H οθόνη άναψε, έσβησε, άναψε, έσβησε, αναβόσβησε σαν να λέμε. Οταν η εικόνα επανήλθε, ήταν τα γενέθλια του Πουρουπουπού και η ΠΓ του ΣΥΝ τού ετοίμαζε πάρτι-έκπληξη με ειδικούς καλεσμένους τον Γιώργο Νταλάρα, που θα ερμήνευε τη μεγάλη του επιτυχία “Ποροποπόμ ποροπο πέρομ ποπόμ”, και τον βετεράνο ηθοποιό, αποτυχημένο Τζέημς Μποντ, μεταμφιεσμένο σε σάχη της Αραβίας να μοιράζει πούρα και ρολόγια στους προσκεκλημένους. Το πορτοκάλι είναι μια απάτη, τη βιταμίνη C τη βρίσκουμε στου μπρόκολου το χάρτη, είχε ξεκωλιαστεί να φωνάζει το ξανθό ξέκωλο απ' το Κατάκωλο στο παραδιπλανό κανάλι. Η οθόνη άναψε, έσβησε. Ελα μωρό μου να σε πατεντάρω, έλα Σταχτομπούτα μου να σου βάλω το τσιμεντένιο σου γοβάκι, σκλάβα μου για πάντα, μωρό μου... Η οθόνη άναψε, έσβησε, και μια ομιλούσα κεφαλή πάνω σε χελώνα της ερήμου απευθύνθηκε στο διψασμένο για γνώση φιλοθέαμον, αιθεροβάμον κοινό: Χάρη στο νέο, ελαφρύ, σούπερ αδυνατισμένο τσιμέντο, είμαστε σε θέση να κατασκευάσουμε το δικό σου, ναι το δικό σου, αποκλειστικά και παντοτινά δικό σου τσιμεντένιο γοβάκι, πλήρως προσαρμοσμένο στη δική σου την πατούσα. Επιστημονικές έρευνες δεκαετιών έχουν αποδείξει πως... η οθόνη άναψε, έσβησε, αναβόσβησε σαν να λέμε, ζουμ στα γεγονότα: Στον κόσμο μου η “Εποχή” έχει ξεπουλήσει 100.000 φύλλα απ' τις 10 το πρωί, ρωτώ με λαχτάρα τον περιπτερά “μπας κι έχει ξεμείνει καμιά Εποχή;”, το πιτ μπουλ του, γαβγιμανίζοντας κουβερτώνει την ερώτησή μου, “σςς” κάνω του σκύλου, “μην τον φοβάσαι” μου λέει ο περιπτεράς, “δεν γαβγίζει εσένα, να σου εξηγήσω: τους βλέπεις εκείνους τους δύο που περνάνε; Ο Ράμπο τους μυρίζεται τους ξένους, Ρουμάνους, Ρώσους, Αλβανούς, και μόνον αυτούς γαβγίζει”, θέλωντας να τον κατατροπώσω με επιχειρήματα έριξα μια δολοφονική ματιά στον περιπτερά, ο οποίος έμεινε στον τόπο, με μπαγλαρώσανε, με πήγαν μέσα για δολοφονία εκ προθέσεως, ο δικηγόρος μου με έβγαλε έξω, βρε δεν τον βλέπετε κύριοι δικασταί, είναι αθώος, “ευτυχώς, μιλάς ελληνικά, αλλιώς δεν θα αναλάμβανα την υπόθεσή σου, έχω βαρεθεί να έχω πελάτες άραβες, αλβανους, βάρβαρους μετανάστες, μη με κοιτάς στραβά με το δολοφονικό σου βλέμμα, δεν είμαι ρατσιστής, απλώς speak greek or die”, η οθόνη άναψε, έσβησε, στην πλατεία Αριστοτέλους η Διεθνής Αμνηστία έσωζε τον κόσμο, “καλημέρα, ενδιαφέρεστε για τα ανθρώπινα δικαιώματα;" τόλμησε να με αρωτήξει νεαρά με τσιμεντένια γοβάκια, το βλέμμα μου ήτανε τόσο δολοφονικό (“αγόρι με το θα 'θελε να είν' γαλάζιο δολοφονικό βλέμμα σκοτώνει νεαρή ζηλώτρια ΜΚΟ: βαθμοί 30”) που έμειναν απ' αυτήν μόνο τα γοβάκια, “και ορίστε η απόδειξη, βγαλμένη απ' τη ζωή, πως τα νέα τσιμεντένια γοβάκια του οίκου μας αντέχουν και στις σκληρότερες καθημερινές αντίξοες συνθήκες”, άναψε, σβήσε, αναβόσβησε, λέμε ρε, “μπάσταρδοι... μπάσταρδοι, ρε είναι μπάσταρδοι”, ποικιλέβρισε. Τον εκοίταξα με ενδιαφέρον, όχι δολοφονικά, σίγουρος πως αναφέρετο στις πυρκαγιές εις την Αττικήν. “Οι μπάσταρδοι οι Σκοπιανοί”, απάντησε στη βλεμμαπορία μου δείχοντάς μου δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο μαυροπουκαμισάς ομιλών απταίστην βορειοελλαδική, σε φορείο, απειλεί νεαρά γιατρίνα, “ Ξες τι δουλειά κάνω εγώ; Αφού ρε Σούλα το ξέρεις ότι τρελαίνομαι όταν σε παίρνω και δεν το σηκώνεις, ρε τρελαίνομαι σε λέω, καταλαβαίνεις;”. Πονεί ο πόδας του, τον τσίμπησε μια σφήκα τον παλικαρά και σκούζει και οδύρεται στο παγωμένο πλακόστρωτο του καθολικού οικοτροφείου, εξοπλισμένος με τεραστίων διαστάσεων ραδιοκασετόφωνο, φορώντας περιβολή χιπ χοπ, πατεί το πλέη. Οι ήχοι του Ακάζα Ντιρένε πλημμορονυχτίζουν. Κοίταξε με λαχτάρα προς το παραθύρι της, ερμητικά κλειστό. Ξάφνου μια αγελάδα στάθηκε πίσω του, βάλθηκε κι αυτή να κοιτά με αγωνία το τριπλοκλειδωμένο παραθύρι της τρισχαριτωμένης άφαντης τρισαγαπημένης. Τρεις η ώρα το πρωί, η κασέτα είχε τελειώσει. Ο Τσίπρας έπεσε στα γόνατα, ξέσπασε σε λυγμούς: θέλω να γίνει έχταχτο συνέδριο τώρα! Τώρα, τώρα, τώρα! Την ίδια στιγμή, στο πάρτυ του Πουρουπουπού, ο Νταλάρας απέτιε φόρο τιμής στο μεγάλο νεοέλληνα συνθέτη και τραγουδιστή Αννίκο Καρβίσση: Πάρε με στην αγκαλιά σου, γέμισε με από φιλιά, Κάνε με απόψε δικιά σου, αύριο ίσως να ναι αργά, Τώρα τώρα τώρα τώρα, ό,τι γίνει τώρα τώρα τώρα, Τώρα τώρα τώρα τώρα, ό,τι γίνει τώρα τώρα τώρα που νιώθουμε ακόμη παιδιά. Η αγελάδα, κρυμμένη πίσω απ' τον Αλέξη, του μίλησε λόγια γλυκά, παρηγορητικά, λόγια γεμάτα σοφία, ελπίδα και αγάπη. Τον βοήθησε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Του μιλούσε σε άπταιστα αγελαδινά, ο Αλέξης της απαντούσε σε κακά ελληνικά, μα εγώ τους καταλάβαινα και τους δυο. Αλλωστε ήταν φανερό, το μέλλον μας είναι ο αγελαδοκομμουνισμός, τη στιγμή που ο επελαύνων θειτσακισμός πυροβολούσε με στόμα βαμμένο στραβά με κόκκινο κραγιόν: Ποιος θα πιάσει γρηγορότερα τη μεγαλύτερη κατσίκα; Με την κατσίκα στον ώμο, φορώντας μόνον ένα λεκιασμένο κασκορσέ κελαηδούσα στης εκκλησίας το στασίδι και γύρω μου το σούσουρο μεγάλωνε: Είναι χονδρός, είναι αξούριστος, ειναι γυμνός, την έχει μικρή, έχει όμως μεγάλα αρχίδια, μπα μάλλον αυτός είναι μεγάλο αρχίδι, όχι εμένα μου είπανε ότι πρόκειται περί εξαιρέτου νέου, εξ ιδίας εμπειρίας σας πληροφορώ ότι είναι ποδολάγνος, περδολάγνος, φενακιστής, πριαπιστής, κουρασμένος μπλόγκερ, απελπισμένος άνθρωπος, πρώην συνασπιστής, πολιτικά κλοσάρ, ψώνιο ολκής και παλιοχαρακτήρας. Ο,τι κι αν είναι, μωρά μου -ο Παπά Μπίζνας ξεπρόβαλλε απ' το ιερό βήμα κραδαίνοντας το μικρόφωνο ως άλλος Ρόμπερτ Πλάντ και πίνοντας μονορούφι ως άλλος Τζον Μπόναμ απ' το μπουκάλι τη μαυροδάφνη της Θείτσας Κοινωνίας- ο τύπος με το κασκορσέ, αυτός με την καράφλα, με το μούσι, τα στραβά μαλλιά και τα αχτένιστα γυαλιά, νηφάλιος σίγουρα δεν είναι.
Ο πιο γνωστός ανά τον κόσμο Χάρις είναι η Χάρις Αλεξίου, άντε βαριά-βαριά και η Χάρις του Κυρίου Υμών Ιησού Χριστού (ο δε Σιανίδης, για κάποιους το απόλυτο φαβορί, χρειάζεται πολλά ενσταντανέ ακόμη, ώστε να ανέβει στην πρώτη τριάδα, υποσκελίζοντας τον Χάρη Αλευρόπουλο). Ο πιο γνωστός ανά τον κόσμο Μπλανκ είναι ο Σνιφάρο Μπλάνκο, γνωστός κολομβιανός διανοητής και ερευνητής του ασυνειδήτου και της κούφιας γης της Σαλαμίνας, κάτω απ’ την οποία μένουνε αλκοολικά τρολ και ξαδέρφια του Λεγκολας του Ξωτικού. Εξίσου γνωστός και ο Μανόλης Μπλανκ, ο οποίος έδωσε το ονομά του στα υποδήματα που τόσο λατρέψαμε να λατρεύει η Κάρι Μπράντσο, τα Μανόλο Μπλάνικ. Το Everything you know is wrong (το ιστολόγιο των μεγάλων αποκαλύψεων και των ακόμη μεγαλύτερων παρενθετικών προτάσεων, το ιστολόγιο που εσείς έχετε αναδείξει ως νούμερο δύο στον κόσμο, σύμφωνα με στους πίνακες της Αλέξα, πίσω μόνον απ’ το πρωκτικό, πράγμα το οποίο μόνον ως φυσιολογικόν μπορεί να θεωρηθεί, διότι τι είδους πρωκτικόν θα ήτο αυτό, εάν δεν είχε κάτι από πίσω, είναι λοιπόν να απορεί κανείς διατί για κάποιους είναι εντουτοις συνώνυμον του παρά φύσιν) αποφασίζει να αποκαταστήσει, να βγάλει ούτως ειπείν απ’ τα τάρταρα της ανωνυμίας και να εξυψώσει εις τα ουράνια της επωνυμίας, τους κ.κ. Χάρις και Μπλανκ, οι οποίοι -πιονέροι κατά τας αρχάς του 20ού αιώνος στον κλάδο της ένδυσης εις την Νέαν Υόρκην των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής- σήμερον διεκδικούν επαξίως τον τίτλο των χειρότερων αφεντικών έβαρ, παρότι το υπέροχον και αξιοεπισκέψιμον πανωγραμμικόν (ελληνιστί online) περιοδικόν Cracked, σε πρόσφατο σχετικόν του άρθρο, τους εκατέταξε εις την δεύτερην και ουχί στην πρωτην θέσιν της σχετικής λίστας. Τα αξιότιμα ετούτα καθάρματα διατηρούσαν εργοστάσιο ρουχισμού στους τρεις εκ των δέκα ορόφων κτιρίου εις το Μανχάταν, στο οποίο απασχολείτο προσωπικό περί τα 500 άτομα, ως επί το πλείστον γυναίκες, ως επί το πλείστον μετανάστριες, αρκετές εξ αυτών μάλιστα ανήλικες, οι οποίες εργάζονταν από 60 έως 72 ώρες την εβδομάδα, αμειβόμενες με έξι-επτά δολάρια την εβδομάδα (περίπου 350 δολάρια το χρόνο δηλαδή, τη στιγμή που το μέσο ετήσιο εισόδημα εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ ήταν 791 δολάρια). Οι συνθήκες εργασίας εννοείται πως ήταν απάνθρωπες, όσο για την ασφάλεια των εργαζομένων… πφ… ούτε λόγος να γίνεται επ’ αυτού, στην τελική εργάτριες ήταν και μάλιστα μετανάστριες, δηλαδή αναλώσιμες και άνευ σημασίας. Όταν λοιπόν ετούτα τα θρασίμια ετόλμησαν να συνδικαλιστούν και να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αυξήσεις στους μισθούς, προβαίνοντας μάλιστα στην ιταμή πράξη της απεργίας, το δίδυμο της εργοδοσίας -όπως είναι φυσικό, δηλαδή όπως επιβάλλει η φύση, ο νόμος της φύσης, που είναι ανώτερος από των ανθρώπων, καθότι ο νόμος του ισχυρού ρίχνει νοκάουτ το δίκιο του εργάτη- απεφάσισε να δράσει όπως αρμόζει απέναντι σε κάθε μιαρή πρόκληση: πλήρωσε μπράβους να δείρουν τις απεργές και προσέλαβε πόρνες όχι για σεξ αλλά για δεκάωρο εργασιακό γαμήσι, ως απεργοσπάστριες, θέλοντας έτσι να δείξει αυτό που πολλοί αναρχοφρίκουλες με το πέρας των χρόνων έφτασαν να υποστηρίζουν, ότι η μισθωτή εργασία σε τίποτε δεν διαφέρει από την πορνεία (πρωτοπόροι και στον τομέα της θεωρητικής πολιτικής σκέψης οι Μπλανκ και Χάρις). Τεσπά, και για να κόψουμε τον μακρύ δρόμο κοντό, επειδή λέω πολλά και φοβάμαι μην τυχόν και δεν με παρακολουθεί κανείς άλλος πέρα απ’ το τμήμα ηλεκτρονικού εγκλήματος της ΓΑΔΑ, κάποια στιγμή τούς δώσανε κάτι ψίχουλα αυξήσεων και οι εργάτριες γυρίσανε για δουλειά. Μόνο που μια μέρα, Σάββατο ήταν θαρρώ, την 25η Μαρτίου του 1911, ενενήντα χρόνια απ’ την αγροτική επανάσταση των Ελλήνων του 1821 και περίπου 1944 χρόνια απ’ την ημέρα που ευαγγελίστηκε η Μαρία μυρίζοντας τον κρίνο, το εργοστάσιο των Χάρις και Μπλανκ έπιασε φωτιά με 500 εργάτριες μέσα. Η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη, παρότι ήταν ώρα εργάσιμη, διότι η φωτισμένη εργοδοσία είχε παρατηρήσει ότι πολλές εργάτριες την χρησιμοποιούσαν για να βγουν έξω να κάνουν διάλειμμα, πράγμα ανήκουστο, ενώ πολλές κλοπές υλικού είχαν επίσης σημειωθεί ζημιώνοντας την επιχείρηση με το εξωφρενικό ποσό των 25 δολαρίων συνολικά καθ’ όλα τα χρόνια λειτουργίας της! Ε, παράπλευρη απώλεια της κλειδωμένη πόρτας ήταν ο θάνατος στη φωτιά 146 εργατριών. Πράγμα που σημαίνει ότι περισσότερες απ’ τις μισές σώθηκαν, πράγμα που σαφώς θα έπρεπε να μετρήσει υπέρ της εργοδοσίας. Για κάποιον περίεργο λόγο όμως οι Χάρις και Μπλανκ οδηγήθηκαν στα δικαστήρια. Οι ένορκοι, σοφά σκεπτόμενοι, δεν πείστηκαν απ’ τους εκατόν τόσους αυτόπτες μάρτυρες για την ενοχή των κατηγορούμενων, και τους αθώωσαν, με το σκεπτικό ότι ναι μεν η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη αλλά δεν μπορούμε να είμεθα σίγουροι ότι ήταν κλειδωμένη κατόπιν αποφάσεως των Χάρις και Μπλανκ. Ο θάνατος των 146 γυναικών αποδόθηκε, σύμφωνα με άνδρα ένορκο, στο γεγονός ότι επρόκειτο για γυναίκες και μάλιστα εργάτριες, δηλαδή όχι ιδιαίτερα έξυπνα πλάσματα, που πανικοβλήθηκαν την ώρα της πυρκαγιάς. Λίγα χρόνια αργότερα, 23 απ’ τις οικογένειες των θυμάτων οδήγησαν ξανά στα δικαστήρια τούς Χάρις και Μπλανκ, οι οποίοι στο μεσοδιάστημα είχαν πάρει ως αποζημίωσης απ’ την ασφάλεια 60.000 δολάρια. Αυτή τη φορά τα δύο αφεντικά καταδικάστηκαν να πληρώσουν 75 δολάρια σε κάθε οικογένεια, δηλαδή συνολικά… 1.725 δολάρια. Έκτοτε η εργατική νομοθεσία στις ΗΠΑ άρχισε να εξανθρωπίζεται. Ως αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών, το 1913, ο Μπλανκ συνελήφθη και του επιβλήθηκε πρόστιμο 20 δολαρίων, διότι… είχε κλειδώσει τις εξόδους κινδύνου της νέας του επιχείρησης εν ώρα λειτουργίας! Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.
Θα θυμάστε την αμίμητη ατάκα του Μπερλουσκόνι μετά το σεισμό στη L'Aquila - την οποίο βέβαια το πάντα ευφάνταστο πλήθος χρησιμοποίησε με απίστευτο σαρκασμό απέναντι στη σύνοδο των G8 τον περασμένο Ιούλιο στην Ιταλία.
Να που τώρα και η χώρα μας αποκτά τη Μαρία Αντουανέτα της. Δεν ξέρω σε ποιά έκσταση βρέθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προκειμένου να ξεστομίσει το εξίσου βλακώδες: «Οσο ωραία και αν είναι τα πεύκα, είναι κατά κάποιον τρόπο ένας επιβαρυντικός παράγοντας για την εξάπλωση των πυρκαγιών». Καταλαβαίνω ότι άλλο εννοούσε από αυτό που δηλώνει η ίδια η φράση. Αλλά είναι ποτέ δυνατόν, σε μια τόσο κρίσιμη κατάσταση να μην πλαταγίζουν 2 και 3 φορές τη γλώσσα τους μέσα στο στόμα πριν μιλήσουν; Εκτός του ότι υποδαυλίζουν κάθε αίσθημα και και πόνο, προδίδουν την προχειρότητα και την ατέλειά τους.
Δε θα γκρινιάξω περισσότερο, το αφήνω αυτό για τους τράγκες και τους κάθε είδους τηλε-μάγκες. Απλά μου φάνηκε τόσο ταιριαστός ο παραλληλισμός με τον πρόσφατο σεισμό...
Πολλά θα ακούσουμε τις επερχόμενες μέρες. Θα αρχίσουν πάλι οι διάφοροι φαρισαϊσμοί και οι κατηγορίες ένθεν κακείθεν.
Ώσπου το μόνο πράσινο που θα μείνει στο τέλος για κάψιμο θα είναι οι χλοοτάπητες των γηπέδων γκολφ... (άντε και καμιά ξεχασμένη ραχούλα στην Ευρυτανία).
Vincent Van Gogh - Pine Trees against a Red Sky with Setting Sun Oil on canvas 92.0 x 73.0 cm. Saint-Rémy: November, 1889 F 652, JH 1843
Καλώς σας βρήκα. Αφού του έδωσα και κατάλαβε φέτος το καλοκαίρι στις γύρες, επέστρεψα και είπα να το ρίξω στις ταινίες. Δεν είναι και εύκολο να κλείνεσαι πάλι σε ένα δυαράκι μόνος, μετά από τόσες εναλλαγές, τόσες επαφές και τόση ενέργεια να σε κατακλύζει.
Το πρόγραμμα της τηλεόρασης παραδόξως δίνει ρέστα αυτή τη βδομάδα. Χτες μάλιστα είδα μια από τις ωραιότερες μεταφορές αρχαίας τραγωδίας στον κινηματογράφο, τον Οιδίποδα του Παζολίνι, και μάλιστα χωρίς διακοπή για διαφημίσεις, όπως το πολύ παλιό καλό καιρό, καθότι στο κανάλι της Βουλής.
Το απόγευμα, αφού είχα βάλει να σιδερώσω μέχρι να γίνει το φαγητό, είδα άλλη μια ταινία το "Dirty Pretty Things" του Φρίαρς, με μια σχετική απογοήτευση ομολογουμένως για τον σκηνοθέτη του "Τεντώστε τ'αυτιά σας", των "Επικίνδυνων σχέσεων", του "Ωραίου πλυντηρίου", του "High fidelity" κ.ά. Και χρειάστηκε να δω τις πρώτες σκηνές από τον Οιδίποδα για να συνειδητοποιήσω τί έφταιγε κυρίως...
Στη δεύτερη μόλις σκηνή και μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό η Συλβάνα Μαγκάνο καταφέρνει να απεικονίσει τα συναισθήματα από τα οποία διαπνέεται ολόκληρο σχεδόν το έργο. Ηρεμία, χαρά, ευτυχία, θλίψη και πόνος για όσα προεικάζονται, τρυφερότητα, αγάπη, γαλήνη.
Και παρόλο που υπάρχουν καλοί ηθοποιοί και σήμερα, δεν είναι εύκολο να αποδοθεί με τόσο μεγάλη ένταση και λεπτότητα αυτή η πληθώρα συναισθημάτων. Είτε θα είναι υπερβολικά πομπώδης είτε υπεραπλουστευμένη.
Γενικώς, η υπεραπλούστευση άμα το καλοσκεφτεί κανείς, φοριέται πολύ σήμερα. Μα το ίδιο δε γίνεται και με τη γλώσσα; Πώς να περιγράψει έναν άνθρωπο μόνο το "ωραίος", "φοβερός", "άνετος", "σούπερ" (μια από τις αγαπημένες λέξεις της 3χρονης ανιψιάς μου, μαζί με το "χαζό" που αντιστοιχεί στο άσχημο, εκνευριστικό, άγευστο, άβολο, τρομακτικό και τόσα άλλα...).
Από την άλλη έχω και τον πατέρα μου με τις απίστευτες ατάκες (άδεια του 15Αύγουστου στην πατρίδα με την οικογένεια και οικογενειακό τραπέζι σε ταβέρνα παρακείμενου χωριού - αφού δεν μας έκατσε το πανηγύρι λόγω καιρού): "Τέτοια προβατίνα (ναι, όπως καταλάβατε, οι φιλοφρονήσεις του ΠάνωΚ. περί "βλάχας" έχουν κάποια -έστω κατ'ευφημισμόν- βάση) δεν υπάρχει σε όλη την εμφύλιο!"
"Πατέρα, άλλο ο εμφύλιος πόλεμος και άλλο η υφήλιος".
"Ε, εμείς εδώ του δημοτικού, τέτοια ελληνικά ξέρουμε να λέμε".
Θεός ο πατέρας. Και φυσικά λουφάζεις και σέβεσαι. Γιατί όσα δεν μπορεί να εκφράσει η γλώσσα που λανθάνει, τα διδάσκουν τα χρόνια εμπειρίας και η εν γένει στάση ζωής και η σκληρή δουλειά δεκαετιών - τουλάχιστον για το δικό μου πατέρα ισχύει. Και πολλοί διανοούμενοι μπορεί να ξέρουν να εκφράζονται, αλλά σεβασμός δεν τους πρέπει καθόλου.
Ο σεβασμός μου προς τον Παζολίνι όμως χτες εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο. Κάποιοι κερδίζουν την καταξίωση επάξια.
me: Γεια σου βοσκέ μου με τα γίδια σου 1:57 PM γεια σου φίλε μου με τις διακοπές σου me: Απ' άβριο. Εργάζομαι σήμερα. 1:58 PM ναι, ξέχασα me: Ηδη καλησπέρισα τον κύριο προϊστάμενο... Τεσπά, τι κάνεις εσύ; Επιστροφή στη δουλειά; ναι πάλι πίσω me: δεν σε χάλασε 1:59 PM γιατί; me: γιατί τώρα δεν μπορείς να πιεις μεσημεριανά τσίπουρα... Είχες καλομάθει... Δουλειά ρε! 2:00 PM Arbeit macht frei me: Ρηχάινε μπίτε, αυτά είναι τα μόνα γερμανικά που ξέρω 2:01 PM Αυτό που έγραψα ήταν γραμμένο σε όλες τις αντίστοιχες πύλες me: απαπαπαπαπα... 2:02 PM αντιπροτείνω -για να δεις τι αστεράτος που είμαι: 2:03 PM πολύ προχώ... 2:05 PM me: είναι απ' τα βασικά: αυτό του Βανεγκέμ και αυτό του Λαφάργκ
Εάν είσθε συγγραφές και η μεγαλύτερή σας φιλοδοξία είναι να γράψετε ένα βιβλίο που να με αρέσει, τότε σας παρακαλώ, ποτέ, μα ποτέ, ποτέ-ποτέ-ποτέ, μη γράψετε μια παράγραφο σαν κι αυτή:
...απ' την εποχή εκείνη, θυμόταν πιο πολύ μια μέρα εξαιρετική. Ενα απόγευμα με ένα ανεπανάληπτο φως που το συνέδεε με την αθωότητα, το πεπρωμένο τον χτύπησε στο μέτωπο και του μισάνοιξε τα μάτια. Βέβαια το συνειδητοποίησε χρόνια αργότερα, μα πρώτη φορά τότε ένιωσε πως η σκοτεινή μηχανή έπαιρνε μπρος. Αισθάνθηκε, όπως οι ήρωες των αναγνωσμάτων του, τον μυστικό και επίμονο άνεμο που αγγίζει μόνο τους εκλεκτους. Εκείνο το σούρουπο νόμιζε πως ακούει την πνοή του ανελέητου πατέρα των θεών που κυβερνά τον κεραυνό και το μυρμήγκι. Ο άνεμος αυτός σφυροκοπούσε τα μαύρα πανιά του σκάφους που θα τον απομάκρυνε από εκείνον τον κόσμο...
Η παράγραφος ετούτη, γιομάτη δυσβάσταχτο συναισθηματισμό, που μου προκαλεί στομαχικές διαταραχές, βρίσκεται στη σελίδα 34 του "Η σκιά και το ίχνος" του Αλφρέδο Πίτα, εκδόσεις opera. Και γιατί το διαβάζεις ρε ψηλέ; θα με ρωτήσει κάποιος, πολύ λογικά. Διότι πρώτον είναι απ' τις εκδόσεις opera, που με αρέσουν πολύ, δεύτερον είναι σε μετάφραση του Κρ. Ηλιόπουλου, του οποίου οι μεταφράσεις επίσης με αρέσουν, τρίτον ο συγγραφέας είναι Περουβιανός, κι έχω μια αδυναμία στους συγγραφείς απ' τη Λατινική Αμερική, τέταρτον το θέμα του βιβλίου με φάνηκε ενδιαφέρον. Αλλά απ' την άλλη, ίσως έπρεπε να έχω δώσει μεγαλύτερη σημασία στο ότι το βιβλίο προλογίζει ο Λουίς Σεπούλβεδα, τον οποίο δεν αντέχω, παρότι Λατινοαμερικάνος κι αυτός.Σημειωτέον, ο ήρως, ο οποίος έχει βυθιστεί στις αναμνήσεις την νιότης του, δεν βρίσκεται σε κανένα καράβι, δεν είναι ναυτικός. Το σκάφος με τα μαύρα πανιά είναι συμβολισμός. Απορίες: Τι σκατά είναι το "ανεπανάληπτο φως"; Κάτι σαν κι αυτό που είδε ο Απ. Παύλος, μεγάλη η χάρη του; Εάν το απόγεμα εκείνο τα ματια του ήρωα απλώς "μισάνοιξαν", πότε κατάφερε να τα ανοίξει ολοκληρωτικά; Από ποιο σημείο του ορίζοντα φυσάει ετούτος ο άνεμος ο μυστικός και επίμονος που αγγίζει μόνο τους εκλεκτούς, να πάω να σταθώ κάπου να δω αν θα με βαρέσει κι εμένα, να μου λυθεί η απορία: είμαι εχλεχτός, δεν είμαι; Γιατί η Κοινωνική Πρόνοια δεν επεμβαίνει για τους θεούς, των οποίων ο πατήρ είναι ανελέητος; Γιατί δεν γίνεται μια κοινωνική συνεργασία του κεραυνού με τα μυρμήγκια, που ξεκάθαρα αποτελούν το προλεταριάτο (εμπρός της γης οι κεραυνιασμένοι και οι μυρμηγκιασμένοι), ενάντια στον δυνάστη τους; Εγώ πότε θα πάω διακοπες; Ε; Ε;
Τα μιούζικαλ. Τα γουστάρω τρελά. Ακόμη κι αυτά του Δαλιανίδη με τη Μάρθα Καραγιάννη. Το τελευταίο που είδα: Across the universe. Με διασκευασμένα τραγούδια των Μπίτλζ και θέμα -τι άλλο;- ένα λαβ στόρι, στα τέλη της δεκαετίας του '60, μεταξύ ενός φτωχού Λιβερπουλιανού, ονόματι Τζουντ, και μιας αστής Αμερικανίδας, ονόματι Λούσι.
Ο Μπόνο ως Δρ. Ρόμπερτ, δηλαδή ως Κεν Κέισι, στο λεωφορείο Further, on the Magical Mystery Tour...
O Εντι Ιζαρντ ως Μr Kite και τα μπλε ανθρωπάκια του (τα Blue Meanies απ' το Yellow Submarine)...
O Θείος Σαμ τραγουδά "Ι want you" στον χίπη που πάει στρατό με το ζόρι...
Χτες άλλαξα εργασιακό πόστο. Δεν είμαι πλέον "αυτός εκεί δίπλα στο παράθυρο" αλλά "αυτός εκεί στη γωνία". Με τον τίμιο ιδρώτα μου, που έχυσα κουβαλώντας και αλλάζοντας θέση στα γραφεία και σε λοιπό τεχνικό εξοπλισμό με το ερκοντίσιον χαλασμένο.
ΟΡΘΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΕΛΛΗΛΑΟΥ: ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΞΟΥΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΓΑΜΒΡΟΝ
Του Πάνου Μπατσοφιάνου-Χαφιεδότη
Οσοι τυχόν παρέστησαν εις το τριπλούν ιεμσικόν κονσέρτον εις την συμβασιλεύουσα προ ημερών, θα ενεθυμούνται αναμφιβόλως την απαίτησιν των γομαρίων εις την είσοδο (βαρβαριστί βοδιγάρδς) «Το καπάκι απ’ το νεράκι, πέτα ρε, ακούς; πέτα το». Οντας εις εκ των χιλιάδων μουσικόφιλων, οι οποίοι συγκοινώνησαν τη μυσταγωγίαν του εκ της γηραίας Αλβιόνος μουσικού σχήματος, είχον μέχρι και σήμερον την άλυτον απορία διατί τα βόδια οι γαρντς μας απηύθυνον τοιαύτην απαίτησιν σχετικήν με τα καπάκιαν. Ειδησάριο το οποίο ήρθε εις τη ηλεκτροφοδοσία μου (feeds) μου έλυσεν την απορία και με κατέστησε πλουσιώτερον πνευματικά. Το Αγιαμένδον (Σακραμέντο) των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής -αυτής της γης απίστων, εγκληματιών, παρανομούντων, παρασιτούντων και βδελλόμορφων- άφωνον, καθότι ασεβές, κι ως γνωστόν «άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων την εικόνα σου τη σεπτήν», έγινε η σκηνή όπου διαδραματίστηκε η καθόλου άμωμος σύλληψις ενός νεαρού, ο οποίος μάλλον ήτανε λιγάκι άνομος, διότι είχε το συνήθειον να διασπείρει εις τους κάδους απορριμάτων των οδών του Αγιαμένδου εκρηγνυόμενες πλαστικές φιάλες. Η φριχτή, παιδιάστικη, ανώριμος, ανεύθυνος και δημοσιοκίνδυνη έξις του νεαρού (τι νεαρός δηλαδή, 28 χρονών μαντράχαλος είναι, και στάνταρ ψήφισε τον Ομπάμα, κάτι τέτοιοι μουσάτοι και ανεύθυνοι βγάλανε τον νέο πλανητάρχη… παλιοκομμούνια, κερατάδες, αντίχριστοι, κρυφαδελφές) προκάλεσε τον σοβαρό τραυματισμό εις την οφθαλμική χώρα (η οποία χώρα, μη βλέποντας καθαρά τα πράγματα, έσπευσε στην αναγνώριση της ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, "παράπλευρος απώλεια" ενδεχομένως να αναλογιστείτε, αλλά μην ξεχνάτε ότι εις τη διπλωματία σημαντικό ρόλο παίζουν μέχρι και οι πλέον ασήμανται λεπτομέρειαι, όπως ένα ελάχιστο, ταπεινό, απορριφθέν εις τα σκουπίδιαν καπάκιον) ενός οδοκαθαριστή. Τα τσακάλια της αμερικάνικης αστυνομίας δεν τροχοπεδήθηκαν ουδενί τρόπω και μέχρι να πεις «πιστεύω εις μίαν, αγία, καθολικήν, στρουκτουραπανωκαπική εκκλησίαν» είχον ιχνοβρεί τον 28χρονο, του οποίου τ’ όνομα, σεβόμενοι τη δημοσιογραφική δεοντολογίαν και τα ευαίσθητα –παρότι ξυρισμένα, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω- προσωπικά του δεδομένα, δεν αποκαλύπτουμε, αποκαλύπτουμε ωστόσο, πιστοί στην παράδοση μεγάλων δημοσιογραφικών επιτυχιών, τη φωτογραφία της σύλληψής του (όπως λεγεται στην πιάτσα: "γκριματσογραφία" – mug shot), στην οποία ο στυγνός εγκληματίας απεικονίζεται φέρων χιτώνιο αναγράφον: I shaved my balls for this? Ξύρισα τ’ αρχίδια μου, για… αυτό; Όπου «αυτό» εικάζουμε πως εννοεί τους συγκρατούμενούς του εις την ψειρού.
Αλανιάρηδες αλωνίζουνε σε μαρμαρένια αλώνια σκορπώντας σύγχυση στα κοσμικά σαλόνια πίσω μου σας έχω πριαπικά παγόνια κοίτα τους, κραδαίνουν και καδρόνια
...και μια -ακούσια; αυθαίρετη;- εξήγηση γιατί ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει εκλογικά αυτά που λαμβάνει (τα τρία του, more or less)...
Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι. Αυτοί που θέλουν να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο, αυτοί που θέλουν να τον βελτιώσουν και αυτοί που θέλουν να μείνει ο ίδιος. Οι πρώτοι και οι τελευταίοι είναι επικίνδυνοι. Οι μεσαίοι είναι δυστυχώς πολύ λίγοι.
Αυτές είναι οι εναρκτήριες γραμμές του αστυνομικού μυθιστορήματος της Μαρλένας Πολιτοπούλου, "Η μνήμη της Πολαρόιντ", εκδ. Μεταίχμιο (φυσικά, γράφοντάς τες, η συγγραφεύς δεν είχε -μάλλον- κατά νου τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, πρόκειται για δικό μου αυθαίρετο παραλληλισμό). Παρότι έχει το βαρύ φορτίο να διαδέχεται τη "Λευκή Τζαζ" (τι αριστούργημα, τι αξεπέραστη αναγνωστική κορυφή!) του Τζ. Ελρόι, τολμώ να πω ότι μέχρι στιγμής τα καταφέρνει μια χαρά (μιλάμε για φοβερή λογοτεχνική κριτική, έτσι; Αρχιδάτη ή για την ακρίβεια "αρχίδια λογοτεχνική κριτική"). Πάντως είναι ωραίο το βιβλίο της Πολιτοπούλου, ξεπεράστε τη βλακεία που με διακατέχει κάθε Παρασκευή εν ώρα εργασίας και διαβάστε το.
ΥΓ. Η προφανής επιλογή τραγουδιού είναι το όχι τόσο χάλια όσο το θυμάστε Gentlemen Take Polaroids των Japan -και για το λόγο ακριβώς αυτόν, απεκλείστηκε. Θα μπορούσα να βάλω το υπέροχο Sometimes των James, λόγω του στίχου "There's four new colors in the rainbow-An old man's taking polaroids", ή το Seventeen των Ladytron ("They take a Polaroid and let you go"), αλλά κατέληξα να αμφιταλαντεύομαι μεταξύ δύο ολοκληρωτικά ανόμοιων συγκροτημάτων όπως οι Outcast (Hey Ya! - "Shake it like a Polaroid picture") και οι Dead Kennedys (Winnebago Warrior - "Honey, quick! The polaroid") . Eεεε... εννοείται ότι προτιμώ την έστω κακή ηχητικά ζωντανή εκτέλεση απ' τους Kennedys.
Ετούτη είναι η νιοστή φορά που αναρτώ αυτό το τραγούδι. Σήμερα όμως το αναρτώ διότι τρέχει πολύ συγκεκριμένος λόγος. Οι υποψιασμένοι το πιάσατε το ’πονοούμενο, έτσι;
Σαραντάρης συνάδελφος, μικροδείχνει, χαμηλών τόνων, «πήρα δύο φοβερά σιντάκια», τι να πήρε ο καλοσυνάδελφος; σκέφτομαι μέσα μου, τίποτε Χατζηγιάννη θα πήρε, άντε στην καλύτερη των περιπτώσεων κάνα Θ. Παπακωνσταντίνου, «ballboy και butcherboy» συνεχίζει… Αμάν-αμάν, δεν ξέρω τους μεν, ακουστά τους δε. Μουσικόφιλος ο τύπος, τρελά παραδοσιακός. Ωραία παραδοσιακός. Δεν κατεβάζει μουσική απ’ το ίντερνετ. Δεν ξέρει τι είναι τα τόρεντς, το σόουλσικ, τα ράπινσερ και τα σεαρμπί. Μπαράκι, ποτάκι, ακούει κάτι που τ’ αρέσει, «ρε ψηλέ, τι είναι αυτό;» στον ντιτζέη, καθαρά, νοικοκυρεμένα γράμματα, το όνομα του καλλιτέχνη στο μέσα μέρος απ’ τα ρίζλα του. Την επόμενη, στον Πάκη, στο Λωτό, θα πάρει το σιντί του καλλιτέχνη, ενδεχομένως και κάποιο ακόμη που θα του προτείνει ο Πάκης. Σπίτι, θα βγάλει την ταινία ασφαλείας απ' το σιντί, θα το τοποθετήσει στο στερεοφωνικό, θα βάλει ποτάκι, θα στρίψει τσιγαράκι, θα τ’ ακούσει, ξεφυλλίζοντας το μπούκλετ. Εσύ, εγώ, πόσο καιρό έχουμε να το κάνουμε αυτό; Αυτά σκεφτόμουν χθες, όταν πρωτόμαθα για το Όινκ. Το Όινκ (2003-2007) οι παλιότεροι θα το θυμούνται σίγουρα, κάποιοι απ’ αυτούς με νοσταλγία. Το όινκ αντιπροσωπεύει για τα τόρεντς ό,τι το Νάπστερ και το Οντιογκάλαξι για τα π2π: μια χαμένη πατρίδα, μια Πόλη που πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικιά μας θα ‘ναι. Το Οινκ λοιπόν ήταν κλειστό κλαμπ, πράγμα αμφιλεγόμενο στο χώρο του διαδικτύου. Υπάρχουν οι ανοιχτοί τράκερ, που είναι για το λαουτζίκο, υπάρχουν οι τράκερ με ένα κάποιο φέης κοντρόλ, αυτοί δηλαδή που πρέπει να κάνεις –δωρεάν- εγγραφή, να έχεις κάποιο νικ νέημ και πάσγουόρντ και ένα κάποιο αξιοπρεπές ratio, και υπάρχουν και τα κλειστά κλαμπ, στα οποία μπορείς να πας μόνο άμα σε καλέσει κάποιος ο οποίος είναι ήδη μέλος. Αυτά, λένε αυτοί που ξέρουν, είναι και τα καλύτερα. Ένα τέτοιο ήταν το όινκ, αποτελούμενο από 180.000 μέλη τα οποία μοιράζονταν περισσότερα από 200.000 αρχεία μεγίστης ηχητικής ποιότητας (σε μορφή δηλαδη Ogg ή Flac). Αυτή εδώ είναι η ιστορία του όινκ με περισσότερες λεπτομέρειες: 1, 2, 3 και σε κάθε ένα απ' τα σχετικά λινκ που σας δίνω θα βρείτε κι άλλα ώστε να συνθέσετε πλήρως το παζλ. (Ο μόνος λόγος που δίνω λινκ, αντί να κάτσω να γράψω δικά μου λογάκια, είναι ο εξής: Θέλω να συνεχίσω την ανάγνωση του απολαυστικού πολτού των Γιάννη Παλαβού – Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλου με τίτλο «Σαν Άνγκρε – Τα δάκρυα της Φον Μπράουν», εκδ. Τόπος. Το πολτος παρακαλώ να εκληφθεί ως pulp και η απόλαυση σαν ένα πιάτο γεμιστά. Ωραία, αφού ξεκαθαρίστηκε αυτό, συνεχίζουμε με την κανονική ροή της ανάρτησής μας). Παλιότερο του όινκ, κατά πάσα πιθανότητα ο παλαιότερος ενεργός τράκερ, είναι το φάιλσουπ, πιο χαμηλού προφίλ, του οποίου ο δημιουργός, ναι, σωστά το μαντέψατε, συνελήφθη μόλις πρόσφατα… Αυτή είναι η ιστορία και η υπόθεση φάιλσουπ. Ας γρηγορούμε λοιπόν και ας μην παρασυρόμαστε απ’ το τρέντικο πάιρατ μπέη και τη δίκη του (αλλωστε τελευταία ακούγονται διάφορα τελευταία περί πώλησης του Πάιρατ Μπέη ή και εισαγωγής του στο χρηματιστήριο!) και το Κόμμα των Πειρατών που μπήκε στην Ευρωβουλή. Δεν διώκεται μόνο το πάιρατ μπέη. Η επίθεση είναι γενικότερη και συνολικότερη. Και μπορεί αφετηρία της να είναι η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων απ’ τους κακούς διαδικτυακούς πειρατές, αλλά σιγά μην περιοριστούν σε αυτό. Μας βλέπουν και μας ακούν όλους. Ή τουλάχιστον μπορούν όποτε θέλουν να το κάνουν, σας μιλώ εκ πείρας.
Στη δουλειά είμαστε καμιά εικοσαριά άτομα. Χτες ο Α. έρχεται αλαφιασμένος (αλλά παρόλα αυτά γελώντας μέχρι τ'αφτιά - δεν ξέρω πως καταφέρνει αυτό το παιδί και έχει μονίμως μια έκφραση γέλιου χαραγμένη) και μας ανακοινώνει πως χτες το βράδυ, κάπου ανάμεσα στις 10 και τη 1, παραβιάσανε την κλειδαριά του αυτοκινήτου του στο κέντρο της πόλης, και μάλιστα πολύ κοντά στο αστυνομικό τμήμα. Να πάρουν τίποτε δε βρήκαν, είναι άλλωστε απ'ότι κατάλαβα παροιμιώδης η έλλειψη πραγμάτων στο αυτοκίνητό του, ούτε καν άνοιξαν το ντουλαπάκι δηλαδή. Συμπεράναμε ότι το οινοπνευματοτυρκουάζ χρωματάκι ήταν που τους χτύπησε στο μάτι. Είναι οι τρέντυ εποχές μας που μεταλλάσουν τα γούστα των συμμοριών φαίνεται.
Τώρα, γιατί το δικό μου, που είναι ένα άχρωμο σκατουλομπέζ τους μπήκε στο μάτι χτες το μεσημέρι στο πάρκινγκ της παραλίας που είχα πάει για μπάνιο, δεν ξέρω. Εκτός και αν τους γυάλισε η σπαστή ομπρελίτσα στο πίσω κάθισμα που είχε ξεμείνει από τις χειμωνιάτικες (μη σας πω και από τις φθινοπωρινές μπόρες) ή ένα πορτοκαλί ξασπρισμένο από τον ήλιο παρεό. Μάλλον όχι όμως, καθότι δεν τα πήραν.
Στη δική μου περίπτωση εντούτοις είχαν ανοίξει το ντουλαπάκι, είχαν βγάλει μια πλαστική σακούλα που είχε ξεμείνει από τότε που πηγαίναμε για ψάρεμα στο νησί, αλλά δεν είχαν πάρει ούτε άδειες, ούτε τίποτε (χμμμμ, τώρα που το σκέφτομαι, είχα 3 θήκες με αντιγραμμένα σιντί... θυμάμαι να είδα τις 2 χαζές μόνο χτες στα πλαϊνά ντουλαπάκια, ξανά χμμμμ, θα πάω να ψάξω πάραυτα).
Α, ναι, είχαν βγάλει και ένα σκισμένο φάκελο με κάτι παλιές σημειώσεις από το πανεπιστήμιο που ήταν κάτω από το κάθισμα και τον είχαν σκορπίσει (νομίζω πως η διευκρίνηση ότι οι σημειώσεις αυτές ήταν του ακαδημαϊκού έτους 1993/94 είναι περιττή, αλλά φανταστείτε να είχαν χρόνο να καθίσουν να το προσέξουν, πόσο ντεμοντέ θα τους φαινόταν...).
Το θέμα είναι ότι μετά τις συζητήσεις που είχαμε από το πρωί στο γραφείο, ήταν η πρώτη φορά που πήρα όλα μου τα πράγματα μαζί. Συνήθως τα αφήνω μέσα "δε βαριέσαι, σιγά ποιος θα σπάσει τώρα το τζάμι, μόνο στην Αθήνα συμβαίνουν αυτά", αλλά επειδή έτυχε πριν τον Α. να σπάσουν στο ίδιο μέρος πριν μια βδομάδα το αυτοκίνητο της Ν. και πριν κανένα μήνα του Κ. (το αρχικό από το Κατσικοπόδαρος), είπα να συμμαζευτώ. Και να λέτε πάλι καλά. Γιατί απ'ότι έμαθα από την ασφάλεια -που θα επισημάνω ότι φτάσανε αμέσως και ήταν πολύ συμπαθείς- γίνεται πανικός πάλι αυτή την περίοδο. Ξέχασα επίσης να σας πω ότι είχαν σπάσει και του διπλανού το τζάμι. Αλλά μάλλον σκέφτηκε ότι δε θα έβγαζε τίποτε με το να το δηλώσει και την κοπάνησε αμέσως. Μόνο τα σπασμένα γυαλιά μείναν να στραφταλίζουν πάνω στις πευκοβελόνες..
Μ'αυτά και μ'αυτά, να'χετε το νου σας. Όσο βρώμικο και να το αφήνετε, αν και πιο βρώμικο από το δικό μου δύσκολα, εκτός κι αν του κάνετε λασπόλουτρα (την ιστορία άκουσα φέτος, αλλά για βενζινάδικα όπου μπορείς να πας να λασπωθείς, τί θα εφεύρουν ακόμη!!!), όσο άδειο κι εγκαταλελειμένο να φαίνεται, είναι μη σου τύχει. Η μόνη λύση είναι να το φέρνετε δίπλα σας για να είσαστε ήσυχοι όπως ο κύριος εδώ, ή να μην πηγαίνετε παραλία όπως μου σύστησε ο GT, και πιθανότατα το ίδιο θα έλεγε και η μάνα μου (αν και αυτή θα το μετέτρεπε σε ολόκληρη νουβέλα "Aς ερχόσουν εδώ, που θα είχες και γκαράζ να το βάζεις και δεν θα συνέβαινε τίποτε. Που τρέχεις όλη μέρα στις παραλίες και δεν κάθεσαι σαν άνθρωπος στο σπιτάκι σου. Μα καλά, τόσες μέρες διακοπές στα νησιά έκανες, δε χόρτασες; Εμάς δεν έρχεσαι να μας δεις, όλο στους φίλους σου πας..." κ.ο.κ.)
Τί να σας τα λέω, μήπως δεν τα έχετε λουστεί όλοι; Αλλά πως τα καταφέρνω η άτιμη μερικές φορές από άλλο πόνο να ξεκινάω και σε άλλο να καταλήγω, δεν έχω μπορέσει να καταλάβω ακόμη.
Του Κλάνο Μέντες, βρωμύλου ποιητή, απ' την ποιητική του μπυθωδία, "Οταν κλάνουν οι αρκούδες, ευωδιάζουν μέλισσες οι κερασιές που ανθίζουν, όπως και τότε, έτσι και φέτος δεν πας για τα λεφτά, πας για τα εκατομμύρια στο φτερό της πεταλούδας".
Παγκοσμυνωμοσία εναντίοσου κείναι γνωστό τοισπάσι οκαθήμενος πλησίοσου στημάπαθα σεκλάσει.
Θα 'θελα να ΄μουν ο Πέπε Καρβάλιο. Ή Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Συχνά μπερδεύομαι και δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος είναι ο συγγραφεύς και ποιος ο λογοτεχνικός ήρως. Αμφότεροι όμως είναι νεκροί. Αραγέ είναι υγιές να θέλω να είμαι εις εκ των δύο αποθανόντων; Ο επαναστάτης Βικτόρ Σερζ και οι αναμνήσεις του, μελέτη μηνών τώρα, φεύγουν απ' το κομοδίνο μου και τις ξαναβρίσκω στη βιβλιοθήκη του Σάντος, στελέχους του ΚΚΙ, στη Μαδρίτη, τις βλέπω μέσα απ' το μάτι του Μονταλμπάν, απ' την πένα του Καρβάλιο, φτηνό το κόλπο, επίτηδες μπέρδεψα τον συγγραφέα και τον ήρωά του, στο μακρινό 1980, τότε που έγινε ο φόνος στην Κεντρική Επιτροπή, να τις φυλλομετρά, να αναρωτιέται πόσες φωτιές μπορεί να ανάψει με δαύτο. Κι ο Ελρόι με τη λευκή του τζαζ (this is slow music, this is white jazz, απ' τους σπουδαίους, παραγνωρισμένους Jack, ένα σιντί που στωικά σκονίζεται μέχρι να το ξανακούσω) υπομονετικά περιμένει να πάω στην Κρήτη, διότι ο Ελρόι, όταν διαβάζεται στην Κρήτη, είναι ακόμη πιο γαμάτος, και το ρίχνω στα υποκατάστατα, στον Γιώργο Νομισέν, που με το κιλοτάκι της δολοφονημένης Στελίνας στην τσέπη με κάνει να ζηλεύω τον τρόπο γραφής του, όσοι -πόσοι;- παρακολουθούν όσα γράφονται εδώ πέρα απ' την αρχή θα 'χουν καταλάβει ότι για τους ίδιους και τους ίδιους γράφω, θεωρώ ότι το blogging έτσι όπως το ξέραμε έχει τελειώσει, βασικά τείνω να το θεωρήσω passe, ξεπερασμένο, τρε μπανάλ, αδυνατώ να ξεκολλήσω βέβαια, αλλά νομίζω πως πλέον όλοι έχουν μπλογκ και κανείς δεν διαβάζει κανένα άλλο μπλογκ παρα μόνο το δικό του, και ρώτησα πριν λίγες μέρες έναν που ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω “μετά τα μπλογκζ, τι;” και μου είπε “βιντκαστ ή ποντκαστ”, τα έκανα και τα βαριέμαι, κι ίσως μια μέρα, όταν θα φουλάρω με περισσότερες υποχρεώσεις, να μην έχω χρόνο για το μπλογκ, ευχής έργον θα είναι νομίζω, διότι τότε θα ασχολούμαι με τα πραγματικά σημαντικά, όπως τον Πέπε Καρβάλιο, τον Τζον Ρέμπους, τον Τζέημς Ελρόι, και θα ξεκλέβω και δυο ώρες για να δω την καινούργια ταινία του Σάιμον Πεγκ, πάντα ήθελα να κάνω ένα ποστ για τον Σάιμον Πεγκ, ορίστε, να κάτι για το οποίο δεν έχω ξαναγράψει, γιατί δεν ξέρω αν το 'χω ξαναπεί αλλά νομίζω ότι επαναλαμβάνομαι, ότι επαναλαμβάνομαι, επαναλαμβάνομαι, επαναλαμβ... ένα ακόμη κρύο αστειάκι, ο Σάιμον Πεγκ, θα 'θελα να φτιαχνα μια ταινία σαν το Shawn of the Dead ή το Hot Fuzz, όμως είμαι σίγουρος ότι κάπου κάποιος τα 'χει πει καλύτερα από μένα, άλλωστε όλα τα ειπωμένα, έχουν ήδη ξαναειπωθεί, σκέψου άλλωστε ότι απ' τον μεταμοντερνισμό έχουμε ήδη φτάσει στο μετα-μεταμοντερνισμό, κι ένα φίλος μου είπε, κάπου μετά την τρίτη βότκα, σε ένα ωραίο δρόμο κάπου πάνω, δίπλα, κάτω, θα σας γελάσω, απ' τα Εξάρχεια, ότι η εποχή μας, πολιτικα-πολιτισμικά, είναι η αντίστοιχη του Μεσαίωνα, και περιμένει κάποια στιγμή να σκάσει η Νέα Αναγέννηση, ο Νέος Διαφωτισμός, τι σκάτα ανανέωση θα είναι αυτή αν το μόνο που έχουμε να περιμένουμε είναι μια νέα εκδοχή πραγμάτων που έχουμε ήδη ζήσει; ήθελα να τον ρωτήσω, αλλά εγώ ήμουν ήδη στην έκτη-εβδομη βότκα, και μετά τον αριθμό αυτό γενικά δυσκολεύομαι στο έναρθρο λόγο. Χμ, τώρα θυμήθηκα ότι, πέρα απ' τον Σάιμον Πεγκ, πάντα ήθελα να γράψω κάτι για τον Τζορτζ Πελεκάνος και το The Wire και διαρκώς το ανέβαλλα, οπότε δυστυχώς για μένα δεν προβλέπεται να ξεμπερδεύω με το μπλογκιγκ έτσι εύκολα, παρότι προσωπικα το θεωρώ τελειωμένη και παντελώς ασόβαρη υπόθεση.
ΥΓ. Κανονικά, θα έπρεπε να έχω γεμίσει λινξ το ποστ αυτό, για κάθε αναφερόμενο όνομα ή τίτλο, αλλά βαριέμαι, και στην τελική όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν κανέναν, εκτός από μένα.