17 Ιουλ 2009

Κρυμμένος

– Ημέρα 1η
Από το προηγούμενο βράδυ είχε την εντύπωση το πρωί θα τον ξυπνούσε το χτύπημα του τηλεφώνου. Ή κάποιο επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Ή, χειρότερα, το σπασαρχίδικο κουδούνισμα απ’ το θυροτηλέφωνο. Τίποτε απ’ αυτά δεν συνέβη, και αισθάνθηκε την απειλή μεγαλύτερη. Πήγε στο μπάνιο, κατούρησε. Ευτυχώς το καζανάκι ήταν χαλασμένο, ειδάλλως ο καταρράχτης νερού, Νιαγάρας και βάλε, θα πρόδιδε τη θέση του. Χειρότερα: θα πρόδιδε την ύπαρξή του την ίδια. Ανοιξε ελάχιστα τη βρύση του μπάνιου, να τρέξει ίσα ίσα ένα λεπτό κορδόνι νερού, για να γεμίσει τον κουβά. Τον άδειασε αθόρυβα στη λεκάνη. Δεν έφτιαξε καφέ. Δεν άναψε τσιγάρο. Εκατσε στον καναπέ και προσπαθούσε να μην αναπνέει. Ανησυχούσε για τα σανίδια που έτριζαν υπό το βάρος των ποδιών του. Ανησυχούσε για την ησυχία που επικρατούσε στο διαμέρισμα. Για τους δυσδιάκριτους θορύβους, έξω απ’ το κλειστό, παρά τον καύσωνα, παράθυρο. Ίδρωνε ακατάπαυστα. Άραγε ο ιδρώτας κάνει θόρυβο; Ήπιε λίγο γάλα, με μικρές φοβισμένες γουλιές, καθισμένος άκρη-άκρη στον καναπέ, αλύγιστος, άκαμπτος. Στις μύτες των ποδιών, πήγε για χέσιμο. Ιδρωσε απ’ την υπερπροσπάθεια να μην κλάσει, φοβούμενος ότι η παραμικρή κλανιά θα πρόδιδε τη θέση του στους απέξω, αυτούς που ενδεχομένως παραμόνευαν έξω απ’ την πόρτα του. Αυτούς που ενδεχομένως από στιγμή σε στιγμή θα χτυπούσαν το κουδούνι. Ή, χειρότερα, με πολιορκητικό αιγόκερω, θα έσπαγαν την πόρτα, ένστολοι, ένοπλοι εφοδεύοντες και θα τον έβρισκαν αφοδεύοντα στο μπάνιο με το χαλασμένο καζανάκι.
Εντέλει την πρώτη ημέρα δεν συνέβη τίποτε. Μόνο κάποια στιγμή, αργά το μεσημέρι, με χίλιες προφυλάξεις, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, βγήκε έξω, τριπλοκλείδωσε, κατέβηκε έναν όροφο με τα πόδια, κάλεσε το ασανσέρ, βγήκε απ’ το ασανσέρ στο πρώτο όροφο, κατέβηκε στο ισόγειο με τα πόδια, και στη συνέχεια πήγε στη δουλειά. Ποτέ του δεν περίμενε ότι η μισθωτή εργασία θα φάνταζε τόσο απελευθερωτική.

– Ημέρα 2η
Τη δεύτερη ημέρα τον ξύπνησε το τηλέφωνο. Το άφησε να χτυπάει. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε να κρυφτεί μέσα στο πλήθος.

– Ημέρες 3η και 4η
Η τρίτη και η τέταρτη ημέρα ήταν σαββατοκύριακο. Ένιωσε ασφαλής. Ακόμη και οι διώκτες του βρίσκονταν σε κάποια παραλία της Χαλκιδικής. Αυτός αφέθηκε να λιώσει στα τσιμέντα.

– Ημέρα 5η
Ησυχία. Περνώντας έξω από μια ένα κατάστημα εσωρούχων, χαμογέλασε στην κούκλα της βιτρίνας, κι αυτή ανταποδίδοντας το χαιρετισμό ξεκούμπωσε το σουτιέν της. Συχνά-πυκνά κοιτούσε πάνω απ’ το ώμο του, να δει μήπως το παρακολουθούσε κανείς. Βρήκε καταφύγιο στη δουλειά, αρκετές ώρες νωρίτερα απ’ την έναρξη της βάρδιας. Κατάντια. Έκατσε κι έγραψε, αγχωμένα, βιαστικά, με πολλά ορθογραφικά λάθη, τα συμβάντα των πέντε πρώτων ημερών.

– Ημέρα 6η
Άυπνος με το πρώτο φως του ήλιου, μην αντέχοντας άλλο τη σιωπηλή αναμονή μέσα στους τέσσερις τοίχους, μπήκε στο λεωφορείο για το πιο απομακρυσμένο νοσοκομείο. Πέρασε το υπόλοιπο της ημέρας στην αίθουσα αναμονής των εξωτερικών ιατρείων. Όταν ήρθε η σειρά του για τα νευρολογικά περιστατικά, την έκανε κατσίκα.

– Ημέρα 7η
Ξύπνησε στο κρεβάτι του με φριχτό χανγκόβερ. Το μαξιλάρι ήταν γεμάτο στάμπες απ’ τα σάλια του, που τρέχανε όλη νύχτα. Τόλμησε να φτιάξει καφέ, όσο πιο σιωπηλά μπορούσε βέβαια, και τον ήπιε με μικρές, βιαστικές γουλιές. Όταν ξάφνου κάποιος χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, κόντεψε να πνιγεί. Σταμάτησε να αναπνέει, τα μηνίγγια του χτυπούσαν μανιασμένα. Ευχήθηκε να μπορούσε να μικρύνει, να γίνει απειροελάχιστος, να μην τον πιάνει ανθρώπου μάτι. Ακουσε βήματα έξω απ’ την πόρτα να απομακρύνονται, να κατεβαίνουν τις σκάλες. Εμεινε πολύ ώρα ακόμη ακίνητος. Σύντομα, παρά τον καύσωνα, άρχισε να τρέμει. Φοβήθηκε μήπως το ρίγος του κάνει θόρυβο και τον εντοπίσουν έτσι. Είχε δεν είχε μια ώρα ξύπνιος και απ’ την υπερένταση ένιωθε κουρέλι. Νύσταξε. Πήγε στο κρεβάτι, κοιμήθηκε κατευθείαν, αγνοώντας το τηλέφωνο που χτυπούσε ασταμάτητα. Αργά το μεσημέρι, ξύπνησε, ντύθηκε όπως-όπως και ετοιμάστηκε να βγει έξω. Κοίταξε απ’ το ματάκι της πόρτας και του φάνηκε πως είδε δύο σκιές στον τοίχο της εισόδου να παραμονεύουν. Πέρασε πέντε λεπτά κοιτώντας απ’ το ματάκι της πόρτας για να σιγουρευτεί ότι οι φιγούρες που παραμόνευαν ήταν υπερβολικά ασάλευτες για να είναι ανθρώπινες. Πήρε βαθιά ανάσα, ευχήθηκε να πρόκειται όντως για παιχνιδίσματα του φωτός και όχι για τους διώκτες του και ξεκλείδωσε την πόρτα. Κανείς δεν ήτανε απέξω. Βγήκε στο δρόμο, μπήκε στο πρώτο λεωφορείο που πέρασε απ’ τη στάση, έκατσε δίπλα σε μια ξανθιά ημίγυμνη γκόμενα. Νύσταζε πάλι. Εγειρε το κεφάλι του στον ώμο της ξανθιάς και κοιμήθηκε βαθιά.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Λοιπόν, ΠάνωΚ., συνήθως ό,τι γράφεις μ'αρέσει. Σ'αυτό όμως ειδικά, υποκλίνομαι.

Συνέχισε να πίνεις προύνο, όσο κακό κάνει σε σένα, τόσο καλό κάνει στους αναγνώστες σου!

Go_Go είπε...

Η μυθιστορηματκή ζωή ενός -υπό μία έννοια, τη μεταφορική- φανταστικού φίλου.

Πολύ τριγυρνάω και μου'λειψες (μπλιάχ συναισθηματισμοί!)

ΠανωςΚ είπε...

Δύτη, ντρέπομαι (σοβαρά). Φχαρστώ.

Go-Go, δεν τα λες σωστά. Πρόκειται για μια ιστορία απολύτως φανταστική (της φαντασίας...)

Ανώνυμος είπε...

Μην ντρέπεσαι, μόνο συνέχισε να πίνεις προύνο!