Αντιλήφθηκε τον έρωτα της ξανθιάς για τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, δώρο του παππού του, που είχε μπουχτίσει από την Αμερική, όταν μικρό παιδί έβλεπε συχνά στην έρημο αυτοκίνητα να συνοδεύουν φέρετρα με παγωμένα μαλλιά, χρυσά και κρυστάλλινα, και να κάνουν στάση σε κακόφημα μπαρ στο χάιγουέη αριθμός τάδε, κλειστά την ημέρα, ανοιχτά μόνο τη νύχτα.
Και λίγο πριν το τέλος ενός ακόμη μακάβριου και πληκτικού χρόνου εξέτασης του πιστολέρο, κατά την οποία οι γιατροί παρατήρησαν κάτι πακέτα ξέχειλα από δάκρυα και ενοχές, αγόρασε ένα βιβλίο ταλαιπωρημένο, που έδειχνε έτοιμο να παραδώσει στην αστυνομία τον τελευταίο παγανιστή της γης, ο οποίος, τραγουδώντας απαλά, χωρίς σημάδια από πληγές, για τον μάγο και το λιοντάρι, επέπλεε στο πηγάδι φορώντας ένα μακρύ παλτό, δώρο κι αυτό του παππού του, που κι αυτός είχε μπουχτίσει με την Αμερική, σαν βραστή γαρίδα στο κατσαρόλι, μέσα από το οποίο αναδύθηκε ένας γέρος πιανίστας που σχεδόν χωρίς καμία αντίσταση έσπασε τον αντεστραμμένο καθρέφτη μιας γλώσσας με άγνωστες φθογγικές μεταβολές.
Τα νύχια του είχαν ένα τρομερό κόκκινο χρώμα σαν του νυχτερινού κηπουρού ύστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς. Ξάπλωνε στο αχυρόστρωμα μες στη μιζέρια και μια σιωπή που ξεκούφαινε όλους όσοι είχαν ακούσει την ιστορία για τα νεκρά αγόρια που δημιουργούσαν διαλέκτους βγαλμένες από παλιά μιούζικαλ για τον μαθηματικό, που, όταν το αφεντικό ξεκλείδωνε την πόρτα του κελιού του, ζητούσε αυτόγραφο από το φεγγάρι, οι πολιτείες του οποίου έτειναν τις κιμωλίες τους προς τους αστυνομικούς, που ανέδιδαν μια χαρακτηριστική μυρωδιά έρωτα, κρασιού και μακρινής Αμερικής.
Σαν βλάκες ποθήσαμε τον απόλυτο έρωτα και λιώσαμε κανείς δεν ξέρει πόσα ζευγάρια αρβύλες στο μεγάλο πουθενά αναζητώντας τον, με την υγεία μας σε εξαιρετική κατάσταση παρόλη τη λάσπη και τα επεισόδια σε επανάληψη μιας κοκκινόμαυρης επανάστασης στην τηλεόραση.
Τίποτε δεν βρέθηκε ποτέ και πουθενά.