25 Νοε 2019

Ε, αυτά

Βρισκόμουν στο ιδιωτικό αεροπλάνο του μεγάλου λογοτέχνη, πίναμε λαγκαβούλιν, καπνίζαμε πούρα από την Αβάνα (ο αντικαπνιστικός προβλέπει βαριά καμπάνα), καθισμένος απέναντί μου με κοιτούσε ερωτηματικά, αλλά εγώ βαριόμουνα του θανατά, τι να σε ρωτήσω ρε μαλάκα; πήρα μιαν ανάσα και "πιστεύετε ειλικρινά πως η ποπ κουλτούρα είναι μια εφεύρεση του συστήματος για να παλιμπαιδίζουν οι μεσήλικες;", προσγειωθήκαμε στο ξερονήσι με τους απόβλητους, για να πάρει βραβείο προσφοράς, ανεβήκαμε στο πόντιουμ (κάτι γκρεμισμένα τείχη δηλαδή) μαζί, τα χειροκροτήματα πολλά, εξακολουθούσα όμως να βαριέμαι του θανατά, μιλούσα με τα πουλιά, μου λέγανε κρακρακρά, αυτός επέμεινε να με πάει σπίτι του με το αεροπλάνο, είχαμε να κάνουμε κι άλλη δουλειά, και στο χωλ, εκεί δεξιά, μια πολυθρόνα δερμάτινη και καφετιά, τραπεζάκι χαμηλό, πορτατίφ πορτοκαλί και κόκκινο τηλέφωνο, σήκωνες το ακουστικό, πληκτρολογούσες τον κωδικό και μια όμορφη απαλή φωνή σου διηγούταν παραμύθια, προφητείες, συνταγές, παραμέσα, στο σαλόνι, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι και φέρετρα χρωματιστά  εικονικής πραγματικότητας, έμπαινες μέσα και βίωνες ένα παιχνίδι, τη ναυμαχία, την κρεμάλα, σεξ με την Μπάρμπι ή τον ΤζονΤζον, ή βίωνες ένα βιβλίο, γινόσουν ο κάπτεν Νέμο, ο Φιλέας Φογκ, ή κι ένα παζλ, μπορούσες να επιλέξεις να γίνεις κομμάτι του παζλ και να περιμένεις να βρεις τη θέση σου στην κοινωνία, ή να γίνεις εσύ ο ίδιος κομμάτια, πεντακόσια, χίλια, τρεις χιλιάδες και να συναρμολογηθείς ξανά κομμάτι-κομμάτι υπομονετικά, ένα ολόκληρο σύμπαν σε εύθραυστη ισορροπία, και σκέφτηκα να μια καλή ιδέα για θρίλερ σπλατεριά με ήρωα ψυχοπαθή δολοφόνο γιατρό-ανατόμο που τεμαχίζει τα θύματα σε χιλιάδες κομμάτια και τα συναρμολογεί ξανά, φτιάχνοντας ένα, δύο, τρία τέρατα Φρακενστάιν, και πέρα από κει, τα φέρετρα, τους μπάτσους, τα γουρούνια και τους δολοφόνους, μια πόρτα που έγραφε καλωσήρθες χοντροΤζίμυ, δεν με λένε Τζίμυ, ποιος είναι αυτός ο καριόλης ο Τζίμυς; ούρλιαξα, κι εγώ σε αγαπώ γαμώ τον Χριστό, μ' απάντησε η φωνή ενός μισοτελειωμένου παζλ, πρόστιμο τόσες χιλιάδες ευρώ γιατί βλασφήμησε τα θεία, και τεσπά πίσω από την πόρτα μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία, μόνο κάτι κουτιά καφετιά και ράφια ψηλά όπως αυτά στην αρχειοθήκη των απόρρητων υποθέσεων της σία ή της αποθήκης στα Εξφάιλζ που έμπαινε εκείνος ο τύπος που κάπνιζε, πρόστιμο και σε αυτόν τόσα ευρώ, και τέλος πάντων σταμάτησα να βαριέμαι του θανατά και τρόμαξα του θανατά κι έφυγα τρέχοντας να σε βρω για να σου πω τι είδα σε εκείνο το σπίτι αλλά δεν πρόλαβα γιατί ξύπνησα

9 Ιουν 2019

Συλλέκτης

Ήταν συλλέκτης μαχαιριών κι ήταν -κυριολεκτικά- πτώμα, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα λίγο καλύτερο από τουίτ, από πορδή στον άνεμο, αν ήμουν ποιητής, αλλά ευτυχώς για την ποίηση δεν είμαι, συνέλεγε λοιπόν όχι μαχαίρια όλων των ειδών όπως θα περίμενε κανείς, δηλαδή (στάσου να αντιγράψω από κάνα σάιτ) μαχαίρια του σεφ, ιδανικά για να κόβεις, να ψιλοκόβεις και να τεμαχίζεις, οδοντωτά, ιδανικά για το κόψιμο ψωμιού και κάθε υλικού με σκληρή επιφάνεια ή κρούστα, μαχαίρια ζαχαροπλαστικής, μακριά και φαρδιά με οδοντωτή λάμα, ιδανική τόσο για κόψιμο όσο και για επάλειψη, μαχαίρια ξεκοκκαλίσματος, καιταλιμπάν, τέλος πάντων κάντε μια αναζήτηση κι εσείς αν κυριακάτικα αντί για το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι νοιάζεστε για μαχαίρια, ο συλλέκτης μας πάντως χέστηκε για τα μαχαίρια και για τα απανταχού γίγνεσθαι (κι εγώ μόλις βγήκα από το βεσέ), όπως προείπα ήταν συλλέκτης μαχαιριών, συνέλεγε πάνω στο κορμί του μαχαιριές όλων των ειδών, πισώπλατες, στο λαιμό, στην καρδιά, μαχαιριές που φτάνανε μέχρι το κόκκαλο, και τη συλλογή του από μαχαιριές είχε μαζευτεί πλήθος για να τη δει και να τη θαυμάσει από κοντά, αλλά ουδείς έσπευσε να τον βοηθήσει, να μην καταντήσει πτώμα από τις μαχαιριές, κι αυτό ήταν μια εφαρμογή στην καθημερινή ζωή του μπαηστάντερ εφέκτ, που λέμε και στο Απερ Σανσίτυ και στα εξωτικά και βαθιά δημοκρατικά Γιαννιτσά και τι είναι αυτό το εφέ σε ακούω να ρωτάς, στάσου να αντιγράψω από τη γουκιπίντια, μεγάλη ευκολία αυτό το κόπυ πέηστ, ρωτήστε και την κυρά δημοσιογραφία, είναι λοιπόν η επίδραση των παρευρισκομένων (bystander effect) ή αλλιώς το σύνδρομο Genovese ένα φαινόμενο της κοινωνικής ψυχολογίας στο οποίο τα άτομα αρνούνται να πάρουν την ευθύνη ή να δώσουν βοήθεια όταν άλλα άτομα είναι παρόντα με την πιθανότητα ένας περαστικός να βοηθήσει κάποιον να θεωρείται ότι είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθμού των παρευρισκομένων, όσο δηλαδή περισσότεροι άνθρωποι είναι παρόντες τόσο λιγότερο πιθανό είναι να βοηθήσει κάποιος, και για να επανέρθουμε στη συλλογή μαχαιριών του, μια από τις μαχαιριές του έμοιαζε με αυτές της Kitty Genovese, η οποία δολοφονήθηκε το 1964 στη Νέα Υόρκη, σε έναν πολυσύχναστο δρόμο όπου 38 άτομα (γείτονες και περαστικοί) είδαν τη δολοφονία αλλά δεν κάλεσαν την αστυνομία ούτε έδωσαν κάποια βοήθεια. 

10 Μαρ 2019

Η κηδεία ενός Φιοντόρ

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Ρωσίας, με ρίζες βαμμένες αυστριακές και γαλλικές, ο γεννημένος το 1850 κόμης Φιοντόρ Κέλερ σπούδασε σε στρατιωτικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν τα αριστοκρατόπουλα, στη συνέχεια και χωρίς να μας πιάνει κάνας γκαϊλές αν αποφοίτησε ή όχι με αριστεία, πολέμησε ως εθελοντής στον σερβοτουρκικό πόλεμο του 1876, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και τις πολεμικές του ικανότητες, έκτοτε η ζωή του όλη ήταν ένα πεδίο μάχης, που προσωπικά δεν το γουστάρω, αλλά προφανώς οι άνθρωποι στα τέλη του 19ου αιώνος δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν από πόλεμο, δεν υπήρχαν βλέπεις χίπις και μεηκλαβνοτγουόρ, μόνο μανογουόρ, κι έτσι ο παλιόφιλος ο κόμης Φιοντόρ Κέλερ πολεμούσε απεδώ κι απεκεί, βαριέμαι να κάθομαι να μεταφράζω νυχτιάτικα όλες τις μαλακίες που γράφει η γουκιπίντια, μέχρι που στα 1904 βρέθηκε και στο ρωσογιαπωνέζικο πόλεμο κάπου στην Μαντζουρία και τεσπά μπήκε και το καλοκαίρι και, αντί να πάει για κάνα μπάνιο στη Βουρβουρού, στα Καμένα Βούρλα ή στης Γριάς το Πήδημα, ο γενναίος κόμης Φιοντόρ βρέθηκε στον κώλο της μάνας του διαόλου στην εξωτική και γνωστή για τους λουκουμάδες της Λιαογιάνγκ, τριανταμία του Ιούλη ήταν, σαν σήμερα το θυμάμαι, όπου και πόθανε, έπεσε δηλαδής ηρωικά στο πεδίο της μάχης και τον θάψανε στη Μόσχα με τιμές και με μια μπάντα στρατιωτικιά που έκανε πολύ σαματά και μπέρδεψε τα πλήθη που είχαν μαζευτεί εκείνη την ημέρα στη Μόσχα για να συνοδέψουν στην τελευταία του κατοικία (διόλου ευρύχωρη, ευάερη, ευήλια) τον συγγραφέα Άντον Τσέχοφ, που είχε πεθάνει στο πεδίο μάχης ενός σπα πίνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια, μα δεν πόθανε από σαμπάνια αλλά από φυματιωση, και ο οποίος είχε έρθει πτώμα, κυριολεκτικά, για την κηδεία του μέσα σε ένα φορτηγό-ψυγείο που μετέφερε στρείδια προς αγανάκτηση του Γκόρκυ, που το βρήκε πολύ κακόγουστη κίνηση, και τεσπά συνέπεσαν οι κηδείες, έπαιζε κι η μπάντα του στρατού κάτι ωραία χιτάκια, μπερδεύτηκαν τα πλήθη και πήγαν με τον γενναίο κόμη και πολεμιστή αφήνοντας στην ησυχία του (νεκρική σιγή, στην κυριολεξία) τον συγγραφέα, για τον θάνατο του οποίου, πρόσεξε τη σύμπτωση, έγραψε στο τελευταίο του διήγημα της τελευταίας του συλλογής διηγημάτων λίγο προτού πεθάνει ο Ρέιμοντ ο Κάρβερ, που προθανάτια αλλά και μεταθανάτια συνεκρίθη με τον Τσέχοφ. Το μόνο στο οποίο ίσως διαφέρανε ήταν ότι η κηδεία του Κάρβερ δεν συνέπεσε, εξ όσων γνωρίζω, με την κηδεία κανενός στρατηγού με μπάντα και ως εκ τούτου ουδείς μπέρδεψε τις κηδείες.  

4 Μαρ 2019

Βλήτα στην προβλήτα

Το βλίτο ή βλήτο είναι ετήσιο φυτό της οικογένειας των αμαρανθοειδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Amaranthus blitum (Αμάραντος το βλήτον). Είναι ιθαγενές της περιοχής της Μεσογείου αλλά έχει εισαχθεί σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως στην ανατολική Βόρεια Αμερική[1]. Τρώγεται σε πολλά μέρη του κόσμου.[2] Εκτιμάται ιδιαιτέρως στην ελληνική κουζίνα όπου οι βλαστοί και τα φύλλα του τρώγονται βραστά με ελαιόλαδο και λεμόνι.
Μεταφορικά βλίτο λέγεται ο χαζός.

πηγή: βικιπαίδεια

Στην προβλήτα όταν ο καιρός είναι καλός μαζεύονται πολλές παρέες, άλλοι ξάπλα χάμω, άλλοι καθιστοί με τα πόδια να κρέμονται πάνω από το νερό, άλλοι αραχτοί στα ευρύχωρα πεζούλια, φωνάζουν, γελούν, βγάζουν σέλφι, αγκαλιάζονται, φιλιόνται, φωτοσυνθέτουν, πίνουνε καφέδες, μπίρες, μπάφους – μόνο κάτι λίγοι, θαρρείς από διακριτικότητα, θαρρείς από ντροπή, πάνε και κάθονται πίσω-πίσω στο στενό πεζουλάκι στη σκιά, που ίσα που χωράει ο κώλος ενός πρώην χοντρού 130 κιλά, νυν και πάλι χοντρού 99 κιλά, αυτοί οι κάτι λίγοι έχουν ένα κοινό, όχι τον μεγάλο κώλο, αλλά ότι κάθονται μονάχοι, λες και δεν θέλουν να φαλτσάρουν στη χαρά των άλλων, που λέει κι  ο ποιητής, λες και δεν θέλουν να είναι στο προσκήνιο κάτω από τον ήλιο με την ασπρουλιάρα μοναξιά τους, και τέλος πάντων όταν ο καιρός δεν είναι καλός οι παρέες των καθήμενων δεν μαζεύονται στην προβλήτα, πάνε κάπου αλλού, δεν ξέρω πού, αυτοί όμως που κάθονται μονάχοι στο στενό πεζουλάκι της σκιάς είναι εκεί, βρέξει χιονίσει, και παρότι γνωρίζει ο ένας μοναχός τον άλλον και παρότι δεν υπάρχουν τριγύρω οι παρέες των πολλών, για να νιώθουν ντροπή που είναι μόνοι, εξακολουθούν να κάθονται χώρια, ο καθείς σε απόσταση ασφαλείας από τον άλλον. Κάθονται, καπνίζουν ή δεν καπνίζουν, στενάζουν ή δεν στενάζουν, αλλά πάντως επιμένουν να κάθονται μονάχοι.
Δεν γνωρίζω αν και πόσοι απ' αυτούς παραμένουν μόνοι και αφού φύγουν από την προβλήτα.

Το μόνο που με στεναχωρεί σε αυτή την ιστορία είναι ότι μεταφορικά βλήτο λέγεται ο χαζός, κι όχι ο μοναχός, και δεν μου κάθισε καλά ο τίτλος.
(Θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα όλο αυτό, αλλά δεν κάνουμε λογοτεχνία εδώ, όποιος θέλει λογοτεχνία να την πάρει στο σπίτι του). 

23 Φεβ 2019

Ξενέρα

Ο τύπος σκάει στην προβλήτα Α στο λιμάνι με φάτσα 55αρη, φορμίτσα γαλάζια ντιαμπόρα, το ένα μπατζάκι σηκωμένο κι επίδεσμο στο γόνατο, έτοιμος για γυμναστική, μάλλον, κάνει τροχαδάκι, βγάζει το πουλόβερ, βάζει άλλο πουλόβερ, το βγάζει όμως κι αυτό, μένει με το φανελάκι και μετά τελείως γυμνός με άσπρη κοιλιά και δυο τριχωτά βυζιά, ύστερα βάζει τα δυο πουλόβερ το ένα πάνω στ' άλλο, κοιτάζει τριγύρω, κάτι του φταίει, κάτι του λείπει, σταματά περαστικό κυριλέ, φίλε-φίλε, δώσμου κάνα χαρτάκι να πιω ένα τσιγάρο, βγάζει του δίνει ο κυριλές, δεν έχω φιλτράκια όμως, δεν πειράζει θα βολευτώ ρε μάγκα, του λέει ο τύπος, δώσμου τρία χαρτάκια, ναι ξέρω-ξέρω του λέει ο άλλος, ένα τσιγαράκι να πιω, κάτσε να το πιούμε παρέα, δώσμου και καπνό, τού παίρνει τη μισή καπνοσακούλα, στάσου μισό λεπτό να το στρίψω, κάτσε και για παρέα μάγκα άμα γουστάρεις, όχι πρέπει να φύγω έχω ραντεβού, του λέει ο κυριλές, αμα έχεις ραντεβού μάγκα, να πας στο γκομενάκι, φοιτητής είσαι; τι φοιτητής γελάει ο κυριλές είμαι σχεδόν 40 χρονώ, 40 ρε φίλε; κι εγώ 45 απαντά ο τύπος με τη φάτσα 55αρη και στρίβει το τσιγάρο, φεύγει ο κυριλές, πίνει το τσιγάρο ο τύπος και μετά πάει και βρίσκει κάτι γνωστούς σε ένα παλιατζίδικο φίσκα στις ελληνικές και στις βυζαντινές σημαίες και στα πορτρέτα του Βελουχιώτη και του Τσε και στις πινακίδες-επιγραφές καταστημάτων του κέντρου που έχουν κλείσει τον καιρό της κρίσης και στρίβουν κι εκεί όλοι μαζί τσιγάρα και γίνεται ντουμάνα και παίζει το ράδιο το Ακουλονγκ των Τζέθρο Ταλ και το βάζουνε στη διαπασών και μετά βγαίνει η απέναντι, νευρική, ορμητική, και μπαίνει στην ντουμάνα η μάνα που δεν μπορεί να κοιμίσει το μωρό, άμα δεν το κλείσεις θα σου φέρω την αστυνομία.
Ε, και το κλείσανε. Ησυχία. 

31 Ιαν 2019

Σλίπερυ γουέν γουέτ

Το πρωί, στο στενό πεζοδρόμιο μούρη με μούρη με τον αχώνευτο γείτονα του πρώτου ορόφου, δεν τον καλημέρισα, δεν με καλημέρισε, μαλάκα, μουρμούρισα μόλις τον προσπέρασα, μαλάκα, μουρμούρισε μόλις με προσπέρασε, και ακριβώς στην ώρα του μαλάκα γλίστρησα, αυτός νομίζω όχι, αυτή είναι μια από τις διαφορές μας που με κάνουν να τον αντιπαθώ, αυτός πατά γερά στα πόδια του, εγώ είμαι μάλλον ανισόρροπος, όλο γλιστράω και πέφτω και τα χέρια μου είναι γεμάτα κοψίματα, όχι από τις πτώσεις, που από τις πτώσεις η αγαπημένη μου είναι η δοτική, η πιο δύσκολη πάντως είναι η ελεύθερη πτώση, χωρίς αλεξίπτωτο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, τα χέρια μου, έλεγα λοιπόν, γεμάτα κοψίματα από σελίδες χαρτιού που οι λέξεις τους δεν με ενδιαφέρουν ούτε τόσο δα, αλλά κι αυτές, εδώ που τα λέμε, καθόλου δεν νοιάζονται για μένα, μ' έχουν γραμμένο στα παλιότερα των δικών μου υποδημάτων τα οποία όλο γλιστράνε, και σε μια τέτοια γλίστρα, σήμερα το πρωί, καθώς έπεφτα, αποφάσισα να μείνω ξαπλωμένος ακίνητος καταμεσής του κινούμενου πλήθους, που μαζεύτηκε και με έκανε χάζι κι αναρωτιόταν βρε ζει ή για πέθανε ετούτος, κι ούτε ένας/μία να μου δώσει το φιλί της ζωής, καθώς σκεφτόμουνα ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με τίτλο κάλπηco (λινκ) - παρότι η κρίση της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας δεν (θα έπρεπε να) είναι παιχνιδάκι - με απόνερα ελληνικού λαϊκισμού πίσω από το σλόγκαν «εμείς ανακαλύψαμε τη δημοκρατία και κοίτα τι της κάναμε», καθώς και με απόνερα μιας παιγνιώδους ελευθεριακής κουλτούρας στο σλόγκαν «φτου ξελευθεριά για όλους», το δε co στο κάλπηco προσδίδει έναν κορπορατικό χαρακτήρα σε αυτό το επιτραπέζιο παιχνίδι για όλη την αγία ελληνική οικογένεια και μάλιστα σε πολύ καλή προσιτή τιμή, εντέλει σηκώθηκα και σαν τηλεοπτικός μπάτσος απευθύνθηκα στο συγκεντρωμένο πλήθος «μουβ αλόνγκ πίπολ, δερζ νάθινγκ του σι χίαρ», και όλοι αυτοί σαν καλοί πολίτες πήραν τον δρόμο τους, μαζί τους κι εγώ στην αέναη μηχανική κίνηση του κόσμου, χαρούμενος που έστω και με κάποιες περιστασιακές βλάβες ή ακόμη και πτώσεις μπορούσα να έχω την ψευδαίσθηση πως είμαι ένας από αυτούς.