- Αντώνη…
- Βρε καλώς τον νέο…
- Ακου, σε αυτόν τον σταθμό που δουλεύεις, μπορείς να με χώσεις;
- Τι έγινε; Ακόμη δεν ήρθαμε και ζητάμε ρουσφετάκι;
- Έλα βρε Αντώνη, μη με κοροϊδεύεις…
- Έχεις ξανακάνει ραδιόφωνο;
- Όχι.
- Ε τότε δεν γίνεται…
- Δοκίμασέ με Αντώνη και θα δεις, ακούω πολλή μουσική, θα παίζω και γαμώ τα κομμάτια…
- Ακου να σου πω κάτι χοντρούλη, και βάλτο καλά στο μυαλό σου, άμα θες να κάνεις εκπομπή, κομμάτια έχει μόνο η πίτσα, όχι η μουσική…
- (από μέσα μου: βρε άντε και γαμήσου) Καλά Αντώνη, ό,τι πεις, να κάνω ένα δοκιμαστικό;
Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι πρώτοι μου έξι μήνες στο ραδιόφωνο (απ’ τους εννιά συνολικά –τ’ αποτέλεσμα ήταν σκέτη τερατογένεση!). Έναν επαρχιακό ραδιοφωνικό σταθμό, της πχοιότητας που έλεγε κι ο τότε πρωθυπουργός μας. Πέρα από τις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές, του τύπου «μεγάλο πρόβλημα οι κουτσουλιές στην πλατεία του Αγίου, τι θα κάνει επιτέλους ο δήμος για να το λύσει;», όλη την υπόλοιπη ημέρα έπαιζε «πχοιοτικό ελληνικό τραγούδι». Από Σταμάτη Κόκκοτα και Μητροπάνο, μέχρι Σωκράτη Μάλαμα, Αλκίνοο Ιωαννίδη, Θανάση Παπακωνσταντίνου και Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Ο ιδιοκτήτης, ένας τύπος μονίμως σκυθρωπός. Μοναδικό αξιοσημείωτο πράγμα σχετικό με αυτόν, η γκόμενά του, η Αγγέλα. «Δεν καπνίζουμε στο στούντιο, δεν πίνουμε αλκοόλ, προσέχουμε τι παίζουμε και τι λέμε στον αέρα, όταν τελειώνετε την εκπομπή σας και μετά δεν ακολουθεί άλλος να θυμάστε να βάζετε την κασέτα και να κλειδώνετε φεύγοντας».
Ξεκινήσαμε με τον Σαλαδίνο, ντούετο. Ηταν ανυπόφορα: διαρκείς διαφωνίες για τη μουσική, όχι μόνο με τον Σαλαδίνο αλλά και με το φαν κλαμπ του, δυο, τρεις, τέσσερις, ενίοτε παραπάνω συμφοιτήτριές μας, πάντα παρούσες στο στούντιο για να τον δικαιώνουν: «μα ναι, αχ τι ωραίο κομμάτι, μπράβο Σαλαδίνε. Πάνο πρέπει να το παραδεχτείς ότι οι Γκούλαγκ δεν ταιριάζουν μετά την Αλεξίου» (σώπα, πέσμου κάτι που δεν ξέρω). Ασε που είχα και τον άλλο βραχνά, μια τύπισσα που εκμεταλλευόταν τα τρυφερά συναισθήματά μου για αυτήν, και με έπαιρνε τηλέφωνο για να με ρωτήσει «Παναγιώτ’ θα βάλεις λίγο Μιλτιάδη Πασχαλίδη;» (με ιδιαίτερο τονισμό, παρακαλώ, στο «λεις», στο «λί», και στο «λίδη»).
Εγώ όμως ήθελα να παίζω Γκούλαγκ, Σεξ Πίστολζ και Ραμόνζ.
Μέσα σε ένα μήνα, για να παραμείνουμε φίλοι με τον Σαλαδίνο, είχαμε χωρίσει τις εκπομπές μας: Μετά το «Πέρα απ’ τα Σύννεφά» του ακολουθούσε το δικό μου «Απλά και μόνο ροκ εν ρολ», τρελά ανέμπνευστος τίτλος, λύση έκτακτης ανάγκης, ύστερα από την κατηγορηματική απόρριψη από τον Σκυθρωπό Ιδιοκτήτη της αρχικής μου πρότασης για μια εκπομπή με τίτλο «Χοιροστάσιο» (μα Κυραποτέτοιεμου, είναι τίτλος ταινίας του Παζολίνι, ο οποίος πιστεύω ότι ταιριάζει απόλυτα με το πχοιοτικό προφίλ του σταθμού μας).
Για κάνα τετράμηνο, μέχρι που μπήκε η άνοιξη και τα περιστέρια στην πλατεία του Αγίου είχανε χεστεί από τη χαρά τους απάνω στα κεφάλια μας, καραγούσταρα. Ο Σκυθρωπός Ιδιοκτήτης με ψιλοέπρηζε παίρνοντάς με τηλέφωνο την ώρα της εκπομπής ρωτώντας με «τι παίζεις τώρα, γιατί αυτό που πιάνω σπίτι είναι κάτι περίεργα τραγούδια», «ναι Κυραποτέτοιεμου, εμάς ακούτε, αυτό είναι το Ατμοσφιρ των Τζόη Ντιβίζιον», «α, καλά, νόμιζα ότι είχε πέσει το σήμα πάλι, και θυμήσου να κλείσεις το σκούρο» «το ποιο;», «το σκούρο παιδάκι μου, δεν καταλαβαίνεις;», «τι είναι το σκούρο;», «το πώς το λέτε εσείς, μα τελείως χαζός είσαι, το παντζούρι, το σκούρο», «μάλιστα Κυραποτέτοιεμου, γεια σας τώρα, γιατί έχω κι άλλη γραμμή».
Δεν ήταν ψέματα. Ολως περιέργως μέσα στα μεσάνυχτα υπήρχαν κάποιοι που με ακούγανε και κάποιοι ακόμη πιο απελπισμένοι που με παίρνανε τηλέφωνο: ένας για να μου πει να μην παίζω όλη την ώρα Ντιπές Μοντ, η άλλη για να μου ζητήσει Del Amitri (έλεος, υπάρχουν άνθρωποι που ακούνε Del Amitri;) και να με σκυλοβρίσει όταν της είπα ότι δεν έχω και δεν με αρέσουν. Η καλύτερη φάση ήταν η «θαυμάστριά μου», μαθήτρια υποθέτω. Πρώτη φορά που με πήρε, με σκυλόβρισε -κι αυτή- γιατί είχα τολμήσει να πω στον αέρα ότι δεν με αρέσει ο Σιδηρόπουλος. Μετά ξεκίνησε να με ρωτάει κάτι βλακείες, «ξέρεις αν ήταν παντρεμένος, αν είχε παιδιά, αν ήταν ξανθομάτης κι αν ήταν γαλαζομάλλης;» κι εγώ να της αφιερώνω το «No more heroes anymore» των Stranglers και την άλλη μέρα ξανά και φτου κι απ’ την αρχή, μέχρι που μου ζήτησε να βγούμε για καφέ και της είπα ότι δεν προλάβαινα γιατί ήμουν πολυάσχολος κι ο καφές μού κάνει κακό στα νεύρα και γίνομαι επικίνδυνος και ποτέ δεν ξέρει τι μπορεί να της συμβεί πίνοντας καφέ με έναν άγνωστο.
Ωραία περνούσα γενικά. Μέχρι που ένα πρωί, ο Αντώνης, της αρχής της ιστορίας, μου είπε ότι το βράδυ, πριν από την εκπομπή μου, πρέπει να πάμε να κάνουμε αφισοκόλληση για τη συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη που σπονσοράριζε ο σταθμός μας. Σιγά μην πήγαινα, εδώ δεν πήγαινα στις αφισοκολλήσεις των ΕΑΑΚ, στου Αλκίνοου θα πήγαινα; Βρε δεν έπινα καλύτερα όλο τον Βόσπορο; Ασε που ήμουν και καλεσμένος σε κάτι γενέθλια ενός χριστιανόπληκτου συμφοιτητή, ο οποίος αρεσκόταν να συζητάει μαζί μου, πλατσουρίζοντας σε κάθε λέξη θορυβωδώς τα χείλη του, για την Αγία Γραφή, πράγμα που εγώ βαριόμουνα αλλά έβρισκα διασκεδαστικό το πλατσούρισμα.
Για να αντέξω τα γενέθλια με τη χριστιανόπληκτη παρέα του, ήπια λιγάκι, περίπου όλο το Βόσπορο (τότε, θυμάμαι, άγνωστο γιατί, αφού δεν με αρέσει το κρασί, πίναμε κάτι μπουκάλια «Μοντενέγκρο» ή «Μελίρυτος»). Πήγα, είχε φτιάξει και κάτι γλυκά, νηστήσιμα, ο λεβέντης.
Τα τσάκισα όλα βιαστικά, άκουσα για κάνα δίωρο βαρετές συζητήσεις και με ύφος περισπούδαστο και μεγάλου σταρ ανακοίνωσα την αποχώρησή μου, «γιατί έχω εκπομπή», η οποία άρχισε ως συνήθως με το ηχητικό της σήμα, το Regiment των Eno/Byrne, πέρασε και μια φίλη απ’ το στούντιο για να πει ένα γεια, χορέψαμε κι ένα βαλσάκι, το οποίο μού ανακάτεψε ελαφρώς το στομάχι, έφυγε, έμεινα μόνος, δεν ένιωθα και πολύ καλά, άρχισα να παίζω το ένα οκτάλεπτο κομμάτι μετά τ’ άλλο, να τελειώνει η εκπομπή μια ώρα αρχύτερα. Ενιωθα και κάτι αναγούλες.
Το κακό συνέβη μεσάνυχτα ακριβώς. Ισα που είχα προλάβει να βάλω την κασέτα να παίζει στο τρανζίστορ τα αμερικάνικα, κι ενώ ήμουν έτοιμος με το μπουφάν στους ώμους, κατάλαβα ότι κάτι στο στομάχι μου ήθελε να βγει. Τρέχοντας διέσχισα τον στενό διάδρομο μέχρι το γραφείο του ιδιοκτήτη, όπου στο βάθος ήταν η τουαλέτα. Αντί όμως να ανοίξω την πόρτα της, άνοιξα το στόμα μου και τα ξέρασα όλα, τα μισά πάνω στην πόρτα, τ’ αλλα μισά μέσα.
Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας και με το ζόρι στεκόμουν στα πόδια μου. Όπως-όπως καθάρισα τον χαμό, κλείδωσα κι έφυγα.
Τις επόμενες δύο ημέρες τις πέρασα στο κρεβάτι. Τροφική δηλητηρίαση; Ίωση; Φόβος για την οργή του Σκυθρωπού Ιδιοκτήτη; Δεν σήκωνα τηλέφωνα, δεν απαντούσα στα χτυπήματα της πόρτας, μέχρι που όρμησε μέσα (στην εστία δεν κλειδώναμε ποτέ) ο προαναφερθείς Αντώνης. «Είμαι άρρωστος», του είπα. «Μαλάκα σε ψάχνει τ’ αφεντικό. Να πας να τον δεις. Θέλει να μάθει γιατί δεν ήρθες στην αφισοκόλληση, ποιος ξέρασε στο γραφείο του και γιατί δεν έκλεισες το σκούρο φεύγοντας».
Βρε κόλλημα με το γαμημένο το σκούρο!
«Πέστου, θα πάω να τον δω, μόλις νιώσω καλύτερα».
Δώδεκα χρόνια μετά, ακόμη να νιώσω καλύτερα.
Σκέφτομαι ότι ίσως τώρα να είναι καλή στιγμή να πάω να τον δω.