Το αποφάσισε ένα πρωί κρατώντας ένα βιβλίο του Κρασναχορκάι που δεν το διάβαζε γιατί στην πραγματικότητα χάζευε στο ίνσταγκραμ. Δεν του διέφευγαν οι αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος. Πώς να πείσεις έναν Ντενίρο, έναν Πατσίνο ή έστω έναν Πολ Τζιαμάτι να δεχτεί το ρόλο; Εντέλει συμβιβάστηκε με έναν παντελώς άσημο άνεργο ηθοποιό που στο βιογραφικό του είχε να επιδείξει σχολικές παραστάσεις και κανά δυο κομπαρσιλίκια σε αυτές τις διαφημίσεις όπου χαρούμενοι άνθρωποι χόρευαν γύρω από ένα αναψυκτικό.
Εγώ θα είμαι η ζωή σου στο εξής, του ανακοίνωσε. Κάτσε να σου πω τα γεγονότα των τελευταίων 46 χρόνων. Οχι πολλα, όχι συγκλονιστικά. Δεν είμαι δύσκολος ρόλος. Λίγο μαλάκας μόνο. Ορίστε οι λογαριασμοί μου στα κοινωνικά δίκτυα, ορίστε η τηλεφωνική μου ατζέντα, ορίστε και οι ηχογραφημένες μου ψυχοθεραπείες. Η αμοιβή σου θα είναι ο βασικός μισθος, συν οδοιπορικά, μπόνους, δωρεές από τρίτα μέρη, ΈΣΠΑ, χορηγίες, φιλανθρωπίες και ό,τι άλλο μπορείς να εξασφαλίσεις. Θα είμαι αρχικά στο πλάι σου, αλλά το πλάνο είναι να αποσυρθώ τελείως από τη ζωή μου. Θέλω να παραιτηθω και τα υπόλοιπά μου χρόνια θα τα ζήσεις εσύ αντ’ εμού. Σύμφωνοι;
Σύμφωνοι.
Κι έτσι απλώς παραιτήθηκε από τη ζωή του, που την είχε βαρεθεί. Εκατσε σε μια καρέκλα σκηνοθέτη, ρουφούσε φραπέδες και παρακολουθούσε τον ηθοποιό να παίζει τη ζωή του. Δεν ήταν κακός. Φαινόταν να μπαίνει μέρα με τη μέρα στο πετσί του ρόλο, να δίνει μια πειστική ερμηνεία, να τον ενσαρκώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Λίγες φορές μόνο χρειάστηκε να παρέμβει και δώσει να κάποιες οδηγίες. Σύντομα δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του σκηνοθέτη, άραξε στον καναπέ και απολάμβανε τη ζωή του σαν θεατρική παράσταση, παιγμένη από κάποιον άλλο. Δεν άργησε να έρθει η επιτυχία, καλλιτεχνική και οικονομική. Η αγάπη του κοινού, το χειροκρότημα, τα χρήματα –δεν ήταν όμως δέκτης τους ο ίδιος, ήταν αυτός παιγμένος από κάποιον άλλον. Πάρτυ, γυναίκες, γλέντια, κόκες, φωτορεπορτάζ, βραβεία. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν απολάμβανε αυτός. Ολα πήγαιναν στον ηθοποιό που έπαιζε στη δική του ζωή καλύτερα από τον ίδιον. Σύντομα τον έπνιγε η ζήλια. Στην τελική αυτός όριζε τη ζωή του, αυτός είχε βάλει τις βάσεις για την επιτυχία. Αυτός ήταν αφεντικό του εαυτού του και του ηθοποιού της σειράς που είχε το θράσος να παίζει τη ζωή του. Χωρίς δισταγμό, ανακοίνωσε στον ηθοποιό την απόλυσή του. Στην τελευταία του εμφάνιση, ο ηθοποιός επιδόθηκε σε έναν άνευ προηγουμένου και εκτός σεναρίου συγκλονιστικό μονόλογο καταγγέλλοντας την εργοδοσία, που αφού τον ξεζούμισε, το πετάει στην άκρη σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Αρνήθηκε να παραιτηθεί και ζήτησε στήριξη από το κοινό. Και το κοινό ανταποκρίθηκε. Οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις ήταν κοσμοϊστορικές. Ουδείς ήθελε τον πραγματικό, όλοι προτιμούσαν τον ηθοποιό. Και οι μέρες περνούσαν. Δεν άντεχε άλλο να ζει στην αφάνεια. Ηθελε πίσω τη ζωή του, έτσι όπως την είχε κάνει καλύτερη ο ηθοποιός. Αλλά δεν μπορούσε να την έχει. Ή εγώ ή κανένας, αποφάσισε. Και τα έκανε όλα λίγο βιαστικά, γιατί κατουριόταν: σκότωσε τον ηθοποιό και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Καλλιτεχνική αυτοκτονία, έγραψαν τις επόμενες μέρες στις εφημερίδες.