Τώρα τελευταία, το πρωί ξυπνά
χωρίς καφέ, αναβάλλει
διαρκώς τη συγκεκριμένη απόλαυση,
επιτείνοντάς την έτσι, μέσω της άρνησης,
ώσπου δύο ώρες αργότερα, μην αντέχοντας
άλλο, φτιάχνει έναν τσαπατσούλικο καφέ,
τρέμοντας και χύνοντας τον περισσότερο
στο πατωμα. Οι κόκκοι αλλά και οι σταγόνες
του καφέ δείχνουν τις διαδρομές του
εντός του σπιτιού. Σύντομες και επαναλαμβανόμενες, γραφείο-ψυγείο-βεσέ, σε διάφορες παραλλαγές.
Θα έλεγε κανείς πως μεγάλα κομμάτια του
σπιτιού δεν
κατοικούνται. Ή πως έγιναν αποθήκες. Ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Ή
βιβλιοθήκες. Αδιάβαστων βιβλίων.
Οι βιβλιοθήκες
μάς δώσαν δύναμη.Το λέει και το τραγούδι.
Δεν θέλει δύναμη,
απόλαυση θέλει. Και βιβλία που στον
τίτλο τους να έχουν τίγρεις.
Τόσο καιρό μάζευε
βιβλία που στον τίτλο τους έχουν λέσχες:
των αθεράπευτα αισιόδοξων, των περίεργων
επαγγελμάτων, της αυτοκτονίας...
Τώρα θέλει βιβλία
που στον τίτλο τους να έχουν τίγρεις.
Θυμόταν ότι έχει
σίγουρα ένα, μπορεί και δύο, δεν ήταν
σίγουρος και βούτηξε στη σκόνη, βρήκε
ένα βιβλίο με τρεις τίγρεις, το άλλο το
είχε δει στον ύπνο του σ' ένα βιβλιοπωλείο,
αδιευκρίνιστο αν ονειρεύτηκε το βιβλίο
και την ύπαρξή του ή αν όντως πήγε στο
βιβλιλοπωλείο και τον πήρε πράγματι ο
ύπνος εκεί αγκαλιά με το βιβλίο, κι όταν
κοιμάται, ξέρεις, τρέχουνε τα σάλια του,
όπως όταν πεινάει, άμα βρεις κάνα βιβλίο
με σαλιωμένη τη σελίδα να τον συγχωράς,
δεν είναι επίτηδες αηδιαστικός, απλώς
έτυχε να πεινά εκείνη την ημέρα και
θυμήθηκε που 'χε διαβάσει στο «όταν ο
ήλιος» (νομίζει) της Ζωρζ Σαρρή τη φράση
«όποιος κοιμάται τρώει», άρα πεινασμένος
για πνευματική τροφή κοιμήθηκε αγκαλιά
με το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο και του
τρέξανε τα σάλια. Περίεργα πράγματα.
Ό,τι κι αν
πραγματικά συνέβη, ένα είν' το σίγουρο.
Ξύπνησε, είτε στο σπίτι του, έχοντας
ονειρευτεί το βιβλιοπωλείο, το βιβλίο
και τις τίγρεις, είτε στο βιβλιοπωλείο
αγκαλιά με το βιβλίο και με τις τίγρεις,
ψέματα, όχι και αγκαλιά με τις τίγρεις,
ξύπνησε πάντως πεινασμένος σαν τίγρης
και μπήκε -ξανά χωρίς να πιει καφέ- στο
πρώτο φαστφουντάδικο, ταχυφαγείο,
σκουπιδοπωλείο, πες το όπως θες, που βρήκε
μπροστά του.
Τον υποδέχτηκε
ο μετρ, τού πήραν και παραγγελία, του
σκούπισαν τα σάλια και του δώσαν κι ένα
μαρτίνι να πίνει στο μπαρ, ήταν και δυο γκόμενες εκεί, που νόμιζε ότι του κάνουνε παρέα, κι
άρχισαν ξανά να του τρέχουνε τα σάλια.
Κοίταξε τριγύρω και σκέφτηκε. Ή μπορεί
πρώτα να σκέφτηκε και μετά να κοίταξε.
Αν και για να σου πω την αλήθεια μάλλον
δεν σκέφτηκε τίποτε και καθόλου. Αν μπορούσε να σκεφτεί, μπορεί να σκεφτόταν αυτό, καθώς έκανε ζουμ και κοντινά και τράβελινγκ από στόμα σε στόμα, από κοπτήρα σε κοπτήρα, από τραπεζίτη σε τραπεζίτη, καθώς άλεθαν σε διαφορετικές ταχύτητες αλλά με αξιοσημείωτη αφοσίωση την τροφή τους που τη βλέπουμε μέσα από τα μάτια του να γίνεται χυλός προτού κατέβει στο στομάχι ώστε να αρχίσει η διαδικασία της πέψης και μετά, τέλος πάντων, ας μη συνεχίσουμε πιο κάτω από την πέψη, ας πούμε λοιπόν ότι σκεφτόταν τα εξής καθώς έβλεπε τα στόματα -στόματα όλων των ειδών, άλλα κλειστά, άλλα ανοιχτά, άλλα σιωπηλά, άλλα φλύαρα, άλλα με κραγιόν και άλλα χωρίς- να τρώνε:
Το μάτι είναι
μια κάμερα, διαρκώς γυρίζει ταινίες της καθημερινής ζωής,
μονοπλάνο συνήθως (ανάθεμα κι αν ταιριάζει
εδώ αυτός ο όρος), χωρίς σενάριο, όλα
βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό, χωρίς
πρωταγωνιστές, όλοι κομπάρσοι (συνήθως),
εκτός κι αν ο σκηνοθέτης (και καμεραμάν)
είναι κάνας ψυχάκιας stalker και
παρακολουθεί κάποιον συγκεκριμένο,
αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μικρά καρεκλάκια
στο ανακαινισμένο φαστφουντάδικο, όσο
πιο μικρά γίνεται, αδύνατο να χωρέσουν
οι κώλοι, άνεργοι χοντροί κώλοι καταναλωτών
τζανκ φουντ σερβιρισμένου από τα χεράκια
καλλίγραμμων και καλλίπυγων νεανίδων
οι οποίες δεν καταναλώνουν αυτά που
σερβίρουν ακριβώς για να μην καταλήξουν
με χοντρό κώλο σε μικρά καρεκλάκια,
άνεργοι χοντροί κώλοι καταθλιπτικών
καταναλωτών που βρίσκουν ανακούφιση
στο σκουπιδοφαγητό που το επιλέγουν
μέσα από φωτοσοπαρισμένα μενού όπου τα
πιάτα δείχνουν υπέροχα, χωρίς ατέλειες,
με χορταστικές αναλογίες, χωρίς ρυτίδες,
κυταρρίτιδα και περιττά παχάκια, άσχετα
που τρώγοντάς τα αφού καθίσεις στα στενά
καρεκλάκια αυτά παθαίνεις, περιττά
κιλά, παχυσαρκία, και δεν υπάρχει ένα χάπι-φώτοσοπ (happyphotoshop, ιδού μια νέα πατέντα!) να σου δώσουν προτού καθίσεις
στα στενά καρεκλάκια του ταχυφαγείου
να μη φαίνεσαι τόσο ογκώδης και αστείος
και κατά βάση περίσσειος καθισμένος
πάνω σε αυτά, κι οι μόνες που δεν
χρειάζονται φώτοσοπ είναι οι αψεγάδιαστες
νεανίδες που σου σερβίρουν το φαγητό
που θα σε κάνει να χρειάζεσαι φώτοσοπ
προτού καθίσεις στο καρεκλάκι όπου τρως
το φαγητό που σου σερβίρουν οι τύπισσες
που δεν χρειάζονται φώτοσοπ και τις
βλέπεις και σου τρέχουν τα σάλια και
δεν ξέρεις από τι είναι, από την πείνα,
κι αν είναι από την πείνα, τι είδους
άσβεστη πείνα να 'ναι αυτή;
(ένα βαθιά συντηρητικό κείμενο) Το ταξίδι στον χώρο δεν
είναι λύση. Το ταξίδι στον χρόνο όμως
μπορεί και να είναι. Ίσως η μοναδική
λύση, που θα λύσει αυτομάτως τα προβλήματα.
Ολα τα προβλήματα. Ολων. Από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, μέχρι την ερωτική απογοήτευση,
την πίκρα αποκλεισμού από το γιούρο
2016, τα μεταλλαγμένα
τρόφιμα, τον πόλεμο για το νερό, την
ανισομερή κατανομή του πλούτου, το
ενεργειακό πρόβλημα του πλανήτη, την
κακή τηλεόραση, τη φτωχή ποιοτικά λογοτεχνική
παραγωγή. Ακόμη κι ο υπερπληθυσμός
μπορεί να αντιμετωπιστεί, χωρίς καν να
χρειαστεί να καταφύγουμε πάλι σε κάναν
παγκόσμιο πόλεμο, αρκεί να σηκωθούμε
να φύγουμε, όχι απ' εδώ αλλά από το τώρα,
όχι απαραίτητα όλοι, αλλά αρκετοί, όσοι
δεν γουστάρουμε, βρε αδερφέ, όσοι
μπουχτήσαμε, όσοι έστω και μια φορά
έχουμε κάνει στάτους ή τουίτ το γνωστό
«σταματήστε τον πλανήτη για να κατέβω», να φύγουμε λοιπόν
και να γυρίσουμε πίσω, σε μιαν οποιαδήποτε
εποχή της ανθρώπινης ιστορίας που μας
φαίνεται γοητευτικότερη, είτε την έχουμε
ζήσει είτε την έχουμε μελετήσει, είτε
δηλαδή στην Ελλάδα των αρχών του '80 είτε
στις ΗΠΑ του Αϊζενχάουερ, στην μπελ
επόκ, στην οκτωβριανή επανάσταση, στην
παρισινή κομμούνα, στην Αναγέννηση, ή
ακόμη πιο πίσω στο χρυσό αιώνα του
Περικλέους. Να σκορπιστούμε, αδέρφια,
στο χωροχρόνο κι άσε εδώ να σφάζονται
μεταξύ τους οι θεσμοί, οι φιλελέδες και
οι συριζαίοι. Επιστρέφοντας στο αθώο, υπέρoχο, εξιδανικευμένο παρελθόν -όπου τα πάντα μυρίζουν φρέσκα κουλουράκια και γεμιστά και το αεράκι φυσάει κάνοντας τα σχηματα και τους χώρους κάθε εποχής να λικνίζονται, σε απαλούς αλλά ζεστούς χρωματισμούς, σαν τα καβάκια κάτι καλοκαίρια που μαζεύαμε ροδάκινα και κάναμε διάλειμμα στον ίσκιο τους για φαγητό, τυρί, ψωμί και ντομάτες, και τα χαμόγελα των κοριτσιών ήταν αστραφτερά και γεμάτα υποσχέσεις, δίχως σφραγίσματα, τερηδόνα και λεκέδες από καφέ και νικοτίνη-
θα είμαστε άραγε σοφότεροι ώστε να μην
επιτρέψουμε να συμβούν τα ίδια λάθη που
μας φέραν ως εδώ; ή χάρη στην ασφάλεια
της σούπερ χρονομηχανής
θα πούμε να καεί το πελεκούδι, yeah
πυρί μειχθήτω μπέημπι
και, στην τελική, άμα χαλάσει η φάση και
στο παρελθόν, θα πάρω των ομματιών μου
και θα πάω κάποτε αλλού, μπρος ή πίσω,
τι σημασία θα 'χει; Πίσω στο χρόνο, λοιπόν, σε προσεχτικά
για τον καθένα επιλεγμένη εποχή, σε
μέρες αφθονίας, κρασιού, λουλουδιών, ανθισμένων κοριτσιών και κυρίως
αθωότητος, σε πλήρη αντιδιαστολή με τη
σημερινή ενοχή, συλλογική, που μας έχουν
φορτώσει αυτοί που μας οδήγησαν εδώ
πέρα. Τα έχει πει ο
Πίντσον, στο Ενάντια στη Μέρα, όταν κάτι
τύποι, από το μέλλον, οι οποίοι ζούσαν
τις τελευταίες μέρες του καπιταλισμού,
γύρισαν πίσω, στις αρχές του 20ού αιώνα,
για να σωθούν. Σύμφωνα με αυτό που κατάλαβα εγώ,
από εκείνες τις δέκα πιντσονικές αράδες,
κι όχι σύμφωνα με αυτό που θέλει να πει
ο Πίντσον, γιατί ο Πίντσον μπορεί να
θέλει να πει κάτι άλλο κι εγώ απλώς να
θέλω να καταλάβω κάτι άλλο, γιατί έτσι με βολεύει, σιγά μη σου δώσω και λογαριασμό, οι ταξιδιώτες
(μετανάστες, πρόσφυγες) του χρόνου
αναζητούν στο παρελθόν καταφύγιο από το παρόν τους, δηλαδή ξεφεύγουν
από μια εποχή λιμού, εξαντλημένων
αποθεμάτων καυσίμων και έσχατης ένδειας,
από ένα παρόν που σηματοδοτεί το τέλος
του καπιταλιστικού πειράματος, από τη
διάλυση της καπιταλιστικής ψευδαίσθησης. Αυτοί οι ταξιδιώτες (μετανάστες,
πρόσφυγες), επειδή μίλησαν ανοιχτά για
όσα έβλεπαν, αντιμετωπίστηκαν στην
εποχή τους, στο παρόν, ως αιρετικοί, ως
απόβλητοι, ως εχθροί του κυρίαρχου
οικονομικού δόγματος και αναγκάστηκαν
να μεταναστεύσουν διασχίζοντας τον
ωκεανό της τέταρτης διάστασης, δηλαδή
πραγματοποιώντας ένα ταξίδι στο χρόνο,
πίσω στο παρελθόν, που όμως κι εκεί δεν
τούς περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες,
αντίθετα τους αντιμετώπισαν ως εισβολείς,
ως παρείσακτους κι ως επικίνδυνους
χρονομετανάστες.
Εδινα μια μέρα μια
φανταστική συνέντευξη, δηλαδή της
φαντασίας, σε μια δημοσιογράφο με
φανταστικά, από άποψη ποιότητας, αλλά
καθ' όλα υπαρκτά πόδια, η οποία πολύ μ'
εκτιμούσε και με θαύμαζε και ήθελε να
μάθει ποια είναι τα επόμενά μου σχέδια
κι εγώ, άλλο που δεν ήθελα δηλαδή, σε μια
εκ βαθέων εξομολόγηση, άνευ προηγουμένου,
λόγου, αιτίας, σημασίας και ουσίας, τής είπα για
το όνειρό μου, που το 'χα δει πραγματικά
στον ύπνο μου, και όχι σε φάση φιλοδοξίας,
να φτιάξω ένα χίπστερ εστιατόριο πάνω
σε ξύλινο φράκτη και να σερβίρω μόνο
σκόρδα, και μετά που είχα δει το όνειρο,
ξανακοιμήθηκα και όταν ξύπνησα βρέθηκα
μέχρι το λαιμό μέσα στα σκατά ανήμπορος
να κουνηθώ, ανήμπορος να πάρω ανάσα, κι
απέναντί μου ένα ρινγκ και μέσα στο ρινγκ μια φανταστική,
από άποψη ποιότητας αλλά και της φαντασίας
μου προφανώς, γκόμενα κρατούσε κάτι
καρτέλες που αντί να γράφουν γύρος
πρώτος, γύρος δεύτερος, γύρος πίτα απ'
όλα, ή έστω ο τρίτος γύρος θα είναι ο
τελικός, μοβόρος, νικηφόρος και
κομμουνιστικός, έγραφε διάφορα κοινωνικά
φαινόμενα όπως «ΑΝΕΡΓΙΑ», «ΧΡΕΟΣ»,
«ΑΝΑΠΤΥΞΗ», «ΜΝΗΜΟΝΙΑ», «ΝΗΣΟΙ ΦΕΡΟΕΣ»,
«ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ», «ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ», «ΝΑΟΜΙ
ΚΛΑΪΝ», «ΠΑΣΧΟΣ», «ΜΑΡΚΟΣ ΣΕΦΕΡΛΗΣ
ΚΑΒΓΑΣ ΜΕ ΟΥΓΓΑΡΕΖΟ», και μεσα στο ρινγκ
γινότανε χαμός, πλακώνονταν ο κόσμος,
ο καθείς έλεγε τα δικά του, άλλος όταν
έβγαινε η καρτέλα «ΑΝΕΡΓΙΑ» έπαιζε
μπουνιές ότι ο Μάρκος είναι καλό παιδί
και υποτιμημένος ηθοποιός, τα 'χει γράψει
από παλιά ο Γεωργουσόπουλος σε μια
αποθεωτική για τον Μάρκο κριτική, και
όταν έβγαινε η καρτέλα «ΝΗΣΟΙ ΦΕΡΟΕΣ»
κάποιοι παίζανε κλωτσιές ότι η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πασοκίζει και κάνει ρουσφέτια
και αυτό φταίει για την χτεσινή ήττα
2-1 και άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι και
τα δύο γκολ τα φάγαμε από τ' αριστερά,
και όσο εγώ στεκόμουν μέσα στα σκατά, ανήμπορος
να κινητοποιηθώ, να πάρω θέση και να
μιλήσω, με ζάλιζαν κάτι σκατόμυγες, που
τρέφονταν από τα δικά μου τα σκατά και
μετά κάνανε σιέστα πάνω στη μούρη μου,
στη μύτη μου, στα μάτια μου και στ' αυτιά
μου και πάνω στα χείλη μου που ερμητικά
κλειστά κρατούσα φοβούμενος μην τυχόν
καταπιώ καμιά απ' αυτές τις μύγες αμάσητη
και έκανα υπομονή περιμένοντας τη
βοήθεια να έρθει από τα αριστερά και να με
βγάλει από τα σκατά ή έστω έναν ψεκασμό
από τα ψηλά, να με γλιτώσει από τις μύγες,
κι εντέλει το πήρα απόφαση, είχα αρχίσει
να βρωμάω, ξύπνησα και πήγα να κάνω
μπάνιο.
Η κυρία που έμενε στο
διπλανό διαμέρισμα, κάθε φορά που μ'
έβλεπε, έφτυνε. Δεν ξέρω αν έφταιγα εγώ
ή το γεγονός ότι κάπνιζε πολύ. Κατοικούσε στο διπλανό
διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας του
εβδομήντα-κάτι, που τότε, στα παιδικά
μου χρόνια, τη δεκαετία του '80 δηλαδή, δεν είχε
προλάβει ακόμη να παλιώσει πάρα πολύ.
Και μπορεί τότε ακόμη να μην υπήρχε στη
ζωή μας ένα τόσο υπέροχο όσο και σουρεαλιστικό πράγμα όπως το
TedX-Ανώγεια, αλλά ήξερα καλά από
ανώγεια γενικότερα και όχι της Κρήτης.
Διότι εκείνα τα διαμερίσματα, δίπλα-δίπλα,
και ανάμεσά τους μια εξωτερική σκάλα, που
ανέβαινε στην είσοδο της πολυκατοικίας,
δεν ήταν άξια να αποκαλούνται του πρώτου
ορόφου. Ήσαν ανώτερα από υπόγεια
(προφανώς) αλλά και από ισόγεια, όχι ωστόσο αρκούντως υψηλά ώστε να λογίζονται διαμερίσματα του πρώτου
ορόφου. Κατώτερα του πρώτου ορόφου κατά γενική ομολογία αλλά και σύμφωνα με τους νόμους της κτηματαγοράς, ευφημιστικώς, μπορεί και λανθασμένως, αποκαλούμενα ανώγεια. Ταιριαστά
με την κοινωνική τάξη. Σίγουρα όχι
πλούσιος, ούτε και άνετος, απ' την άλλη
όχι φτωχός, παρότι εργάτης. Μικροαστός
σχεδόν αλλά οχι ακόμα. Δεν τις ήξερα
αυτές τις λέξεις τότε. Και μετά που τις έμαθα, δεν τις κατάλαβα, να πω την αλήθεια. Ήξερα μόνο ότι
το μπαλκόνι μας ήταν αρκετά χαμηλό ώστε
να μπορώ να σκαρφαλώνω εν ανάγκη από κει ή καμιά φορά να βάζω
μια αυτοσχέδια μπασκέτα για να παίζω μπάσκετ.
Κάρφωνα κιόλας. Αμέ.
Η κυρία, λοιπόν, που
έμενε στο διπλανό ανώγειο από μας και
έφτυνε κάθε φορά που μ' έβλεπε είτε γιατί
με σιχαινόταν είτε γιατί κάπνιζε πολύ,
έμενε με την οικογένειά της σε ένα διαμέρισμα που ήταν μισό από το ούτως ή άλλως μικρό
δικό μας. Κι αν καμιά φορά απορούσα πώς
χωρούσαμε τέσσερις άνθρωποι σε 50κάτι
τετραγωνικά, σκέψου απορία που την είχα
για τους διπλανούς. Ισως γι' αυτό έφτυνε
χάμω όποτε περνούσα από μπροστά της.
Τέλος πάντων γιατί στα
λέω όλα αυτά; Να, σήμερα βρέθηκα, χωρίς
να καταλάβω πώς, στο λογαριασμό τουίτερ
της μεγαλύτερης ελληνίδας τηλεπαρουσιάστριας
τη δεκαετία του '90. Και θυμήθηκα που ένα
απόγευμα, αρχές – μέσα των 90s,
καθόμουν στο μπαλκόνι ακούγοντας Σουέντ ή Στερεο Νόβα ή και
κάτι άλλο, δεν έχει σημασία, και ξαφνικά
σταμάτησε ένα βανάκι τηλεοπτικού
συνεργείου και από πίσω ένα άλλο
αυτοκίνητο, δεν θυμάμαι τη μάρκα, ποτέ δεν ξεχώριζα τις μάρκες, μόνο τα ζάσταβα, και βγήκε αυτή φορώντας ένα
πολύ αυστηρό συνολάκι, τύπου επαγγελματικό
κουστούμι, κι όλοι μαζί, αυτή και το
συνεργείο, ανέβηκαν τη σκάλα, μπήκαν
στην είσοδο, χτύπησαν την πόρτα της
διπλανής, μπήκαν μέσα, έκατσαν καμιά
ώρα και φύγανε. Δεν είδα ποτέ την εκπομπή
στην τηλεόραση, δεν ξέρω τι έδειξε για
τη διπλανή. Σίγουρα πάντως δεν την έδειξε
να φτύνει κάθε φορά που περνούσα από
μπροστά της, είχε γιατί ήμουν σίχαμα
είτε γιατί κάπνιζε πολύ. Έκτοτε,
παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου για επαγγελματική, καλλιτεχνική, προσωπική και κάθε άλλου είδους επιτυχία,
κανείς άλλος διάσημος ή σημαντικός δεν
ανέβηκε τις σκάλες της
πολυκατοικίας.
Στην Κοραή φυσάει. Ο τύπος παραδίπλα μου στρίβει τσιγάρο. Ο αέρας παίρνει τον καπνό από τα χαρτάκια πριν
στριφτει το τσιγάρο και μού τον φέρνει στη μάπα, ενοχλημένος κλείνω τα μάτια και δεν προλαβαίνω να πάρω μάτι των κοριτσιών τις φουστίτσες που τις σηκώνει ο αέρας. Ενας γερομεσήλικας με Τα Νέα κάτω
απο τη μασχάλη πιάνει κουβέντα με το κτίριο της τράπεζας στη γωνία,
πάλι κλειστοί αυτοί οι εβραίοι, λέει - το κτίριο, περιέργως, εμμένει στην αρχική και προκλητική σιωπή του. Μια βαριεστημένη γκαρσόνα, ίσως η πιο βαριεστημένη γκαρσόνα στον κόσμο αυτή τη στιγμή, τετάρτη
μάλλον, δεν ξέρω πόσο ούτε και ποιου μήνα, κλωτσάει βαριεστημένα και με
απαράμιλλο στιλ μακριά από τα τραπεζάκια τα ψιχουλα που βαριεστημένα κάποιος τάισε στα περιστέρια. Το βλέμμα παρακολουθεί τα μακριά της πόδια να κλωτσούνε τα ψίχουλα, τα δε περιστέρια, χωρίς να τα κλωτσά κανείς και αδιάφορα για τα καλλίγραμμα πόδια, ακολουθούν τα ψίχουλα. Ενας φίλος μπαίνει σε ενα μπαρ
και βλέπει τον Σελίν, που 'χει πεθάνει χρόνια τώρα. Κάθεται δίπλα του, παραγγέλνει ποτό και τον βρίζει. Φασίστα, μισάνθρωπε, βρωμερό σιχαμένο σκουλήκι. Ο Σελίν δεν απαντάει. Οι νεκροί δεν μιλάνε. Ο φίλος και ο Σελίν πίνουν σιωπηλοί. Εξω ακόμα φυσάει. Ξυπνώ σφηνωμένος στο πολύ στενό κάθισμα του αεροπλάνου, έχοντας μόλις ονειρευτεί τους φίλους μου. Το αεροσκάφος αδειάζει. Το σωστικό συνεργείο έρχεται με λοστούς, ιμάντες, τρυπάνια και σαπούνι υγρό να ξεσφηνώσει από το κάθισμα τον χοντρό. Μια αεροσυνοδός γελάει. Η ζωή (της) είν' ωραία κι ο κόσμος (της) όμορφος, σιγά μην κάτσει να σκάσει.
Κάτι τρομερό, αδιανόητο, ειχε συμβεί, ο ΠάνωςΚ είχε εξαφανιστεί, εγκαταλείποντας άνανδρα την πάλη με το υπερεγώ του, κι ο ντετέκτιβ ερευνητής Παναγιώτης Συγκαμμένος, χρόνια τωρα της ζωής του παρατηρητής, έμμισθο όργανο του υπερεγώ, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα σκόρπια στοιχεία, έμμετρα sms-προϊόντα υποκλοπής, ΣΤΟ ΒYΘΟ ΤΗΣ ΛIΜΝΗΣ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΕΨΑΧΝΑ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ ΜΑ ΑΝΑΚΑΛYΨΑ ΠΩΣ ΕΧΩ ΤΕΡΗΔΟΝΑ, φήμες, ανώνυμες καταγγελίες και ύποπτες αναφορές λέγαν πως ο συμπαθής εξαφανισθείς ειχε τολμήσει να αφεθεί σε αγκαλιές και χέρια φίλων, κι είχε μάλιστα γελάσει, ίσως δε και -άκουσον άκουσον!- συγκινηθεί, κάπως κρυφά ωστόσο, και ειχε νύχτα τις βίλες πλουσίων στην εκάλη λεκτικά βανδαλίσει, σαρκοβόρα βατράχια στις πισίνες ειχε ρίξει, ειχε μάλιστα και αμετανόητα μεθυσμένους συνεργούς, που νωρίτερα μαζί ειχαν βουτήξει στο ηλιοβασίλεμα με κρασί και τεκίλα, οι φήμες λέγαν ωστόσο πως ο πάνωςκ μια μέρα θα γυρίσει και τότε -μονολόγησε ο ντετέκτιβ Συγκαμμένος- θα σου δείξω αρχιδάκι εγώ τι έχεις να πάθεις που τόλμησες να φύγεις, να εξαφανιστείς, να πας κάπου αλλου και να χαρείς.