Δεν ντρέπομαι καθόλου να πω ότι ζηλεύω αφάνταστα κάποια κείμενα που έχουν γράψει άλλοι. Για το λόγο αυτό άλλωστε μπαίνω στη διαδικασία να σκανάρω αυτά τα κείμενα. Οπως αυτό, του Αχιλλέα Κυριακίδη, λογοτέχνη και μεταφραστή, από το βιβλίο του "Μικρή περιοχή - κείμενα για την πραγματικότητα της μυθοπλασίας" (εκδόσεις Πόλις).
Λεξικόν ανωμάλων χρημάτων
Αργυρίου, Πλούτων. Φιλολογικό Ψευδώνυμο του άγνωστου τραπεζικού υπαλλήλου Γιώργου Πτωχόπουλου (γεν. 1932). Έγραψε σονέτα, συνδικαλιστικές διαμαρτυρίες και κανονισμούς πολυκατοικιών. Στα χέρια του θεάθηκε για τελευταία φορά ένας υπηρεσιακός φάκελος με ένσημα ΙΚΑ (βαρέα και ασθενείας), συνολικής αξίας 1.235.000 δρχ. Δε βρέθηκε ποτέ (ο Αργυρίου).
Γεωργόπουλος, Χρήστος (1920-1995). Γνωστός συγγραφέας. Έγραψε μυθιστορήματα, οικονομικού -κυρίως- περιεχομένου), αλλά με ποικιλία γραφής και ευρηματικότητα [Γολγοθάς (1948), Ο Γολγοθάς μιας ορφανής (1949), Τα ορφαvά του Γολγοθά (1953) κ.ά.]. Σε αυτόν ανήκει η πατρότητα του όρου «Μυθιστόχρημα» (βλ. λέξη), καθώς και των (εξίσου προσφυών) «Μεφιστόρημα» (προκειμένου περί του Φάουστ και συναφών σατανιστικών) και «Μεθυστόρημα» (για μυθιστορήματα γραμμένα από αλκοολικούς συγγραφείς ή/και μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως, λ.χ., το Κάτω από το ηφαίστειο).
Γουτεμβέργιος, Ιωάννης (1394-1468). Εφευρέτης. Μετά την εφεύρεσή του, άρχισαν κι άλλα πράγματα να εκδίδονται επί χρήμασιν.
Μυθιστόχρημα. Ο όρος θα μπορούσε να χαρακτηρίζει μυθιστορήματα που γράφονται προκειμέvου να γίνουν best-sellers. Πάντως, ο εμπνευστής του όρου (Χρήστος Γεωργόπουλος, βλ. λήμμα) τον επινόησε προκειμένου περί μυθιστορημάτων που διαδραματίζονται σε πολυτελή περιβάλλοντα, με πολυτελείς ανθρώπους και πολυτελείς ψυχολογίες.
Ντε Λισένζ Λουί, ή Γκοφρουά Πιερ, ή Μπορεγκάρ Evτoυάρ, ή Στoτέν Ζαν-Λουί, ή Περπιτζιάνο Πιερλουίτζι, ή Μαρτίνεθ Χόρχε (ενδεχομένως 1804 - πιθανότατα 1871). Ευρωπαίος πολίτης, διάσημος για τις πάσης φύσεως ενασχολήσεις του με το χρήμα.
Παραχρήμα. Το χρήμα που κερδίζεται στα μετερίζια της παραοικονομίας.
«Πόσο κάνει;» (Ρητορική) ερώτηση του Φερδινάνδου Κορτές σε εμβρόντητους ιθαγενείς, με προβλεπτή κατάληξη.
«Πόσο πάει;» (Διόλου ρητορική) ερώτηση, αλλά με εξίσου προβλεπτή κατάληξη.
Συλλογισμός:
Ο χρόνος φθείρει.
Το χρήμα φθείρει.
Άρα: Ο χρόνος είναι χρήμα.
Ταινίες. Το χρήμα (Μπρεσόν), Το χρήμα της Οργής (Κιούμπρικ), Η κάλπικη λίρα, Ο θησαυρός του μακαρίτη.
...τοις κείνων χρήμασι πειθόμενοι. Από το επίγραμμα στο Μνημείο του Άγνωστου Μισθοφόρου.
Τραγούδια. «Money, Money» (από το Καμπαρε), «Hey, big spender» (από το Sweet Charity), «Με πουλησες για χρήμα».
Φράσεις ιστορικές. «Οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργυρια» (Κατά Ματθαίον, κστ' 15), «Δόξα δε χρημάτων ουκ ωνητή» (Ισοκράτης), «Δε θέλουμε τα ματωμένα λεφτά σου, Μοράλες» (εφημ. «Αθλητική Ηχώ», όταν το αργεντινό κτήνος που είχε σπάσει το πόδι ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού, προσφέρθηκε να πληρώσει τα έξοδα της εγχείρησης).
Χρήματα. Δεν είναι γνωστό ποιος τα επινόησε, αλλά θα πρέπει να 'χε πολλά.
Χρηματολαγνεία. Σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία το (θήλυ) υποκείμενο διεγείρεται επί τη θέα νομισμάτων, κατά προτίμησιν «σκληρών».
* Το υποκοριστικό "κειμενάκι" στον τίτλο χρησιμοποιείται όχι για να μειώσει την αξία του παρατιθέμενου κειμένου, αλλά για την απόδοση ενός ηλίθιου λογοπαίγνιου που μου ήρθε με βάση το γνωστό άσμα της Λυρικής Σκηνής "Ζηλεύω το κορμάκι σου, ζηλεύω...".