3 Φεβ 2015

Φονεύς γραμμάτων

Μέτρησε με τα δάχτυλα ανοιγοκλείνοντας άναρθρα τα χείλη: μία, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οκτώ, εννιά, ουφ, ευτυχώς, γιατί σε λίγο θα του τελειώνανε τα δάχτυλα των χεριών και θα έπρεπε να συνεχίσει με των ποδιών και η μια του κάλτσα ήταν τρύπια, ρεζίλι θα γινόταν πάλι, όπως εκείνη τη φορά στη Δροσοπούλου με το σκισμένο μπατζάκι κάθετα από πάνω στ' αριστερό κωλομέρι μέχρι τον αστράγαλο, την ένατη μέρα λοιπόν από την ανάδειξη της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στον τόπο, τα λαχούρια ήταν πάλι στη μόδα, τα μούσια των χίπστερς γυάλιζαν στο φως το ήλιου γεμάτα φύλλα σπανακοτυρόπιτας, στην προβλήτα τα πιτσιρίκια άραζαν, yo (επιρροή Μπογδάνου), φωνάζοντας το ένα στον άλλο «ρε μαλάκα δώσμου πίσω τον αναπτήρα», μια ξανθούλα έβγαζε βόλτα το λυκοσκυλάκι της κι η ελπίδα, λυγερόκορμη, στεκόταν αμήχανη από την μάλλον ψυχρή έως και εχθρική υποδοχή μπροστά στα ράφια του βιβλιοπωλειου. Επιασε στα χέρια της ένα βιβλίο, τον Ηχο των Πραγμάτων όταν Πέφτουν, πάρ'το, πάρ'το είναι αριστούργημα, θέλησε να της φωνάξει, μα δίστασε, φοβήθηκε πως η φωνή του θα είχε τον ήχο των ανδρών όταν την πέφτουν στα κορίτσια. Θύμωσε μετά, όταν την είδε να το αφήνει αδιάφορα στη θέση του. Απελπισμένος από το κακό γούστο της ελπίδας, αναρωτήθηκε ποιος πουτάνας γιος είπε τον Σοπέν τιποτένιο και μετά αναρωτήθηκε μήπως δεν το αναρωτήθηκε ο ίδιος αλλά το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του και που στην πρώτη του σελίδα έγραφε τα εξής καταπληκτικά:


Πριν γυρίσει σελίδα, με την άκρη του ματιού του είδε την ελπίδα να φεύγει με άδεια χέρια από το βιβλιοπωλείο. Η απελπισία στρογγυλοκάθισε μέσα του, που όπως και το έξω του είχε σχήμα στρογγυλό: τόσα βιβλία για διάβασμα κυκλοφορούσαν διαρκώς, καθημερινά, χώρια τα τόσα που δεν είχε προλάβει ακόμα να διαβάσει, άσε δε τα τόσα που -το ήξερε- δεν θα προλάβαινε ποτέ του να διαβάσει κι ας αγόραζε διαρκώς. Τα λεφτά του τελείωναν κι η υπομονή του με την κατάσταση αυτή το ίδιο.
Οι καιροί ου μενετοί, σκέφτηκε, ενας οπορτουνιστής το 'χε γράψει, παλιά, σε μιαν σταλινική εφημερίδα και του 'χε μείνει – το μοναδικό πράγμα που κράτησε από τον σταλινισμό μαζί με τις γλυκιές αναμνήσεις. Οι καιροί ου μενετοί, έπρεπε να δράσει. Οταν κάτι σε κάνει δυστυχή, πρέπει να εξαλείψεις την πηγή της δυστυχίας. Ηταν δυστυχής εξαιτίας των βιβλίων. Τα βιβλία ήταν η αιτία του κακού, έπρεπε να εξαφανιστούν. Για αρχή θα έκαιγε το βιβλιοπωλείο. Ολα τα βιβλιοπωλεία. Μα δεν αρκούσε αυτό: εκδότες, συγγραφείς, όλοι αυτοί. Μαζικές δολοφονίες. Προληπτικά θα σκότωνε και όποιον είχε συγγραφικά ταλέντα. Αλλωστε ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα, έτσι δεν λένε; Μόνον έτσι, λοιπόν, δικά του όλα τα βιβλία.
Πριν όμως αναλάβει δράση, θα έγραφε αυτήν την ιστορία, τη δική του, προφητεία μαζί και μανιφέστο, μελλοντική προκήρυξη ανάληψης ευθύνης και απολογία. Θα εξέδιδε μυθιστόρημα για τον μανιακό δολοφόνο της γραφής, που σκότωνε συγγραφείς, εκδότες, αναγνώστες, εμπρηστή που τοποθετούσε βόμβες στα βιβλιοπωλεία. Με αυτό θα τάραζε συθέμελα την παγκόσμια λογοτεχνία.
Τέτοια σκεφτόταν και στην καρδιά του φούντωνε η ελπίδα. Μέσα στο βιβλιοπωλείο έβρεχε κι οι βιβλιόφιλοι τον κοιτούσαν καχύποπτα κάτω απ' την ομπρέλα τους. Πεινούσε κιόλας και στο ψυγείο είχε σιρόπι για το βήχα, μια μαγιονέζα και μισό λάχανο από τον περασμένο μηνα.

(το κείμενο της φωτογραφίας, που ελπίζω διαβάζεται εύκολα, είναι από τα «Ερωτευμένα Φαντάσματα» του Πάκο Ιγνάσιο Ταϊμπο ΙΙ, εκδ. Αγρα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: