Περίμενα στην
ουρά να μου σφραγίσουν τον καφέ,
βλαστημούσα τη γραφειοκρατία, ε ρε (ή
μήπως ΕΡΕ;) Κούλης που σας χρειάζεται
σκεφτόμουν, και μετά πήρα τον καφέ στο
χέρι και βγήκα όξω αλλά δεν ήταν σκέτος
καφές αυτός, ήταν σκέτος γκρίζος, όπως
όλα τα πράγματα έτσι κι αυτός είχε βυθιστεί στο
γκρίζο, θεέ μου πόσες αποχρώσεις του
γκρι έχεις δημιουργήσει, σκέφτηκα, μπας και με
κάνεις να αγαπήσω τα εκτυφλωτικά χρώματα
που με περιτριγυρίζουν καθημερινά, 9 με
όσο πάει, πάει δεν πάει ο ΠΑΟΚ σας γαμάει,
και μου φάνηκε αυτή η σκέψη μου για τις
αποχρώσεις του γκρι ελαφρώς μελό και
συνάμα ελαφρώς κίνκυ, σαν εκείνο το μυθιστόρημα
με τις φαντασιώσεις, και πήρα πρώτον να
τραγουδώ το so many shades of γκρι
των Μισσιον, που εντάξει, green
λέει, Μάρκο Σεφερλή πάρε με τηλέφωνο
να σου γράψω κάνα νούμερο, και δεύτερον
να σκέφτομαι για την αναγκαιότητα μιας
λογοτεχνίας πραγματικών φαντασιώσεων
ή ακόμη καλύτερα για την αναγκαιότητα
μιας πραγματικά φανταστικής ποιοτικά
λογοτεχνίας του φανταστικού με μπόλικες
φαντασιώσεις που όμως θα συγγράφεται κυρίως και κατεξοχήν
από τους αναγνώστες και εξηγούμαι:
προκειμένου λοιπόν να καταλυθεί αυτή
η αβάσταχτη εξουσία του συγγραφέα πάνω
στο κείμενο πρέπει το κείμενο να μην το
παραδίδει ο συγγραφέας στον αναγνώστη,
αλλά να μπορεί να το φανταστεί ο αναγνώστης
βασιζόμενος σε ένα εξώφυλλο και σε
ελάχιστα, εν είδει λίστας, στοιχεία που
θα δίνει ο συγγραφέας, του στιλ «αγγούρι,
βούτυρο, Παρίσι, Ταγκό, κρεβάτι, δροσίζεται, τρώει,
ρομπότ, διάστημα, γαλαξίας, Γαμιέται ο
Δίας, Αφροδίτη», με τα οποία ο αναγνώστης
θα πρέπει να φανταστεί το δικό του
φανταστικό ποιοτικά μυθιστόρημα
φαντασίας με φαντασιώσεις, τις οποίες,
όμως, κι εδώ είναι το μεγάλο κόλπο, μετά θα
πρέπει να πραγματοποιήσει ο συγγραφέας,
ο οποίος με τον τρόπο αυτό θα έχει
απολέσει πάσα εξουσία πάνω στο κείμενο
αλλά και στον αναγνώστη, αντιθέτως θα
έχει μετατραπεί σε άβουλο όργανο και
υποχείριό τους.
Και μετά βγήκα
από το γκρίζο ξερνώντας barcode πάνω σε χίλια χρώματα.