31 Ιαν 2021

Κυριακή πρωί με την Ντίνα Καρρά

Αγαπημένο μου ιστολόγιο, όπως ίσως ξέρεις, αλλά μπορεί και να μην το ξέρεις, διότι δεν σου έχω γράψει τίποτε σχετικό όλον αυτόν τον καιρό, ζούμε μιαν πανδημία και ένα λοκντάουν και ένα αντεγαμηθείτεόλοι και κάθε Κυριακή όλοι οι Σαλονικείς φοράμε τα καλά μας και βγαίνουμε να αθληθούμε με ένα εσπρέσο στο χέρι στην παραλία, για το λόγο αυτό, επειδή με αρέσει να είμαι εναλλαχτικός, σήμερα έβαλα το καλό μου κοτλέ και τα γαλάζια αθλητικά μου, που καθόλου δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, και κίνησα για τους Κήπους του Πασά, μακριά από την παραλία, και μόλις βγήκα από το σπίτι είδα μπάτσους μπάτσους μπάτσους και κλούβες παντού, αλλά δεν περίμεναν εμένα, αυτοί από τότε που έχουμε ΝΔ είναι πάντα εκεί, λίγο παρακάτω άκουσα δυο τύπους σε ένα περίπτερο να συζητούν πολύ στοχαστικά και νηφάλια για τις πρόσφατες αποκαλύψεις παρενοχλήσεων στον καλλιτεχνικό χώρο και αργότερα, στην επιστροφή, οι ίδιοι τύποι αμετακίνητοι, εξίσου στοχαστικοί και νηφάλιοι συζητούσαν για τον Μπέρνι Σάντερς και την αμερικανική αριστερά, και στο μεσοδιάστημα μπήκα στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, είδα τάφους πολλών επιφανών και καθόλου τάφους φτωχών, και επειδή με τόση άθληση και με τόσο θανατικό μ' είχε πιάσει μια πείνα είπα να φάω καμια μπουγατσούλα κάνα ζαμποκασέρι, κι επειδή το μπουγατσοζαμπονοκασεράδικο της γειτονιάς μου εσχάτως δεν παίζει με ποιότητα ως άλλος Τσιτσιπάς, είπα να σταματήσω σε έτερο μπουγατσοζαμπονοκασεράδικο, για το οποίο είχα ακούσει λόγια επαινετικά ως προς την ποιότητα των προϊόντων, αλλά και κατηγορίες περί ιδιότροπου γερομπουγατσοζαμπονοκασεροπώλη, και οι φήμες αποδείχθηκαν κατά το ήμισυ αληθείς, δηλαδή ο μπουγατσοζαμπονοκασεροπώλης ήταν όντως ιδιότροπος (και ρουφομυξομύτης), προσωρινά εκτός λειτουργίας το ΠιΟΕς, είπε, εντάξει δεν πειράζει επιστρέφω αμέσως, του είπα, αφού του πρόσφερα χαρτομάντιλο, κι έτρεξα στην κοντινότερη τράπεζα τρία τετράγωνα μακριά αλλά το αρχίδι ο ρουφομυξομύτης γερομπουγατσοζαμπονοκασεροπώλης δεν μου είπε εγκαίρως ότι δεν έχει ρέστα από εικοσαυρω, οπότε αφού γύρισα από την τράπεζα και μου είπε ότι δεν έχει ρέστα, του είπα για δεύτερη φορά, αφού πρώτα για δεύτερη φορά του πρόσφερα χαρτομάντιλο, δεν πειράζει επιστρέφω αμέσως και έτρεξα σε πλησίον ξηροκαρπάδικο, όπου με το ζόρι μου χαλάσαν τα λεφτά, μόνον όταν τους είπα ότι είναι για τον καημένο τον ρουφομυξομύτη γερομπουγατσοζαμπονοπώλη που δεν έχει ούτε ένα ευρώ στην ταμειακή, και τέλος πάντων για τις φήμες έλεγα, που αποδείχθηκαν κατά το ήμισυ αληθείς, όντως ιδιότροπος ο μπουγατσομπανοκασεροπώλης, αλλά τα προϊόντα του ήταν δεν ήταν καλά, για την ακρίβεια ήταν σκατά και μάλιστα ακριβά, μιλάμε για το χειρότερο και ακριβότερο ζαμπονοκασέρι στην αγορά, και επειδή στεναχωρέθηκα από την τροπή που είχαν πάρει τα γεγονότα είπα να ανηφορίσω προς την αγαπημένη μου κάβα να πάρω καμιά μπίρα μαύρη κερκυραϊκή και κάνα ασπρολαγό βιδιανό κρασί, ξεχνώντας όμως πως είναι Κυριακή, και η κάβα ήτο κλειστή, και είχε αρχίσει να στραβώνει πολύ η διάθεσή μου, οπότε είπα για να με γλυκάνω να πάρω κάνα γλυκό, και μπήκα στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που βρήκα μπροστά μου, να πάρω δύο μιλφέιγ, διότι το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς μου δεν παίζει (κι αυτό!) με ποιότητα εσχάτως ως άλλος Τσιτσιπάς, και ζήτησα κάτι ρυζόγαλα (όχι για μένα) και δύο μιλφέιγ (για μένα) και η μιλφεϊγοπώλισσα με έβαλε σε δίλημμα τρελό, θέλετε μιλφέιγ το κλασικό ή το καινούργιο με αγριοκέρασο; κόντεψα να πάθω πανικό, έψαχνα ξουράφια να χαρακωθώ, δεν ήξερα τι να διαλέξω, πήρα δύο και απ' τα δυο, και ευτυχώς, ευτυχώς, θεέ των γλυκών, που συγχώρεσες τον Παναή, το μιλφέιγ ήτο εξαιρετικό και όταν πέρασα μπροστά από το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς που την είδε Τσιτσιπάς σήκωσα ψηλά τη σακούλα του ανταγωνισμού και το μεσαίο μου δάχτυλο και φαντάστηκα το βράδυ την σοκαρισμένη υπάλληλο να γράφει στο αγαπημένο της ημερολόγιο για τον τρελό που πέρασε από το μαγαζί και έκανε άσεμνες χειρονομίες και πλησιαζοντας προς το σπίτι είδα μπάτσους, μπάτσους, μπάτσους, κλούβες, αλλά δεν ήταν για μένα, αυτοί από τότε που έχουμε ΝΔ είναι πάντα εκεί, και ανέβηκα στο σπίτι να ακούσω λίγη μουσική και διαπίστωσα πως στη σιντιέρα του γραφείου είχα μέσα το Closer των Joy Division και στου σαλονιού το Unkown Pleasures των ιδίων και είπα βάλε ρε χλεχλέ κάτι χαρούμενο, κι έβαλα ένα του Λένον που δείχνει κάτι εξοχές στο εξώφυλλο και που ξεκινά με κάτι πένθιμες καμπάνες και μετά μόλις πήρα να γράφω ο Μπαγλαμάς (γάτος) πήδηξε στην αγκαλιά μου.
Και γλυκάναν όλα.  

30 Ιαν 2021

ο άνθρωπος που ήταν φίλος με τον ήχο

Ηταν ένας τύπος που άκουγε πολλή μουσική, και μάλιστα όχι μόνον πολλή αλλά και καλή μουσική, κάθε μέρα όλη μέρα, και μια μέρα αποφάσισε ότι πρέπει να ακούει καλύτερα την πολλή και καλή μουσική, και αφού πρώτα έκανε πολυετή ενδελεχή έρευνα αγοράζοντας με λαμπρό ζήλο οτιδήποτε ηχοφιλικό περιοδικό,  πήγε και αγόρασε ένα σούπερ ουάου ηχοσύστημα και κάτι μείχτες και κάτι φέτες, όχι ψωμιού, όχι τυριά, όχι μποντιμπιλντερά, και συνέχιζε να ακούει πολλή και  καλή μουσική όλη την ώρα, πεισματικά, σαν το φανάρι που έπεσε αφού έπεσε απάνω του κάποιος ασυνείδητος οδηγός, και πεισματικά συνεχίζει να δουλεύει, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ανθρώπους, πέφτουν,  ξαναπέφτουν, αλλά περιέργως συνεχίζουν πεισματικά να λειτουργούν, άκουγε λοιπόν καλύτερα πολλή και καλή μουσική με έναν τρόπο σπασαρχίδικο για τον περίγυρό του, ζώντα και μη, και επειδή κάποιος του είπε πως ο,τι υπάρχει στο χώρο επηρεάζει την ποιότητα ακρόασης της μουσικής, πήρε να αλλάζει θέση στους ανθρώπους και στα πράγματα, αλλά οι άνθρωποι τσατίστηκαν και φύγανε και τον αφήσανε μόνο του στο επιπλωμένο σαλόνι, και  κάθε φορά που άκουγε καλύτερα την καλή και πολλή μουσική, άλλαζε θέση στα έπιπλα, έβαφε στο χρώμα που μισούσε τις κουρτίνες, τα χαλιά και τα κιλίμια, έσπαγε τις πορσελάνες Βοημίας, πετούσε τις πολυθρόνες από το παράθυρο και στο φωταγωγό παλιές ελαιογραφίες του Γκόγια, τα σκυλιά  του έδωσε στον Μπόγια, μέχρι που κατάλαβε ότι αυτή η κατάσταση δεν γινόταν να συνεχιστεί, και μία βρήκε μόνον λύση: σταμάτησε να ακούει μουσική. Κι απόμεινε ολότελα μονάχος, να απολαμβάνει τον ήχο της σιωπής. 

22 Ιαν 2021

Γιατί ήταν ή ταν ή επί τας αδήριτος ανάγκη το επαναλειτουργείν των ΟΠΑΠτζίδικων και πώς καθιερώθηκε η φράση μη μου τους κύκλους τάραττε ως fashion statement σε εποχές πανδημίας

Ήταν μια φορά ένας τύπος σε ένα οπαπτζίδικο, απ’ αυτούς που ξημεροβραδιάζονται εκεί πέρα παίζοντας ΚΙΝΟ και στο μεσοδιάστημα των κληρώσεων δηλώνοντας ότι ο Αριστοτέλης ήταν ή ταν επί τας σπουδαιότερος του Πλάτωνος και αφηγούμενος έξοχες ιστορίες όπως την ακόλουθη, ήταν ή ταν ή επί τας μια φορά κάτι τύποι τραγουδιστές σε σκυλάδικο και κάνανε πρόβα στο διαμέρισμα του πληχτρά, που τον φωνάζανε μεταξύ τους χλευαστικά «ο μαέστρος» και ο οποίος στα νιάτα του διατέλεσε μέλος μπλακμέταλ συγκροτήματος, μέχρι που έξαλλος και ημίγυμνος ο γείτονας, άνδρας με τα όλα του των ΜΑΤ της εποχής, που είχε νυχτερινή βάρδια στο ξυλοκοπείν, αλύχτισε σκασμός ουστ κοπρόσκυλα, και πετάχθηκε από την μπανιέρα του ο έτερος γείτων, ο την άνωση σκεπτόμενος και σε αγαπησα στο μέγιστο βαθμό μερακλωμένος Αρχιμήδης και γυμνός χλιμίντρισε μη μου τους σκύλους mutάρετε κωλόμπατσε, και κάπως έτσι ξεκίνησαν τα διάφορα αστεία αυτού του τύπου, σε φάση μη μου τους κούκλους τάραττε, μη μου την Κου Κουξ Κλαν τάραττε, μη του τους Κλάιν Μάιν τάραττε και σε μια εξέλιξη ακραίου μιμητισμού ο καθ’ έξιν και κατ’ εξακολούθησιν ημιγυμνισμός και γυμνισμός, Σόδομα και Γόμορα, μέχρι που φτάσαμε στο μη μου τους κύκνους τάρανδε, που άκουσε μια μέρα ένας κιορατάς κυκνόφιλος, και καθότι ετι χειροτέρα της πανδημίας ημιγυμνισμού και γυμνισμού είναι αυτή των κακών λογοπαιγνίων των Σεμοδα Γομαριών, σαν κι εκείνο που σκότωσε εντέλει τον Αρχιμήδη, ο οποίος, καθότι θιασώτης του γυμνισμού, έφτιαχνε με τον φαλλόν του κύκλους εις την άμμο τραγουδώντας προφητικα ως έτερος Πάνος Γαβγαλας "είναι κακό στην άμμο να φτιάχνεις κυκλάκια, ο μπάτσος θα τα κάνει συντρίμμια κομμάτια" και ψέλλισε μη μου τους κύκλους τάραττε προτού βρει φριχτό θάνατο από τον άυπνο κυριολεκτικά και μεταφορικά φρουρό του νομου γείτονά του, επαγγελματία του ξυλοκοπείν, όστις έφερε βαρέως το αρχικό λογοπαίγνιον, ως προσβολήν της αισθητικής του μεγαλυτέρα απ’ αυτήν της τιμής του, που συνιστούσε η ύβρις κωλόμπατσε, και κάπως ούτως οι αρχές αποφασίσαν να καθιερώσουν πάραυτα τη φράση μη μου τους κύκλους τάραττε που, εντάξει, μεταξύ μας, τώρα, κανείς δεν θέλει να τη θυμάται γιατί ουδείς επιθυμεί να φαντάζεται τον Αρχιμήδη γυμνό. 

Γι’ αυτό να χαίρεστε που ξανανοίγουν τα οπαπτζίδικα.

 

18 Ιαν 2021

O ΜΙΚΡΟΠΟΥΤΣΟΠΟΥΚΑΜΙΣΑΚΗΣ

Δούλευε ως εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο, την ημέρα της ενηλικίωσής του όμως έγινε λιάρδα και πήρε να συλλογάται (ελεύθερα, διότι όποιος συλλογάται ελεύθερα συλλογάται καλά, αλλά όποιος συλλογάται καλά δεν συλλογαται εξ ορισμού και ελεύθερα, οι δε ελεύθεροι καθόλου δεν συλλογούνται, οι μεν καλοί όλη την ώρα) την επερχόμενη, ενήλικη αλλαγή στην εμφάνισή του, στον ενδυματολογικό του κώδικα, τέλος πια τα σταμπωτά μπλουζάκια συγκροτημάτων που είχαν σαρανταρίσει, όπως κι αυτός, ή κάτι άλλα ανώριμα σαν κι εκείνο με τις τυπωμένες δυσδιάκριτες πούτσες που φορούσε τελευταία και αποτέλεσε αφορμή να τον φωνάζουν ο ΜΙΚΡΟΠΟΥΤΣΟΜΠΛΟΥΖΑΚΗΣ, στροφή πλέον στην ενήλικη ενδυμασία, πουκάμισα κυρίως, είχε να φορέσει πουκάμισο από τότε που φορούσε καρώ γκραντζ πουκάμισο πάνω από μια μωβ ξεχειλωμένη τρύπια φόρμα και κυκλοφορούσε στα πιο τρέντι μπαρ των Αθηνών και περιχώρων, αλλά τι είδους πουκάμισα, πουκάμισα με λαχούρια, ή με μικρά αστεράκια, πολύ μικρά, δυσδιάκριτα, και γιατί αστεράκια και όχι πουτσάκια; σκέφτηκε, και φόρεσε ένα υποκάμισο γιομάτο πούτσες, τόσο μικρές που δεν τις έπιανε ανθρώπου μάτι (ούτε χέρι), και από κείνη την ημέρα κυκλοφορούσε κορδωτός στο δρόμο με το υποκάμισο και τον φωνάζανε ο ΜΙΚΡΟΠΟΥΤΣΟΚΑΜΙΣΑΚΗΣ.
Αξίζει δε να σημειωθεί, για λόγους ιστορικούς (διότι η ιστορία θα επαναληφθεί ως φάρσα, ως τραγωδία, ως κωμωδία, και λαοί που δεν μαθαίνουν από την ιστορία, δηλαδή τη φάρσα, την τραγωδια, την κωμωδία, θα καταστραφούν) πως το υποκούμισο ήτο ηλεχτρονικό, τελευταία λέξη της μοδός και τεχνολογικώς, και κάθε φορά που ο ΜΙΚΡΟΠΟΥΤΣΟΠΟΥΚΑΜΙΣΑΚΗΣ ένιωθε λυπημένος τα πουτσάκια ήτο στραμμένα προς τα κάτω, σε νορμάλ συναισθηματική κατάστασιν σε θέση οριζόντια, ενώ όποτε ένιωθε τυχερός και με έξαψη τα πουτσάκια ορθώνονταν καθέτως, μόνο που εντέλει ουδεμία σημασία είχε αυτό, καθότι τα πουτσάκια ήταν τόσο μικρά που ουδείς μπορούσε να διακρίνει την ακριβή τους θέση.
Μήπως ρε φίλε θεωρηθεί αυτό το κείμενο Ο ΜΙΚΡΟΠΟΥΤΣΟΠΟΥΚΑΜΙΣΑΚΗΣ, οι χαρακτήρες και ο γράφων ο ίδιος και έτι χειρότερα το ίδιο το υποκάμισο προσβολή της αισθητικής, της κοινής λογικής, της αξιοπρέπειας, της δημοσίας αιδούς, κακόγουστο αισθητικά, καλλιτεχνικά και ενδυματολογικά;
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. 

17 Ιαν 2021

Πώς βγήκε η φράση «ακόμη κι αν ήσουν το τελευταίο άτομο στη γη»


Ηταν μια φορά ένα άτομο που αγαπούσε ένα άλλο άτομο, και το δεύτερο άτομο είπε στο πρώτο άτομο «κοίτα να δεις, δεν είμαι ακόμη έτοιμο για ένα άτομο σαν και σένα, δεν είναι ακόμη ο καιρός για μας, για να στο κάνω πιο λιανά, μόνο αν ήσουν το τελευταίο άτομο στη γη θα μπορούσε να γίνει κάτι μεταξύ μας» και, μην έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει εκείνη αλλά και τις πάρα πολλές επόμενες ημέρες, είχε και λιακάδα, τυμπανοκρουσίες, σημαιάκια, άψογους σχηματισμούς των αντιαεροπορικών μας σκαφών, γιορτή του έθνους, της σημαίας και του πυροβολικού, κανονιοβολισμοί, μπαμ-μπουμ, μπαμ μπ-ουπς! ξεφύγαμε και αλλάξαμε κανάλι, το πρώτο άτομο στήθηκε στην ουρά και περίμενε να έρθει ο καιρός να γίνει κάτι μεταξύ τους, αλλά η ουρά δεν προχωρούσε, άλλωστε ήταν στην κυριολεξία το τελευταίο άτομο στην ουρά όλων των ατόμων της γης, κι αφού το καλοσκέφτηκε, μετέτρεψε σε πλεονέκτημα τη μειονεκτική αυτή θέση και πήρε να μαχαιρώνει πισώπλατα όλα τα μπροστινά του άτομα, κι έγινε έτσι το πρώτο «κατά συρροήν δολοφόνος» άτομο στην ιστορία, κι έτσι κάπως οι αρχές αποφάσισαν να μη δίνονται κίνητρα για αντίστοιχες ενέργειες και διέταξαν πάραυτα τη μετατροπή της επίμαχης φράσης σε «ακόμη κι αν ήσουν το τελευταίο άτομο στη γη».

15 Ιαν 2021

η λύση για τα καμένα λίπη

Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει εντρεπρενούρ άπλωσε προσεχτικά την κρέμα απολέπισης στις σκληρές σαν πέτρα που πετάχτηκε στους μπάτσους και κοφτερές σαν ξυράφι νεογιάπη ανθυποστελέχους πολυεθνικής με μεγάλα όνειρα φτέρνες του και περίμενε υπομονετικά να πέσουν τα νεκρά κύτταρα από το πέλμα του όπως η πιτυρίδα του στο βιβλίο του Σχολικού Επαγγελματικού Προσνατολισμού, τελευταία ώρα και τελευταίο θρανίο στο λύκειο, και ξάφνου στο άδειο, σκοτεινό και αραχνιασμένο του μυαλό, σαν νεόδμητο διαμέρισμα που έχει μείνει χρόνια απούλητο ένεκα η κρίση, άναψε ένας γλόμπος και πήρε να σκέφτεται ότι εφόσον υπάρχουν τα προϊόντα απολέπισης (πίλινγκ), που απομακρύνουν τα νεκρά κύτταρα από το δέρμα, θα ήταν καλό και κερδοφόρο να υπάρχουν και προϊόντα απολύπησης (λύπινγκ) που διώχνουν τη λύπη από τον άνθρωπο, «και ποια να είναι άραγε αυτά τα προϊόντα;» τον ρώτησε μια πιο έξυπνη απ’ αυτόν φωνή, και κόλλησε και δεν ήξερε τι να αποκριθεί και ώρες μετά, αφού η απολέπιση είχε ολοκληρωθεί, σκέφτηκε ότι την απολύπηση τη φέρνουν τα χαμόγελα, τα γέλια, οι κουβέντες και οι αγκαλιές των άλλων και μετά σκέφτηκε ότι ευτυχώς ή δυστυχώς τίποτε απ’ αυτά δεν είναι προϊόν, άρα δυστυχώς δεν πρόκειται να πιάσει την καλή με την απολύπηση, ωστόσο ένιωσε αρκετά χαρούμενος που το σκέφτηκε όλο αυτό και έστω για λίγο έδιωξε τη λύπη μακριά.  


2 Ιαν 2021

Κάλορ μάη λάηφ γουιδ δε κέηος οβ τρομπλ

ο άνθρωπος που δεν προλάβαινε να εκπληρώσει τα καθήκοντά του είτε επειδή ήταν πολύ αργός είτε επειδή μισούσε τα καθήκοντά του είπε δεν γαμείς ούτως ή άλλως δεν προλαβαίνω και βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο στο πεζουλάκι στη Μητρόπολη και πήρε να παρατηρεί τον κόσμο που στεκόταν στη στάση του λεωφορείου και είδε δύο πράγματα που του φάνηκαν πολύ αστεία και ένας γλόμπος άναψε στο μυαλό του, και σταμάτησε τον πρώτο τυχόντα περαστικό και του είπε άκου να σου πω μια αστεία ιστορία, στη στάση του λεωφορείου έτρεχε μια κυρία να προλάβει το λεωφορείο φορτωμένη κάτι σακούλες με γλυκά, τσουρέκια μάλλον, από γνωστό ζαχαροπλαστείο της πόλης, και σκάλωσαν οι σακούλες στα καγκελάκια του πεζοδρομίου και σκίστηκαν και πέσαν τα γλυκά, και δεν πρόλαβαν το λεωφορείο ούτε τα γλυκά ούτε οι σακούλες ούτε η κυρία που τις κουβαλούσε, ηθικό δίδαγμα ποτέ να μην τρέχεις κρατώντας σακούλες με γλυκά, και μετά η κυρία αφού κοντοστάθηκε είπε να πάει να ανάψει ένα κεράκι στο παρεκκλήσι της μητρόπολης που ήταν κοντά στη στάση αλλά δεν πρόλαβε να ανάψει το κερί και ένα άλλο λεωφορείο πέρασε και η κυρία έκανε μεταβολή να προλάβει το καινούργιο λεωφορείο χωρίς να προλάβει να ανάψει το κερί, αλλά πάλι δεν πρόλαβε το λεωφορείο, έμεινε με το σβηστό κερί στο χέρι, και εντέλει ξαναμαναστράφηκε να ανάψει το κεράκι της, ηθικό δίδαγμα ποτέ να μην ανάβεις κερί περιμένοντας το λεωφορείο ή και το αντίθετο, ποτέ περιμένεις το λεωφορείο όταν ανάβεις ένα κερί, και ο πρώτος τυχών περαστικός είπε του ανθρώπου που δεν προλάβαινε «μα πού το βρίσκεις το αστείο, είσαι καλά άνθρωπέ μου;», κι ο άνθρωπος που δεν προλάβαινε του είπε στάσου να δεις όμως τι ωραία ιστορία μπορεί να γραφτεί, κι ο πρώτος τυχών περαστικός του είπε «χέσε με φιλάρα, δεν έχω χρόνο να ακούω τις μαλακίες σου», κι έτσι δεν άκουσε ότι ο άνθρωπος που δεν προλάβαινε σκέφτηκε να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο που θα ξεκινάει με την κυρία με τις σακούλες με τα γλυκά στο χέρι να τρέχει να προλάβει το πρώτο λεωφορείο και να το χάνει και θα τελειώνει με την κυρία που με το κερί στο χέρι έχοντας χάσει και δεύτερο λεωφορείο ξαναμαναστρέφεται προς το παρεκκλήσι, και στο κυρίως μέρος, σε αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα μεταξύ χασίματος λεωφορείου και ξαναμαναστρεψίματος προς άναμμα κεριού, αυτή θα σκέφτεται και ο συγγραφέας θα εξιστορεί όλη τη ζωή της, μια ζωή γιομάτη απωθημένα, γιομάτη πράγματα που δεν πρόλαβε να κάνει, κι ο πρώτος τυχών περαστικός που είχε ήδη φύγει δεν πρόλαβε να δει τον άνθρωπο που δεν προλάβαινε να μην προλαβαίνει να γράψει το βιβλίο, γιατί καθώς βιαστικός πήγε να περάσει το δρόμο, τον πήρε παραμάζωμα ένα άλλο λεωφορείο (ηθικό δίδαγμα, πάντα κοιτάμε στο δρόμο προτού τον διασχίσουμε), στο οποίο επιβιβάστηκε θριαμβευτικά η κυρία που στο μεταξύ είχε προλάβει να ανάψει ένα κεράκι.