Η ιστορία που ακολουθεί είναι απολύτως φανταστική (εννοώ επινοημένη, δεν παινεύω τον ευατό μου). Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις πραγματικές είναι απολύτως συμπτωματική του αρρωστημένου μου εγκεφάλου. Επίσης, κατόπιν υποδείξεως του νομικού μου συμβούλου, δηλώνω πως η χρήση των επωνυμιών των δύο εταιρειών, γίνεται καλλιτεχνική αδεία, και ουδεμία διάθεση δυσφήμησης υπάρχει.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος σε ένα συμφωνούν: Πιονέροι της νέας εποχής που ανέτειλε κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν δυο πχοιοτικοί τραγουδιστές της εποχής, ο Μιχάλης Οτεγιάννης και η Μιλένιουμ Πρωτοψάλτη.
Εκείνη τη μακρινή εποχή (η τριπλή επανάληψη της λέξης «εποχή», σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε, δεν είναι αβλεψία του γράφοντα αλλά προσπάθεια επιρροής με υποσυνείδητο μήνυμα, ώστε να αρχίσετε όλοι να αγοράζετε την εφημερίδα «Εποχή»), σε μια κουκίδα στο χάρτη, που αποτελούσε ένα εθνος-κράτος, την Ελλάδα, λίκνο του πολιτισμού, της δημοκρατίας, της αμπέλου και της φιλοσοφίας, του φραπέ, της μπουγάτσας και πλείστων άλλων πολύ χρήσιμων για την ανθρωπότητα πραγμάτων, το κλίμα ήταν βαρύ. Όχι, μη γελιέστε, όσοι πραγματικά μπορούσαν να δουν μακριά, αυτές οι σκοτεινές κεφαλές, αυτά τα think Καραμανλής ή tanks, δεν είχαν στραμμένα τα εγκεφαλικά τους κανόνια στα ποταπά προβλήματα των κοινών θνητών, την ανεργία, τη φτώχεια, την ακρίβεια. Ουτε για τη Μονή Βατοπεδίου είχανε χάσει τον ύπνο τους. Άλλο ήταν το πρόβλημα: ο πλήρης καταποντισμός του ελληνικού αθλητισμού το καλοκαίρι που είχε περάσει στο Γιουρο 2008 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου. Επρεπε να αναλάβουν πρωτοβουλίες και μάλιστα ριζοσπαστικές. Τα τανκς έπρεπε να ξαναβγούν στους δρόμους!
Χρειαζόμαστε περισσότερα απ’ όλα. Bigger, better, more, είπε το ένα τανκ.
Επίσης χρειαζόμαστε διατροφολόγους, φαρμακοποιούς, χημικούς, πυρηνικούς φυσικούς, ενδυματολόγους, υπνωτιστές, μέντιουμ, χορεύτριες της κοιλιάς, πανελιστές και κάποιον να κάνει αέρα με το ειδικό σεσούαρ-εξυψωτή του ηθικού στα γεννητικά όργανα των αθλητών όταν ιδρώνουν, αποφάνθηκε το άλλο τανκ.
Όλα αυτά όμως χρειάζονται χρήματα, περισσότερα απ΄ όσα μπορούν να καλυφθούν με τις σημερινές χορηγίες, είχε τις αντιρρήσεις του το παράλλο τανκ.
Εχω μια ιδέα, πετάχτηκε η Κατ, αραχτή στον καναπέ του σπιτιού της: Γιατί δεν καθιερώνετε την «απόλυτη χορηγία;».
«Εσένα τώρα ποιος σου έδωσε την άδεια να μιλήσεις;» την αποπήρε το ένα τανκ.
Στη δικιά μου τη γυναίκα κανένας δεν μιλάει έτσι, δεν πα’ να ’ναι και τα τανκς. Βγήκα απ’ τον καμπινέ, «πάλι ξέχασες το καζανάκι!» μου φώναξε η Κατ., ξαναμπήκα, τράβηξα το καζανάκι, ξαναβγήκα και στάθηκα μπροστά στο τανκ. «Πρόσεξε τα λόγια σου, παλιοthink tank, μη σε κάνω pink tank στο ξύλο».
«Τι έγινε χοντρούλη;» με ειρωνεύτηκε αυτό. «Στην πλατεία Τιενανμέν νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Ή στο Πολυτεχνείο;».
«Ψηλά, ψηλά τα κόκκινα μπερέ, δεν θα-δεν θα περάσετε ποτέ, εδώ θα προσκυνήσετε τα κόκκινα μπερέ» είπα το ξόρκι που μου είχαν μάθει στην 71 ΑΜΤΠ. Αυτό ήταν! Κατάλαβαν ότι δεν ήμουν κάποιος τυχαίος και δέχτηκαν να ακούσουν την πρόταση της Κατ.
Η πρότασή της έγινε παντανκιστί δεκτή και μεταβιβάστηκε στον αρμόδιο υπουργό. Αυτός διάβασε τον σχετικό φάκελο, κούνησε απελπισμένος το κεφάλι του, μονολόγησε «πάλι θα μας τα σούρουν οι εφημερίδες, δες τι τραβάω για ένα κωλόσπιτο στη Μύκονο, αχ ρε Σούλα και σου έλεγα να μη μεγαλοπιάνεσαι, αλλά εσύ εκεί, να το παίζεις ‘κυρία υπουργού’ και μαλακίες», έδιωξε τη γραμματέα του που ασχολιόταν κάτω απ’ το γραφείο με την ανόρθωση του δικού του πεσμένου ηθικού και έβαλε την υπογραφή του. Πλέον η «απόλυτη χορηγία» ήταν υπουργική απόφαση.
Η πρόταση ήταν πάρα πολύ απλή και μεγαλοφυής στο σύλληψή της: ιδιωτικοποίηση όλων των αθλητικών ομοσπονδιών σε κάποια πολυεθνική εταιρεία κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού, και παραχώρηση σε αυτήν κάθε αθλητικής διάκρισης και δόξης και μεταλλίου και διορισμού στο δημόσιο και στα σώματα ασφαλείας και χορήγησης άδεια πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ. Για επικοινωνιακούς λόγους βέβαια ήταν ευκταίο η πολυεθνική αυτή να διέθετε παλαιότερους δεσμούς με την Ελλάδα. Υπό το σκεπτικό αυτό κατέληξαν στη Ζίμενς, η οποία άλλωστε ήξερε από καλό λάδι. Στο εφεξής σε όλες τις διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις συμμετείχε η Ζίμενς-Ελλάς… Γνωστός καλλιτέχνης με μεγάλη μύτη που τον συμπαθεί ο καλός blogger Βααλ και η θρυλική μοδιστρούλα των ελληνικών λογοτεχνημάτων παλιότερων δεκαετιών ανέλαβαν να δημιουργήσουν τη σημαία της Ζίμενς Ελλάς. Και κατέληξαν σε αυτό:
Η Ζίμενς Ελλάς σάρωσε σε όλους τους αγώνες. Ο υπουργός δικαιώθηκε, οι πορείες και οι διαδηλώσεις των λαϊκών στρωμάτων μετατράπηκαν σε ξέφρενους πανηγυρισμούς. Κανείς πλέον δεν ενδιαφερόταν για την τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας εκτός από τον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος βασανιζόταν απ’ τη διαρκή πτώση των οικονομικών δεικτών: Λόγω των αθλητικών επιτυχιών και των πανηγυρισμών, κανείς δεν πήγαινε στη δουλειά. Η οικονομία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής και χρειαζόταν το φιλί της ζωής (αχ Ελενα!). «Η λύση βρε χαμένε είναι μπροστά σου και δεν την βλέπεις», του είπα μια μέρα που πίναμε καφέ στην Αίγλη του Ζαππείου. «Θα επεκτείνεις την ‘απόλυτη χορηγία’ στο σύνολο της χώρας». «Δηλαδή;» με ρώτησε σαν χαζός. «Πολύ απλά θα ξεπουλήσεις όλη τη χώρα, με όλα της τα καλά και τα κακά, με όλη της την ιστορία, με όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, με τα αρχαία της, τον ήλιο της, το τζατζίκι, το σουβλάκι, τα μπουζούκια, τον ΟΣΦΠ και τη Σάσα Μπάστα σε μία μεγάλη πολυεθνική, η οποία θα μας σώσει όλους».
Οπερ εγένετο. Με τα ίδια κριτήρια και τις ίδιες διαδικασίες επιλέχτηκε η ΦΑΓΕ και προέκυψε νέα, σύνθετη εθνική ονομασία: ΦΑΓΕ Ελλάς με νέο εθνικό σύμβολο αυτό:
Βέβαια κάποιοι ανθέφαγέλληνες δεν έχασαν την ευκαιρία να αρχίσουν τις δολιοφθορές και τις προβοκάτσιες: Με τόνο προστακτικό έτρωγαν το γάμα και έβαζαν κόμμα (Φάε, Ελλάς) ή έκαναν λόγο για την αγΕλλαδίτσα της ΦΑΓΕ. Μέχρι που μια αγελάδα, πεινασμένη, καθότι ο βοσκός είχε κατέβει με το τρακτέρ στην Ομόνοια για να πανηγυρίσει ένα ακόμη μετάλλιο στη συγχρονισμένη κολύμβηση, έκανε μια χαψιά τους αντιρρησίες. Κι έμεινε στην ιστορία ως η αγΕλλάδα που τρώει τα παιδιά της, η επιστημονικώς επονομαζόμενη «τρελή αγΕλλάδα».