετήσει. Βλέπετε, δεν πιστεύει ότι όντως μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο -να χαιρετήσει κάποιον που τυχαία συνάντησε στο δρόμο χωρίς να γελοιοποιηθεί. Φοβάται ότι η φωνή του θα βγει αδύναμη και ο άλλος θα καταλάβει την αδυναμία του. Και δεν θέλει σε καμία περίπτωση να μάθει ο οποιοσδήποτε την φοβία του. Ετσι λοιπόν δεν κοιτάζει κανέναν στο πρόσωπο, και ελπίζει ότι θα φτάσει στο σπίτι χωρίς να χρειαστεί να μιλήσει με κανέναν.
Ενας πρωτοετής φοιτητής δεν θέλει να πάει στο πρώτο μάθημα γιατί ανησυχεί μήπως ο καθηγητής θα του ζητήσει να συστηθεί στους συμφοιτητές του -ένα μάτσο αγνώστους για την ώρα.
Άλλος, αποφεύγει τα πάρτι και τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Είναι μόνος, ωστόσο επιμένει να μην πηγαίνει πουθενά γιατί φοβάται να γνωρίσει καινούργιους ανθρώπους. Ποιος ξέρει τι θα πουν και τι θα σκεφτούν όλοι αυτοί; Είναι σίγουρος ότι όλοι αυτόν θα κοιτάζουν.
Όσοι πάσχουν κοινωνική φοβία (αγχώδη κοινωνική διαταραχή) νιώθουν εκνευρισμό σε δημόσιους χώρους, νομίζουν πως όλοι τους παρατηρούν και τους κατακρίνουν. Ορθολογικά σκεπτόμενοι γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιοι δεν ισχύει. Εντούτοις δεν μπορούν να νιώσουν άνετα. Πιστεύουν ότι και μόνο η παρουσία του άλλου αρκεί για να γίνουν αντικείμενο κατακρίσεων.
Στην καθημερινότητα, μπορείς απλώς να τους αφήσεις μόνους τους πίσω από μια κλειστή πόρτα. Ωστόσο τι γίνεται όταν η κοινωνική επαφή είναι αναπόφευκτη με κάποιον που είναι θέσει ανώτερος από τον “ασθενή” (π.χ αφεντικό στη δουλειά); Για σκεφτείτε ένα τέτοιο άτομο να δίνει μια συνέντευξη για δουλειά.
Παρότι πρόκειται για την τρίτη πιο διαδεδομένη ψυχική πάθηση στις ΗΠΑ, η έλλειψη ενημέρωσης για αυτήν αλλά και η ίδια η φύση της πάθησης (ο φόβος να μιλήσεις, να ανοιχτείς) οδηγεί τους πάσχοντες στη σιωπή ή και στην εθελοτυφλία –κάποιες φορές”.
Τhomas A. Richards, Ph.D.
Psychologist
"Οι ΗΠΑ και η Ελλάδα μοιράζονται φιλία πολλών ετών, η οποία έχει οικοδομηθεί πάνω σε κοινές αξίες και στην ακατάλυτη αγάπη για την
ελευθερία. Πολλοί από τους θεμελιωτές των ΗΠΑ μελέτησαν την ελληνική ιστορία και εμπνεύστηκαν από τα δημοκρατικά ιδεώδη κατά την εκπόνηση του συντάγματός μας. Οι θεμελιωτές της σύγχρονης Ελλάδας έλαβαν την υποστήριξη της δικής μας νεαρής δημοκρατίας κατά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους το 1821, και τα έθνη μας ήταν σύμμαχοι σε όλες τις μείζονες συγκρούσεις του 20ού αιώνα. Σήμερα συνεχίζουμε να υπερασπιζόμαστε από κοινού την ελευθερία στο παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, καθώς ελληνικές και αμερικανικές δυνάμεις εργάζονται για να θέσουν τα θεμέλια της ειρήνης για τις μελλοντικές γενιές”.
Υπηρετούσε στο Λιτόχωρο, τώρα. Ταχυδρομικός, είχε κάποιο μέσον ο πατέρας του, τον βάλανε εκεί -- είναι καλύτερα, του είπαν. Προβλήματα δεν δημιουργούσε, λόγω ηλικίας δεν του κάνανε καψόνια, ε, λίγο απομονωμένος ήτανε, πάντως είχε μερικούς φίλους, βγαίνανε και πίνανε κανα ποτήρι.Σάββατο. Έντεκα το βράδυ, έκλεισε το βιβλίο, το τακτοποίησε δίπλα στο χρηματοκιβώτιο κι επανέλαβε το νυχτερινό πρόγραμμα των δέκα μηνών της θητείας του: Αδειασμα καλαθιού αχρήστων, πρόχειρο ξεσκόνισμα του ταχυδρομείου, πλύσιμο δοντιών και ξύρισμα γονατιστός στο βρυσάκι του κήπου, να 'ναι έτοιμος το πρωί, επιστροφή και διπλοκλείδωμα -- τα λεφτά των επιταγών γαρ. Έβγαλε αρβύλες και φόρμα, έφερε και το τρανζιστοράκι κοντά του να σπάει τη μονοτονία και να μην ακούει την βροντώδη αναγνώριση που έκανε ο νέος σκοπός.Η πόρτα χτύπησε δυνατά κι ενοχλητικά, σαν κάθε πόρτα που χτυπάει για να σε ξυπνήσει.«Αντε και γαμήσου, ρε Σταύρο, νυχτιάτικα» φώναξε και άλλαξε πλευρό.
Του την έκανε συχνά αυτή τη δουλειά ο σιτιστής. Έπαιρνε τη διανυκτέρευση, τά 'πινε ως τις τρεις το πρωί κι έπειτα, επειδή ντρεπότανε να πάει σπίτι του σουρωμένος, πήδαγε τη μάντρα κι ερχόταν στο ταχυδρομείο για να ξενερώσει κουβεντιάζοντας.Η πόρτα ξαναχτύπησε.«Α στο διάλο» σηκώθηκε, κρύωνε κιόλας γιατί είχε σβήσει η ξυλόσομπα. Ξεκλείδωσε και χώθηκε πάλι κάτω απ' τις κουβέρτες.«Πρέπει να ανοίξεις την πόρτα για να περάσω» είπε μια -- ασυνήθιστα λεπτή κι ευγενική, τουλάχιστον για σιτιστή -- φωνή.«Ξεκλείδωτα είναι».«Πρέπει να μου ανοίξεις εσύ» -- η φωνή είχε γίνει σχεδόν επιτακτική. Σηκώθηκε, όχι τόσο γιατί η φωνή ήταν επιτακτική, αλλά γιατί ήταν... γυναικεία.Ανοιξε την πόρτα.Το ζευγάρι πέρασε μέσα. Στάθηκαν κι οι δυο μπροστά στο πλαίσιο των επιταγών. Αν ήταν φάρσα, ήταν φοβερή. Κάθισε στο κρεβάτι -- φάτσα τους -- και τους κοίταζε με το στόμα ορθάνοιχτο.Ήταν σκοτάδι κι όμως μπορούσε να τους δει -- να τους μελετήσει απ' την κορφή ως τα νύχια.Ο άντρας ήταν καμμιά πενηνταριά χρονών, πολύ ψηλός και δεμένος, σαν συνταξιούχος παλαιστής ή νταβάς το πιο πιθανό -- άλλωστε το σφιχτό πρόσωπό του σημαδευόταν από μια βαθειά ουλή που ξεκίναγε πάνω απ' το δεξί μάτι, το οποίο έλειπε, κι έφτανε ως την άκρη των χειλιών του. Έδειχνε όμως αριστοκράτης, έτσι με τα ασημιά μαλλιά του, το κατάμαυρο κοστούμι με τη χρυσαφιά καρφίτσα στη μαύρη -- πάλι -- γραβάτα. Στηριζόταν σ' ένα ασημί και μαύρο μπαστούνι που ακούμπαγε στο δάπεδο μέσω τριών κεφαλιών που -- σαν κέρβερος -- στόλιζαν τη βάση του.Αξιζε τον κόπο μιας προσεκτικότερης μελέτης ο προσκεκλημένος, μόνο που κάτι τέτοιο δεν έγινε, αφού δίπλα του στεκόταν η Γυναίκα.«Η γυναίκα» συνήθιζε να λέει στις παρέες, μετά από κάποια ποτηράκια «δεν έχει ποτέ συγκεκριμένη ηλικία. Έχει μόνο γέννηση, ωρίμανση, γέννα και θάνατο».Όμως το πλάσμα που στεκόταν μπροστά του, όχι μόνο δεν είχε ηλικία, αλλά και τίποτα δεν έδειχνε πως μπορούσε κάποτε να έχει γεννηθεί, να έχει κάνει έρωτα, να επαναληφθεί με αναπαραγωγή κι αποκλειόταν ποτέ να πεθάνει.Ήταν ψηλή, ίσως κι ένα εβδομήντα πέντε. Τα μαλλιά της, ίσια και μακριά, πέφταν πολύ κάτω απ' τους ώμους-- όμως δεν είχαν σαφές χρώμα. Σαν φωτισμένα από φωτορρυθμικό, κυματιστά άλλαζαν χρωματισμούς και αποχρώσεις απ' τις πιο γήινες ως τις πλέον ονειρικές, σαν κάθε μια και κάθε τι που είχε -- ως τότε -- αγαπήσει ή ονειρευτεί.Είχε δέρμα λευκό, κανονικά λευκό, εννοώ: Σαν χαρτί. ένα δέρμα που στήριζε ένα ουράνιο τόξο από μαλλιά. Είχε τεράστια γκρίζα μάτια, τα χείλη της χρωματιζόντουσαν από ένα νεκρικό μωβ. Το άσπρο φόρεμα φέγγιζε και, παρ' ότι ριχτό, κολλούσε πάνω της -- κάθε σημείο αναφοράς του φύλου της χρύσιζε μέσα απ' το ρούχο. Κάθε δάχτυλο των χεριών της ήταν στολισμένο μ' ένα τουλάχιστον χρυσό δαχτυλίδι, ήταν ξυπόλητη, τα νύχια ποδιών και χεριών φωσφόριζαν.
Όχι, δεν ήταν φάρσα. Ούτε στα έργα δεν γίνονται αυτά. Όνειρο ήταν. Όμορφο όνειρο. Αποφάσισε να το συνεχίσει.Κοίταζε ακόμα την κοπέλα -- όχι πια με την εξεταστική ματιά του μελετητή ενός έργου τέχνης, αλλά με το πάθος ενός γοητευμένου αρσενικού.Ο άνδρας του ζευγαριού είπε: «Είσαι σίγουρη ότι είναι αυτός;»Η γυναίκα άνοιξε το φοριαμό, έβγαλε από την αριστερή τσέπη του παντελονιού του το πορτοφόλι και πρότεινε την κίτρινη ταυτότητα στον συνοδό της. Όλα αυτά με τέτοια φυσικότητα που θα έπειθαν όχι μόνο εκείνον, αλλά τον καθένα ότι ζει ένα όνειρο. Ο άνδρας επέστρεψε την ταυτότητα χαμογελώντας, αποκαλύπτοντας υπερβολικά μακρείς κυνόδοντες [Από τα όνειρα σπάνια λείπουν οι βρυκόλακες. Το πρόβλημα είναι η ζωή, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία].«Καλό βράδυ» είπε στην κοπέλλα ο πενηντάρης. Και σ' εκείνον: «Σε παρακαλώ, στρατιώτη, μου ανοίγεις την πόρτα ... » Ο στρατιώτης του άνοιξε, ο κύριος βγήκε, ο στρατιώτης πήγε και κάθισε στο κρεβάτι για να ρουφήξει την εικόνα της γυναίκας, που σταμάτησε να κοιτάζει τα συστημένα γράμματα, και τον πλησίασε. Στάθηκε μπροστά του, το φόρεμά της ακούμπησε το πρόσωπό του -- αυτός ανατρίχιασε.Κι ο κόσμος ολόκληρος μύρισε το άρωμά της: κέδρος.Τα δαχτυλίδια της σχεδόν τον πλήγωσαν, καθώς τον τράβηξε κι έσφιξε το πρόσωπό του στο στήθος της.
Έμειναν έτσι για μερικές στιγμές, στιγμές που εκείνος χάθηκε μέσα τους, ταξιδεύοντας πίσω, σε κάθε δευτερόλεπτο που είχε ζήσει.Τον άφησε κι έκανε δυο βήματα πίσω, έτσι που να μπορεί να την βλέπει ολόκληρη.«Θες να πάμε μια βόλτα;» τον ρώτησε.Δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Πολύ περισσότερο αφού η γυναίκα , γονατισμένη, είχε αρχίσει να του φορά το παντελόνι. Σηκώθηκε όρθιος. Είχε χάσει πια κάθε έλεγχο. Αρκείτο να χαϊδεύει τα πολύχρωμα μαλλιά της, καθώς εκείνη του έδενε τα κορδόνια απ' τις αρβύλες. Τον έντυσε τέλεια, κούμπωσε κάθε τσέπη, όπως προβλέπεται. Πριν του φορέσει το τζόκεϋ τον φίλησε στο μέτωπο. Και στάθηκε στην πόρτα.«Πρέπει να την ανοίγεις πάντα εσύ».Την άνοιξε. Βγήκε πρώτη εκείνη, του πρότεινε το χέρι. Το έπιασε σαν για να κρατηθεί στη ζωή ή στο θάνατο. 'Η σε κάτι που έμοιαζε πολύ και στα δυο.Προχώρησαν. Όχι κάπου συγκεκριμένα. Απλώς προχώρησαν μέσα στο στρατόπεδο. Ένας φαντάρος με φόρμα αγγαρείας και τζόκεϋ κι ένα ξυπόλητο κορίτσι με άσπρο -- σαν χαρτί -- δέρμα, μαλλιά που άλλαζαν χρώμα, νύχια που φωσφόριζαν...«Αλτ, τις ει;» τους έκανε αναγνώριση ο νέος. Δεν έδωσαν σημασία. «Αλτ, τις ει;» επανέλαβε.«Έλα ρε σειρά, ο ταχυδρόμος είμαι».«Αλτ. Κανείς δεν περνάει αν δεν ξέρει τα συνθηματικά» · ο σκοπός είχε πάρει στα πολύ σοβαρά τον ρόλο του. Ψιθύρισε κι ένα νούμερο.«Έξι» είπε με τη φωνή του συνοδού της η κοπέλα.«Προχώρα στο παρασύνθημα».«Αλάβαστρος».«Ελεύθερος. Εξωτερική είσαι;» ρώτησε και του πρότεινε το βιβλίο.«Εγώ δεν είμαι εξωτερική. Εσύ είσαι μαλάκας. Για κατούρημα πάω» είπε. Και στο κορίτσι: «Ευτυχώς που ήξερες τα συνθηματικά. Είναι ψώνιο ο τύπος».Πριν τον φιλήσει, του χαμογέλασε. Τα μάτια της έλαμπαν σαν κάποιος να 'χε ρίξει, σπασμένον, έναν ολόκληρο αστερισμό στο καθένα τους. Τα δόντια της ήταν υπέροχα στοιχισμένα και έτσι τα δυο που εξείχαν δεν δίναν την αποκρουστική εικόνα των βρυκολάκων στα γκραν γκινιόλ έργα. Αντίθετα τον προκαλούσαν να τα αγγίξει ελαφρά με τα δάχτυλα. Πράγμα που έκανε, άλλωστε.Βρέθηκαν στον όρχο, να την ξεναγεί στις καναδέζες, τα τζιπ και τα στάγιερ, να γελάνε με το σαράβαλο το ασθενοφόρο.«Ελα, έχει πλάκα να το δεις από μέσα!».Το κορίτσι στεκόταν με τα μάτια της στραμμένα προς το έδαφος. Δεν χαμογελούσε πια.«Το σημάδι» είπε.«Τι πράγμα;».«Το σημάδι».Γύρισε κι είδε τον κόκκινο σταυρό.«Α ναι» χαμογέλασε. «Ξέχασα πως είσαι βαμπίρ». Την αγκάλιασε και προχώρησαν προς τα μαγειρεία, που για πρώτη φορά στην ιστορία του ενδόξου ελληνικού στρατού μύρισαν κέδρο.«Δεν σ' ενοχλούν οι σταυροί της σημαίας που είναι παντού;» τη ρώτησε.«Τους υπερασπίζεσαι εσύ» του απάντησε κολλώντας πάνω του.Συνέχισαν τη βόλτα στο στρατόπεδο. Οι άλλοι σκοποί δεν τους ενόχλησαν. «Ένας ακόμα παιγμένος, που δεν έχει ύπνο».Είχαν φτάσει, πια, μπροστά στο διοικητήριο.
Έκατσαν απέναντι απ' την είσοδο στα παγκάκια. Το συντριβάνι ειδικά εκείνη τη νύχτα δούλευε.«Ποια είσαι;» ρώτησε, έτσι, για να ρωτήσει. Το κορίτσι σηκώθηκε, στήριξε τα χέρια στους ώμους του κι άφησε τα μαλλιά της να πέσουν και να τυλίξουν το κεφάλι του. Και τότε κατάλαβε. Αν και η λέξη κατάλαβε δεν του έλεγε τίποτα πια. Είδε:Κάθε τρίχα των μαλλιών της ήτανε μια οθόνη. Και κάθε οθόνη μια ιστορία ζωής, έρωτα, θανάτου, κάθε στιγμή και μια τρίχα, κάθε στιγμή, κάθε τρίχα, μια ιστορία -- έγχρωμη υπερπαραγωγή, δίχως αρχή, δίχως τέλος, μόνο ζωή:Ανθρωποι να προσπαθούνε να σωθούν από πλημμύρες, τελετουργίες των Ινκας, αρχαίοι ναοί και διαπλανητικά ταξίδια, εκτελέσεις αθώων και γλέντια τρομερά, μάγισσες να πεθαίνουν στην πυρά, παιδιά να φιλιούνται, παιδιά ν' αυτοκτονούν, συγγραφείς να γράφουν, διαμάντινα βραχιόλια κλεμμένα από χέρια πριγκιπισσών, ιππότες, σφραγίδες για φοβερά μυστικά, επαναστάσεις που χάθηκαν, επαναστάσεις που άλλαζαν τον κόσμο μια τελεία, άλλες που δεν τον άλλαζαν διόλου, όλα να μπλέκουν, καθώς τα μαλλιά κουνιόντουσαν με κάθε ελαφρό φύσημα του αέρα κι εκείνος θεατής, εκείνος πρωταγωνιστής και θεός, και η γυναίκα πάνω του να ψιθυρίζει μαγικά κάθε διάλογο κάθε ιστορίας και με τα δάχτυλα να του πιέζει τους ώμους. Κι αυτός να θέλει να τα δει, να τα μάθει να τα ζήσει όλα.Της το είπε.«Ναι» του απάντησε. «Έτσι θα γίνει».Τράβηξε τα μαλλιά της, του έδωσε το χέρι της. Γύρισαν στο ταχυδρομείο. Της άνοιξε. Μπήκαν. Το κορίτσι με το χρώμα του χαρτιού έβγαλε το φόρεμα. Κι αν κάθε τρίχα των μαλλιών της ήταν και μια ιστορία, κάθε σημείο του άσπρου κορμιού της ήταν ολόκληρη η ιστορία ενός παρθένου, ανεξερεύνητου κι ανεξήγητου κόσμου.Στάθηκε για λίγο μπροστά του, ντυμένη μονάχα έρωτα κι άρωμα κέδρου. Κι έπειτα έσκυψε να του βγάλει τις αρβύλες. Τον έγδυσε. Σαν μάγισσα, σαν πόρνη και σαν ντροπαλό κορίτσι που πρώτη φορά θα δει άνδρα γυμνό. Κι έπειτα ξάπλωσε δίπλα του. Κι ένιωσε το σώμα, το αίμα, τα χείλη και τα δόντια της.
Την επομένη όλοι σχολιάσαν τα κοψίματα στο λαιμό του· ήταν ο πιο έμπειρος, λόγω ηλικίας, στο ξύρισμα δεν κοβόταν ποτέ. Δεν απαντούσε, απλώς χαμογέλαγε. Χαμογέλαγε κι όταν ο μάγειρας πήρε τιμητική απ' τον Ταξίαρχο, γιατί δεν βρώμαγαν -- αντίθετα μύριζαν υπέροχα -- τα μαγειρεία, χαμογέλαγε ακόμα κι όταν έφαγε την δεκάρα ο οδηγός του ασθενοφόρου με τον μουτζουρωμένο με φούμο και λάσπη ερυθρό σταυρό.Χαμογέλαγε ακόμα κι όταν ο τηλεφωνητής που διανυκτέρευε την προηγουμένη, τον ρώτησε τι ήταν αυτό που φώτιζε τη νύχτα το ταχυδρομείο.«Θα σου δείξω κάποιο βράδυ» του είπε.Και του έδειξε. Λίγα βράδια αργότερα, εκτός από το ταχυδρομείο άρχισε και το Κέντρο Επικοινωνιών να φωτίζεται μετά τα μεσάνυχτα κι έπειτα το ίδιο συνέβη με τη στρατονομία, τα εστιατόρια και το λόχο κι όλο το στρτόπεδο μύριζε κέδρο και έρωτα.
Ήρθαν έπειτα από μερικούς μήνες κι οι μεταθέσεις, σκόρπισαν, σκορπίσαμε όλοι οι φαντάροι της σειράς σε φρουρές τρίτου κύκλου, σ' όλη την Ελλάδα.Και, με τον καιρό, ένα φωτάκι από 'δω, μια λάμψη από 'κει, και η χώρα ολόκληρη μοσχοβόλησε κέδρο κι έλαμψε από τους στρατώνες της και οι στρατιώτες μετέτρεψαν την πλήξη και το θάνατο σ' απορία, έκπληξη κι έρωτα. κι η αγγαρεία δεν σκούπιζε τα πρωινά τη χρυσόσκονη των ονείρων· κι οι υποθήκες των ηρωικών μας προγόνων χώθηκαν οριστικά στα μουσεία, να κάνουν παρέα στις νεκροκεφαλές τους· και τα ασθενοφόρα δεν είχαν πια σταυρούς, γιατί δεν χρειαζόντουσαν πια ασθενοφόρα.Κι όλοι χαμογελούσαν, και κανείς επόπτης δεν τολμούσε να ενοχλήσει φαντάρο όταν εκείνος ονειροπολούσε στη σκοπιά.
Επίσης διαβάστε (του ιδίου)
[...] δημιουργία από την Taser International Inc. του Tasernet, ενός όπλου–συστήματος, το οποίο περιγράφεται ως “μη φονικό σύστημα άρνησης πρόσβασης σε περιοχή και προστασίας της δύναμης” – δηλαδή ένα όπλο απώθησης ανεπιθύμητων προσώπων. Ήδη το T-RAD, βασισμένο στην τεχνολογία Taser X26, αναμένεται να είναι επιχειρησιακά έτοιμο εντός του 2008. Η εξέλιξη όπλων που χρησιμοποιούν στα βλήματά τους τεχνολογία πιεζοηλεκτρικών κρυστάλλων –η οποία γίνεται εκ παραλλήλου από τρεις εταιρείες– θα δημιουργήσει βλήματα, τα οποία θα εκτονώνουν ηλεκτρισμό στο ανθρώπινο δέρμα. Ως “οχήματα” της πιεζοηλεκτρικής εκτόνωσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραδοσιακά βλήματα, λαστιχένιες σφαίρες κτλ. Η νέα τεχνολογία ονομάζεται “βλήματα-σοκ” και μπορεί να χρησιμοποιείται σε βεληνεκές 150-170 μέτρων. Η αμερικανική εταιρεία NSC-SOG φέρεται να πειραματίζεται από το 2005 με τις τεχνολογίες αυτές, όπως προκύπτει από τις σχέσεις που διατηρεί με 4.000 σωφρονιστικά ιδρύματα σε 14 χώρες. Η γνωστή εταιρεία Raytheon πειραματίζεται με “βλήματα παλμικής ενέργειας” (ΡΕΡ). Πρόκειται για ακτίνες λέιζερ, με βεληνεκές έως 2 χιλιόμετρα και οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να επιφέρουν πόνο με αποτέλεσμα την προσωρινή παράλυση. Μια μορφή ΡΕΡ θα είναι έτοιμη εντός του 2007. Η εταιρεία XADS προτείνει στον αμερικανικό στρατό το “τουφέκι πρόκλησης σοκ”. Πρόκειται για όπλο εκτόξευσης πλάσματος που μπορεί να ακινητοποιήσει τόσο μηχανές όσο και διαδηλωτές.
Παρά τις επανειλημμένες της υποσχέσεις, ότι θα βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσιά της, η ΝΙΚΕ μοιάζει να κάνει ακριβώς το αντίθετο.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, η πολυεθνική εταιρεία είχε δεχθεί πολλή κριτική για τις συνθήκες εργασίας στα ανά τον κόσμο εργοστάσιά της. Υποσχέθηκε ότι θα προχωρήσει σε αλλαγές βελτιώνοντας τις εργασιακές συνθήκες και αποδεχόμενη τα βασικά εργασιακά δικαιώματα -ακόμη και αυτό της δημιουργίας συνδικάτου!
Βέβαια οι υποσχέσεις ήταν ως επί το πλείστον κενές περιεχομένου. Απλώς η εταιρεία φρόντισε να προβεί σε αυτές σε κάποια λίγα εργοστάσιά της φροντίζοντας φυσικά και για την υπέρμετρη προβολή της βελτίωσης αυτής, μετατρέποντας την εξαίρεση σε κανόνα.Ένα από αυτά τα εργοστάσια, το BJ&B, βρίσκεται στη Δομινικανή Δημοκρατία και κατασκευάζει αυτά τα σούπερ γουάου καπελάκια μπέιζμπολ της ΝΙΚΕ (ΣτΜ: τα οποία όλως περιέργως δεν χωρούν ποτέ στο κεφάλι μου, μάλλον είμαι χοντροκέφαλος). Στο εργοστάσιο αυτό η βελτίωση ήταν τέτοια που μέχρι και συλλογική σύμβαση εργασίας υπογράφτηκε, η οποία προέβλεπε μισθούς πολύ πάνω από τους συνήθεις μισθούς πείνας που προσφέρει η NIKE.
Σε πολλούς δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα δύο ψευδαισθήσεις: πρώτον ότι είναι πιθανόν ακόμη και αυτός ο καπιταλιστικός κολοσσός να υιοθετήσει πιο φιλικές προς τον εργάτη πρακτικές και δεύτερον πως οι εργάτες με τις κινητοποιήσεις τους μπορούν να εξαναγκάσουν τις πολυεθνικές για καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Η ίδια η ΝΙΚΕ από την πλευρά της καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι για το “ανθρώπινό της πρόσωπο”. Βέβαια αυτό που ελάχιστοι μάλλον είχαν προσέξει ήταν ότι το BJ&B ήταν το ένα από τα μόλις δύο “μεταρρυθμισμένα” εργοστάσια σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Και φυσικά, η NIKE, μόλις νόμισε πως πλέον κανείς δεν θα το πάρει πρέφα, αποφάσισε, προ δύο εβδομάδων, να κλείσει το BJ&B με τη δικαιολογία ότι δεν είναι κερδοφόρο και ότι είναι αναγκασμένη να μεταφέρει τις εργασίες του στο Μπαγκλαντές και στο Βιετνάμ, δύο χώρες όπου επικρατούν άθλιες εργασιακές συνθήκες, τα μεροκάματα είναι σχεδόν μηδαμινά και απαγορεύεται η δημιουργία συνδικάτου βάσει νόμου.
Και όλα αυτά, για να κερδίσει μια πολυεθνική ένα ποσό μικρότερο από το ένα χιλιοστό του ετήσιου διαφημιστικού της μπάτζετ.ΥΓ. Ευχαριστώ το Παράλληλος Φώτο Εμέρτζενσι που χθες
διανυκτερευε!
Καθυστερημένο φωτορεπορτάζ: Η κατά Παναγιώτη Ψωμιάδη ημέρα της Γυναίκας...
Εντάξει, το μπούστο της Ελίνας Καντζά το έβαλα για πλάκα, έτσι για να μην υπάρχουν κενά στο κολάζ... Αλλά τα αποδέλοιπα είναι πολύ ρίαλ... Όπως και το τρυφερό ενσταντανέ με τη Βούλα την Πατουλίδου...
Και δήλωση τρομερή επίσης (θυμίζω, επ' ευκαιρία της Ημέρας της Γυναίκας):
"Όταν ήμουν ελεύθερος, με λάτρευαν, τώρα με θαυμάζουν".
Διάβαζα σήμερα τον Ιό της Ελευθεροτυπίας, και μέσα στη μέθη μου (προερχόμενη από βαρβαγιάννειον ουζο και ουχί από τον Ιόν αυτόν καθεαυτόν), θυμήθηκα ότι κάπου έχω αυτήν τη φωτό. Και είπα, εφόσον συνειδητά σιωπώ τελευταία, να αφήσω το... εκλεκτό πάνελ της φωτογραφίας να μιλήσει...
Μη με πείτε τώρα ότι θέτε και να σας τους ονοματίσω έναν προς έναν... Γνωστοί και μη εξαιρετέοι...
"Αγκάθι" ωστόσο φαίνεται ότι αποτελεί το γνωστό σε όλους μας "φιλί της ζωής", βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης ΚΑΡΠΑ, για το οποίο εκφράζονται ανησυχίες ότι μπορεί να μην είναι πρέπον να εφαρμόζεται από ιερείς.
Μα καλά, πλάκα μας κάνουν;
Επιπλοκή στην κύηση του Εξωμήτριου κόμματος που προέρχεται από σπέρμα του παρελθόντος ΠΑΣΟΚ και τις σάλπιγγες της Ν.Δ.
Τον ρόλο του τον απεκάλυψε ο Τύπος πριν ακόμη γεννηθεί.
Πρόκειται για κόμμα μιας χρήσεως, που προωθείται με ΚΡΑΤΙΚΕΣ επιχορηγήσεις για συγκεκριμένη αποστολή. Aξιος ο μισθός του. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν όμως οι σχεδιαστές του ότι δεν θα μπορέσει κυριολεκτικώς να σταθεί στο Ύψος αυτής της πληρωμένης αποστολής.
Δύο χέρια διεκδικούν το δικαίωμα θωπείας της παρειάς του νομάρχου και μονομαχούν μεταξύ τους. Το εξ αριστερών του νομάρχου δείχνει να έχει το προβάδισμα, όντας πολύ κοντά στην ποθητή θωπεία. Όμως το εκ δεξιών του νομάρχου ορμά στην αντεπίθεση και ανακόπτει την πορεία της ανταγωνιστικής χειρός. "Κάτω τα κουλά σου, είναι δικός μου!" μοιάζει να λέει αποφασιστικά η χειρ εκ δεξιών.
Στοιχηματίστε ον λάιν: Αποδοση χειρός εκ δεξιών 5,30 και εξ αριστερών 2,75. Υποχώρηση νομάρχου μόλις στο 1,15.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Δύο βέροι εκπρόσωποι της σαλονικιώτικης λαϊκότροπης ούλτρα πολιτικής ιντελιγκέντσιας, οι κύριοι Παπαθεμελής και Ψωμιάδης, σε τρυφερό ενσταντανέ σε κάποιο από τα γκαλά πολιτικού διαλόγου της συμπρωτεύουσας και πρωτεύουσας των Βαλκανίων.
Ωστόσο η απορία μου παραμένει: Ποιος διάολο είναι ο τύπος ο οποίος έχει τα απαιτούμενα balls για να διεκδικεί τον Πανίκα από τον Στελάρα; Και γιατί ο Ψωμιάδης έχει τόσο τρομοκρατημένο βλέμμα;