17 Ιουν 2015

Λιγούρης

Τώρα τελευταία, το πρωί ξυπνά χωρίς καφέ, αναβάλλει διαρκώς τη συγκεκριμένη απόλαυση, επιτείνοντάς την έτσι, μέσω της άρνησης, ώσπου δύο ώρες αργότερα, μην αντέχοντας άλλο, φτιάχνει έναν τσαπατσούλικο καφέ, τρέμοντας και χύνοντας τον περισσότερο στο πατωμα. Οι κόκκοι αλλά και οι σταγόνες του καφέ δείχνουν τις διαδρομές του εντός του σπιτιού. Σύντομες και επαναλαμβανόμενες, γραφείο-ψυγείο-βεσέ, σε διάφορες παραλλαγές. Θα έλεγε κανείς πως μεγάλα κομμάτια του σπιτιού δεν κατοικούνται. Ή πως έγιναν αποθήκες. Ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Ή βιβλιοθήκες. Αδιάβαστων βιβλίων.
Οι βιβλιοθήκες μάς δώσαν δύναμη.Το λέει και το τραγούδι.
Δεν θέλει δύναμη, απόλαυση θέλει.
Και βιβλία που στον τίτλο τους να έχουν τίγρεις.
Τόσο καιρό μάζευε βιβλία που στον τίτλο τους έχουν λέσχες: των αθεράπευτα αισιόδοξων, των περίεργων επαγγελμάτων, της αυτοκτονίας...
Τώρα θέλει βιβλία που στον τίτλο τους να έχουν τίγρεις.
Θυμόταν ότι έχει σίγουρα ένα, μπορεί και δύο, δεν ήταν σίγουρος και βούτηξε στη σκόνη, βρήκε ένα βιβλίο με τρεις τίγρεις, το άλλο το είχε δει στον ύπνο του σ' ένα βιβλιοπωλείο, αδιευκρίνιστο αν ονειρεύτηκε το βιβλίο και την ύπαρξή του ή αν όντως πήγε στο βιβλιλοπωλείο και τον πήρε πράγματι ο ύπνος εκεί αγκαλιά με το βιβλίο, κι όταν κοιμάται, ξέρεις, τρέχουνε τα σάλια του, όπως όταν πεινάει, άμα βρεις κάνα βιβλίο με σαλιωμένη τη σελίδα να τον συγχωράς, δεν είναι επίτηδες αηδιαστικός, απλώς έτυχε να πεινά εκείνη την ημέρα και θυμήθηκε που 'χε διαβάσει στο «όταν ο ήλιος» (νομίζει) της Ζωρζ Σαρρή τη φράση «όποιος κοιμάται τρώει», άρα πεινασμένος για πνευματική τροφή κοιμήθηκε αγκαλιά με το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο και του τρέξανε τα σάλια.
Περίεργα πράγματα.
Ό,τι κι αν πραγματικά συνέβη, ένα είν' το σίγουρο. Ξύπνησε, είτε στο σπίτι του, έχοντας ονειρευτεί το βιβλιοπωλείο, το βιβλίο και τις τίγρεις, είτε στο βιβλιοπωλείο αγκαλιά με το βιβλίο και με τις τίγρεις, ψέματα, όχι και αγκαλιά με τις τίγρεις, ξύπνησε πάντως πεινασμένος σαν τίγρης και μπήκε -ξανά χωρίς να πιει καφέ- στο πρώτο φαστφουντάδικο, ταχυφαγείο, σκουπιδοπωλείο, πες το όπως θες, που βρήκε μπροστά του.
Τον υποδέχτηκε ο μετρ, τού πήραν και παραγγελία, του σκούπισαν τα σάλια και του δώσαν κι ένα μαρτίνι να πίνει στο μπαρ, ήταν και δυο γκόμενες εκεί, που νόμιζε ότι του κάνουνε παρέα, κι άρχισαν ξανά να του τρέχουνε τα σάλια. Κοίταξε τριγύρω και σκέφτηκε. Ή μπορεί πρώτα να σκέφτηκε και μετά να κοίταξε. Αν και για να σου πω την αλήθεια μάλλον δεν σκέφτηκε τίποτε και καθόλου.
Αν μπορούσε να σκεφτεί, μπορεί να σκεφτόταν αυτό, καθώς έκανε ζουμ και κοντινά και τράβελινγκ από στόμα σε στόμα, από κοπτήρα σε κοπτήρα, από τραπεζίτη σε τραπεζίτη, καθώς άλεθαν σε διαφορετικές ταχύτητες αλλά με αξιοσημείωτη αφοσίωση την τροφή τους που τη βλέπουμε μέσα από τα μάτια του να γίνεται χυλός προτού κατέβει στο στομάχι ώστε να αρχίσει η διαδικασία της πέψης και μετά, τέλος πάντων, ας μη συνεχίσουμε πιο κάτω από την πέψη, ας πούμε λοιπόν ότι σκεφτόταν τα εξής καθώς έβλεπε τα στόματα -στόματα όλων των ειδών, άλλα κλειστά, άλλα ανοιχτά, άλλα σιωπηλά, άλλα φλύαρα, άλλα με κραγιόν και άλλα χωρίς-  να τρώνε:
Το μάτι είναι μια κάμερα, διαρκώς γυρίζει ταινίες της καθημερινής ζωής, μονοπλάνο συνήθως (ανάθεμα κι αν ταιριάζει εδώ αυτός ο όρος), χωρίς σενάριο, όλα βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό, χωρίς πρωταγωνιστές, όλοι κομπάρσοι (συνήθως), εκτός κι αν ο σκηνοθέτης (και καμεραμάν) είναι κάνας ψυχάκιας stalker και παρακολουθεί κάποιον συγκεκριμένο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μικρά καρεκλάκια στο ανακαινισμένο φαστφουντάδικο, όσο πιο μικρά γίνεται, αδύνατο να χωρέσουν οι κώλοι, άνεργοι χοντροί κώλοι καταναλωτών τζανκ φουντ σερβιρισμένου από τα χεράκια καλλίγραμμων και καλλίπυγων νεανίδων οι οποίες δεν καταναλώνουν αυτά που σερβίρουν ακριβώς για να μην καταλήξουν με χοντρό κώλο σε μικρά καρεκλάκια, άνεργοι χοντροί κώλοι καταθλιπτικών καταναλωτών που βρίσκουν ανακούφιση στο σκουπιδοφαγητό που το επιλέγουν μέσα από φωτοσοπαρισμένα μενού όπου τα πιάτα δείχνουν υπέροχα, χωρίς ατέλειες, με χορταστικές αναλογίες, χωρίς ρυτίδες, κυταρρίτιδα και περιττά παχάκια, άσχετα που τρώγοντάς τα αφού καθίσεις στα στενά καρεκλάκια αυτά παθαίνεις, περιττά κιλά, παχυσαρκία, και δεν υπάρχει ένα χάπι-φώτοσοπ (happyphotoshop, ιδού μια νέα πατέντα!) να σου δώσουν προτού καθίσεις στα στενά καρεκλάκια του ταχυφαγείου να μη φαίνεσαι τόσο ογκώδης και αστείος και κατά βάση περίσσειος καθισμένος πάνω σε αυτά, κι οι μόνες που δεν χρειάζονται φώτοσοπ είναι οι αψεγάδιαστες νεανίδες που σου σερβίρουν το φαγητό που θα σε κάνει να χρειάζεσαι φώτοσοπ προτού καθίσεις στο καρεκλάκι όπου τρως το φαγητό που σου σερβίρουν οι τύπισσες που δεν χρειάζονται φώτοσοπ και τις βλέπεις και σου τρέχουν τα σάλια και δεν ξέρεις από τι είναι, από την πείνα, κι αν είναι από την πείνα, τι είδους άσβεστη πείνα να 'ναι αυτή;


Δεν υπάρχουν σχόλια: