26 Νοε 2018

Για την πραγμάτωση μιας φανταστικής ποιοτικά λογοτεχνίας του φανταστικού με φαντασιώσεις

Περίμενα στην ουρά να μου σφραγίσουν τον καφέ, βλαστημούσα τη γραφειοκρατία, ε ρε (ή μήπως ΕΡΕ;) Κούλης που σας χρειάζεται σκεφτόμουν, και μετά πήρα τον καφέ στο χέρι και βγήκα όξω αλλά δεν ήταν σκέτος καφές αυτός, ήταν σκέτος γκρίζος, όπως όλα τα πράγματα έτσι κι αυτός είχε βυθιστεί στο γκρίζο, θεέ μου πόσες αποχρώσεις του γκρι έχεις δημιουργήσει, σκέφτηκα, μπας και με κάνεις να αγαπήσω τα εκτυφλωτικά χρώματα που με περιτριγυρίζουν καθημερινά, 9 με όσο πάει, πάει δεν πάει ο ΠΑΟΚ σας γαμάει, και μου φάνηκε αυτή η σκέψη μου για τις αποχρώσεις του γκρι ελαφρώς μελό και συνάμα ελαφρώς κίνκυ, σαν εκείνο το μυθιστόρημα με τις φαντασιώσεις, και πήρα πρώτον να τραγουδώ το so many shades of γκρι των Μισσιον, που εντάξει, green λέει, Μάρκο Σεφερλή πάρε με τηλέφωνο να σου γράψω κάνα νούμερο, και δεύτερον να σκέφτομαι για την αναγκαιότητα μιας λογοτεχνίας πραγματικών φαντασιώσεων ή ακόμη καλύτερα για την αναγκαιότητα μιας πραγματικά φανταστικής ποιοτικά λογοτεχνίας του φανταστικού με μπόλικες φαντασιώσεις που όμως θα συγγράφεται κυρίως και κατεξοχήν από τους αναγνώστες και εξηγούμαι: προκειμένου λοιπόν να καταλυθεί αυτή η αβάσταχτη εξουσία του συγγραφέα πάνω στο κείμενο πρέπει το κείμενο να μην το παραδίδει ο συγγραφέας στον αναγνώστη, αλλά να μπορεί να το φανταστεί ο αναγνώστης βασιζόμενος σε ένα εξώφυλλο και σε ελάχιστα, εν είδει λίστας, στοιχεία που θα δίνει ο συγγραφέας, του στιλ «αγγούρι, βούτυρο, Παρίσι, Ταγκό, κρεβάτι, δροσίζεται, τρώει, ρομπότ, διάστημα, γαλαξίας, Γαμιέται ο Δίας, Αφροδίτη», με τα οποία ο αναγνώστης θα πρέπει να φανταστεί το δικό του φανταστικό ποιοτικά μυθιστόρημα φαντασίας με φαντασιώσεις, τις οποίες, όμως, κι εδώ είναι το μεγάλο κόλπο, μετά θα πρέπει να πραγματοποιήσει ο συγγραφέας, ο οποίος με τον τρόπο αυτό θα έχει απολέσει πάσα εξουσία πάνω στο κείμενο αλλά και στον αναγνώστη, αντιθέτως θα έχει μετατραπεί σε άβουλο όργανο και υποχείριό τους.
Και μετά βγήκα από το γκρίζο ξερνώντας barcode πάνω σε χίλια χρώματα. 

 

18 Οκτ 2018

το μπαλάκι κι ο σκύλος

Περπατάει στο δρόμο, στέκεται στο φανάρι, στην τσέπη της ζακέτας ένα μήλο, μισοφαγωμένο, στην άλλη τσέπη ένα άδειο θερμός με καφέ, στέκεται και  κοιτάει τον σταμάτη περιμένοντας να σκάσει μύτη ο γρηγόρης, καμιά φορά, άμα δεν έχει πολύ κόσμο τριγύρω, τους μιλάει κιόλας, τι χαμπάρια, ρε μαλάκες, γαμάτε τίποτε; τους ρωτάει, αλλά συνήθως σκέφτεται ότι θέλει με κάποιον να μιλήσει, κάποιον να πάρει τηλέφωνο και δεν ξέρει ποιον, ίσως έναν αριθμό στην τύχη, ή έναν περαστικό στον πεζόδρομο όπου τώρα περπατάει ή εκείνη την τρελή γριά που βρίζει τούς πάντες, το πρωί τουλάχιστον μιλάει με τον κουλουρτζή, που παίζει μπιλιάρδο στο κινητό και του λέει κάθε φορά για το μπιλιαρδάδικο της νιότης του, αυτός δεν έχει τίποτε να πει για τα μπιλιάρδα, στη νιότη του μόνο βιβλία, που τα 'χει αποκηρύξει τώρα, όπως και το κίνημα της νιότης του, κι αυτό το 'χει αποκηρυγμένο, εσχάτως μάλιστα κατέληξε πως σε αμφότερα, όταν αυτά επικαλούνται, αποδίδονται θεολογικές διαστάσεις, μεταφυσικές, μαγικές, ότι και καλά τα βιβλία από μόνα τους είναι αρκετά για έναν καλύτερο κόσμο ή ότι το κίνημα, που ποτέ δεν είμαστε εμείς, αλλά είναι κάτι άλλο, πέρα από μας, και τού ζητάμε να μας βοηθήσει, θα μας σώσει, τέλος πάντων, δεν έχει και κανέναν να τα πει όλα αυτά, καλύτερα ίσως, ποιος να κάτσει να ακούσει τέτοιες μαλακίες, και συνεχίζει το δρόμο του, πρώτα ακούει και μετά βλέπει τον τύπο που σνιφάρει κόκα (ή κάτι άλλο) στο πεζούλι μιας εκκλησίας, η θρησκεία το όπιο του λαού, πόσο ταιριαστό, σκέφτεται, παραπάνω φοιτητές δίνουν ραντεβού στο ροκ μπαρ τρέχαγύρευε, το ίδιο στο οποίο δίνανε ραντεβού οι φοιτητές και πριν από είκοσι χρόνια, ίδιοι οι φοιτητές παντού και πάντα, πιο πέρα πρεζάκια, ίδια τα πρεζάκια, παντού και πάντα, λίγο πιο πάνω μούρη με μούρη με γνωστό δημοσιογράφο-λογοτέχνη κεντροαριστερό τσεγκεβάρα και τσοπερά, πφ, μεγάλωσε ο τύπος, αλλά θα μου πεις περάσαν τα χρόνια, τι πλάκα που δεν με ξέρει, σκέφτεται, κι εγώ ξέρω τόσα γι' αυτόν, πάνε χρόνια από τότε που με παίνευε χωρίς να ξέρει ποιος είμαι για κάτι που είχα γράψει για έναν συγγραφέα που 'χε πεθάνει, τώρα αυτός μεγάλωσε, κι εγώ δεν γράφω, σκέφτεται, αλλά τουλάχιστον εξακολουθεί να μη ξέρει, καλό είναι να μένουν κάποια πράγματα ίδια, λίγο μετά πατσατζίδικο, ουζερί, ένα σκυλί πολύ χαρούμενο που κυνηγάει το μπαλάκι, θα πιάσω κουβέντα με αυτό, το μπαλάκι, όχι τον σκύλο, ο σκύλος είναι χαρούμενος, δεν μου φταίει σε τίποτε ο καημένος. 




8 Οκτ 2018

Back from the living

Τα τείχη ήταν φτιαγμένα από χρώμα, κρυμμένος πίσω από μια σελίδα χαρτί, σε στάση αναφανδόν πρηνηδόν ξερνούσα barcode οπλισμένος με κολλητική ταινία, που ήταν η καλύτερη ταινία που είχα δει ποτέ στη ζωή μου και την έβλεπα με μεγάλη ευχαρίστηση ξανά και ξανά.
Είχαμε ξεκινήσει μέρες, μήνες, χρόνια πριν για τη συναυλία που θα δίνανε τα Μωρά στη Φωτιά, εγώ, που θα με προσδιόριζα ως έναν αδιάφορο ιστορικό ενεστώτα, ένας συμπαθητικός παρακείμενος κι ένας αντιπαθητικός τετελεσμένος μέλλοντας, αλλά μας πρόλαβε ο πόλεμος, τα βόλια βρήκανε πρώτα τον συμπαθητικό παρακείμενο που κείτεται νεκρός δίπλα μου στο χρωματιστό μας μετερίζι, ο δε αντιπαθητικός τετελεσμένος μέλλοντας έκλεψε το άλογο ενός καβαλάρη και λιποτάκτησε φωνάζοντας τετέλεσται και σαλπίζοντας τη συντέλεια του κόσμου. Ηρθαν και τα παιδιά απ' τις γειτονιές με τα φορτηγά και προς στιγμήν νόμιζα πως ήταν για τη συναυλία, αλλά στάθηκαν καταμεσής του δρόμου, γκαβλωμένα με την προοπτική του πολέμου και λογάριαζαν πόσους και πώς θα σκοτώσουν, πού θα στήσουν την ενέδρα, κάνανε κάλυψη - απόκρυψη αριθμού και φραγή εισερχομένων εχθρών. Τούς μαζέψανε στην εκκλησιά, να τους ευλογήσουν, εγώ στάθηκα στον πρόναο, δεν μπήκα παραμέσα -κι όταν βγήκα, ελπίζοντας σε μια διαφυγή την ύστατη στιγμή καβάλα ίσως απάνω σε μια από θεού μηχανή, σε μια από μηχανής θεά, σε έναν από θεού θεό, προς θεού δεν κάνω διακρίσεις όταν έχει να κάνει με το συμφέρον μου, βρήκα μια τετράτροχη, αργοκίνητη μαύρη χελώνα να κατουρά το πάλαι ποτέ χρωματιστό μου μετερίζι. Στο βάθος του ορίζοντα ο Χέρμπι το κατσαριδάκι και η μια κατσαριδούλα Μικρή Τερέζα τρέχανε να ξεφύγουν από χημικά που έριχνε ο ουρανός αυτοπροσώπως.
Ξέρασα ξανά μπαρκόουντ. Η ζωή κι ο θάνατος σε επανάληψη είχαν μόλις αρχίσει ξανά.

14 Μαΐ 2018

(κουλτ)ουροσυλλέκτης ή όταν θα πάω στον τρελογιατρό

Υπάρχουν λογιώ λογιώ συλλογές, ας πούμε κάποιοι συλλέγουν έργα τέχνης, πίνακες, γλυπτά, αρχαιολογικά ευρήματα, δίσκους βινυλίου, βιβλία, πεταλούδες, γραμματόσημα, κούκλες, ο προϊστορικός άνθρωπος συνέλεγε τροφή, ο καπιταλιστής άνθρωπος συλλέγει πλούτο, σε μια ταινία ένας συνέλεγε αποτσίγαρα με κοκκινάδι μοιραίων γυναικών που περάσανε από το καφέ του, είχα ακούσει για κάποιον που συνέλεγε νύχια, υπάρχουν κι οι συλλέκτες εμπειριών, ερωτικών και μη, άμα γράψετε στο γκουγκλ «οι πιο περίεργες συλλογές του κόσμου» θα βρείτε ένα σωρό άρθρα κι ένα σωρό περίεργες συλλογές, εκτός απ' αυτήν για την οποία γράφω τώρα, για αυτόν τον τύπο που συνέλεγε ούρα, ήταν δηλαδή ουροσυλλέκτης, αλλά πολύ γεμάτος, ξέχειλος, και σκεφτόταν ότι αυτό είναι μια ωραία φ(ρ)άση για να μπει στο ψυχογραφικό του και να το καταθέσει στους ψυχολόγους-ψυχιάτρους, οι οποίοι πλέον είχανε τόση πολλή δουλειά και πελατεία που αναγκαστικά κάνανε διαλογή βάσει ψυχογραφικού, άλλωστε είχαν βαρεθεί όλο τα ίδια και τα ίδια, κατάθλιψη, οιδιπόδεια και τα λοιπά, και αναζητούσαν να αναλάβουν ασθενείς βάσει ψυχογραφικού με κάποιου είδους φαντεζί συμπτώματα, έτσι αυτός αποφάσισε να δηλώσει ουροσυλλέκτης, συλλέκτης ούρων, αλλά και κουλτουροσυλλέκτης άχρηστων ιστοριών όπως αυτή για τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που νέος ακόμη, μαζί με κάτι φίλους του, καπνιστές κουλτουριάρηδες, αποφάσισαν να βγάλουν ένα πολιτιστικό/λογοτεχνικό περιοδικό, το Κρόνικα, αλλά καθότι λατίνοι και ήταν και μεταγραφική περίοδος στο πρώτο τους τεύχος γράψανε για τον βραζιλιάνο παιχταρά που αγόρασε η ομάδα τους κι έγινε ανάρπαστο το τεύχος, μα τι υπέροχο το νέο αθλητικό περιοδικό, είπαν οι αναγνώστες, μα όχι δεν είμαστε των σπορ, δεν είμεθα ποδογράφοι, είμαστε της κουλτούρας, να επιμένουν οι συντάκες, αλλά είναι να μη σου βγει το όνομα, τι κι αν στα επόμενα τεύχη γράφαν κουλτουριάρικα, το κοινό δεν χαμπάριαζε, μόνο παραξενευόταν και λέγανε οι αναγνώστες «τι μαλακίες γράφουν στο νέο αθλητικό περιοδικό, δεν το ξαναγοράζουμε» και πήραν οι πωλήσεις την κατιούσα, κι υστερα, σαν ήρθε κι ένας άλλος παιχταράς μεταγραφή στην ομάδα, αποφάσισε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αυτοπροσώπως να γράψει το σχετικό θέμα, μπας και αυξηθούν οι πωλήσεις, κι έγραψε ένα λαμπρο αφιέρωμα για τον καινούργιο Βάσκο παιχταρά που είχε έρθει στην ομάδα και σκιαγράφησε το προφίλ του εξαιρετικά, μόνο που δεν πρόσεξε ότι ο παιχταράς μπορεί να είχε όνομα που θύμιζε χώρα των Βάσκων, αλλά ήταν μαύρος, κατάμαυρος, κατράμι, κι έγινε ρεζίλι ο συγγραφέας και του είπανε πως έγραψε το χειρότερο ρεπορτάζ όλων των εποχών, μα δεν τον ένοιαξε, γιατί θα το χρησιμοποιούσε αργότερα σε κάποιο του βιβλίο,
κατάλαβες γιατρέ μου; (φράση κλισέ, γράφτηκε σε δεύτερη φάση)

26 Ιαν 2018

Writers deathmatch

Έχω ένα (ψέματα, πολλά) κακό συνήθειο να διαβάζω δύο (ή παραπάνω) βιβλία ταυτόχρονα και δεν αποτελεί ένδειξη καμιάς ιδιαίτερης βιβλιοφιλίας, πολλώ δε μάλλον ευφυΐας, είναι απλώς ένδειξη βαρεμάρας να σηκωθώ να ανάψω το φως όταν πέφτει το σκοτάδι και αποφόρτισης της μπαταρίας του κινητού και του τάμπλετ, διαβάζω τωρα που λες ένα ενός αμερικανού, γραμμένο τη δεκαετία του '30, κι ένα άλλο μιανής, αμερικανίδας ή αγγλίδας ή άλλης εθνικότητας, δεν έχει σημασία, γραμμένο στα χρόνια μας, που στο πρώτο ένας κακομοίρης μετακομίζει από το Κολοράντο στο ΛΑ και ψωμολυσσά όλη μέρα μπας και γίνει συγγραφέας, τρώει κάτι σάπια πορτοκάλια και στο μπαρ που πηγαίνει έχει λεφτά μόνο για καφέ, ούτε καν για μια μπίρα, στο δε δεύτερο ένας τύπος, έλληνας, μεγαλώνει στα Λονδίνα και στα πλούτη αφού η οικογένειά του, εφοπλισταί, μετακομίζει συν γυναιξί και τέκνοις, μαζί κι οι θείες με την περμανάντ και το κοκκινάδι και οι θείοι με τα μουστάκια που τσιμπούν τα μάγουλα, στη γηραιά Αλβιόνα, και παντρεύεται κάποια στιγμή μιαν όμορφη που δεν ξέρει ότι η Βενεζουέλα είναι χώρα και μετά τη χωρίζει και στον χωρισμό είναι πολύ κύριος και γενναιόδωρος, πάρε το σκάφος, πάρε και το εξοχικό, πάρε και το αμάξι, πάρε και τους πίνακες, δεν τον νοιάζουν τα υλικά τα αγαθά, ξέρει ότι σύντομα μπορεί και πάλι να τα έχει όλα, το πρόβλημά του είναι ότι δεν ξέρει ακριβώς ποια είναι αυτά τα «όλα» που θέλει και αν θα τα θέλει πραγματικά, την ίδια στιγμή, αλλά και εβδομήντα-ογδόντα χρόνια πριν, στο άλλο βιβλίο, στο πρώτο, ο ψωμολυσσιάρης φέρελπις συγγραφεύς στρίβει τσιγάρα με το κωλόχαρτο και προβληματίζεται: να κλέψει τα γάλατα από τον γαλατά ή να μην τα κλέψει, μπας και ξεγελάσει την την πείνα του, και τελικά πάει και το κλεβει, αλλά του βγήκε ξινό, όχι γιατί τον πιάσανε, αλλά γιατί ήτανε σε φάση ξινόγαλο κι αυτουνού δεν του αρέσει καθόλου, άσε που δεν έχει και να πληρώσει το νοίκι, ενώ στο άλλο βιβλίο ο βρετανοθρεμμένος τύπος ταξιδεύει πίσω στην Ελλάδα, έχει ένα σπίτι στο Λονδίνο, ένα στο νησί, ένα στην Αθήνα, κάπου θα βρει να μείνει, και κάπου εκεί αναρωτιέμαι τι σκατά έχει πάθει η λογοτεχνία στις μέρες μας και δεν βλέπει τους φτωχούς, αντιθέτως βλέπει πολύ βαθιά στο υπαρξιακό κενό των μπουρζουάδων, και σκέφτομαι πόσο ενδιαφέρον θα ήταν, στα πρωτυπα του celebrity deathmatch, να φτιάξω ένα τέτοιο με λογοτέχνες και να ρίξω στο ρίνγκ ας πούμε τον Μπουκόφσκι και τον Φράνζεν, αν κι ο δικός μου -το 'χει βάλει και στα γραπτά του αυτό- ήταν καλός μόνο για να τρώει ξύλο και να τρεκλίζει, είτε από το ποτό είτε από τα μπουνίδια. Ακόμη και στα βιβλία, ρε γαμώτο, οι αστοί κερδίζουν.

21 Ιαν 2018

Suncity vandal

Η δεκαετία του '80, για όσους γεννηθήκαμε στα τέλη της προηγούμενης, είναι κάπως σαν ίνσταγκραμ, θολή με χρώματα ξεβαμμένα, κάπως σαν σέπια, αλλά ζεστή όπως όταν το χειμώνα κοιτάς κατάματα τον ήλιο, τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ σημειωτέον, γιατί η δεκαετία του '80 ήταν τέλεια, κυρίως όσο είχαμε σοσιαλισμό, δηλαδή οκτώ από τα δέκα χρόνια. Στη δε Ηλιούπολη (aka Suncity) της Θεσσαλονίκης περνούσαμε πολύ καλά με τον σοσιαλισμό κι ας διαβάζανε οι γείτονες φανατικά Ελεύθερο Τύπο κι ας έγραφε ο Λάκης της Αλέκας (απλή συνωνυμία) ΚΚΕ στους τοίχους πριν από τις εκλογές του '85.  Εκτός από ΠΑΣΟΚ, είχαμε ακόμη αλάνες (πολλές), νεόκτιστες νεοαναγειρόμενες πολυκατοικίες, που όσο σηκώνονταν είχαν απ' έξω ένα μικρό βουναλάκι άμμο (για να πηδάμε εκεί από τον πρώτο όροφο, ή και από ψηλά, τότε ακόμη τέτοια πράγματα δεν μου φέρνανε στο μυαλό αυτοκτονίες), και βρύσες για να πίνουμε νερό όταν σταματούσαμε να παίζουμε μπάλα. Σε κάποιες, πιο σπάνιες περιπτώσεις, όπως στη δική μου γειτονιά, υπήρχαν και κάτι ξεχασμένες βίλες του προηγούμενου αιώνα (19ου), οθωμανοκρατικά απολειφάδια, τούρκικες βίλες τις λέγαμε τότε. Σε μια απ' αυτές, απέναντι από το δυάρι στο οποίο μεγάλωσα, έμενε η οικογένεια του κυρ-Κ., αστυνομικού στο επάγγελμα, πολύ καλός άνθρωπος σύμφωνα με όσα λέγανε οι γονείς μου γι' αυτόν, άκακος, αν και αστυνομικός, ποτέ του δεν πείραξε κανέναν, μέχρι και κάτι γιουγκουσλάβους τουρίστες φιλοξένησε (τότε δεν είχαμε ερμπιενμπί και τέτοιες μαλακίες) μια μέρα που τους βρήκε να κοιμούνται στο δρόμο. Ο κυρ-Κ είχε πολλά παιδιά, δεν θυμάμαι πόσα, όλων των ηλικιών, που ήταν φίλοι με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, οπότε το σπίτι τους (η βίλα της οθωμανοκρατίας) ήταν πάντα ανοικτό σε όλους μας, η αυλή κυρίως δηλαδή, με τα δέντρα, τα χώματα, τη μάντρα γύρω γύρω στην οποία σκαρφαλώναμε για να μπαινοβγαίνουμε, παρότι η πόρτα δεν έκλεινε ποτέ, και μια τεράστια μουριά, που ήταν το μοναδικό που απέμεινε από την οθωμανική βίλα όταν απαλλοτρίωσε τον χώρο ο δήμος για να φτιαχτεί ένα πάρκο, κι αυτή ήταν η αρχή του τέλους της παιδικής μου ηλικίας, όταν γκρεμίσανε το σπίτι του κυρ-Κ, που είχε βέβαια από χρόνια πριν μετακομίσει κι είχε μείνει να ρημάζει η βίλα, και τέλος πάντων πρώτα γκρεμίστηκε η βίλα, μετά φτιάχτηκε το πάρκο, μετά πέθανε ο κυρ-Ευθύμης που έβγαινε κάθε Κυριακή να πλύνει την Ασκόνα με το λάστιχο φορώντας μόνο σορτσάκι που ίσα που φαινότανε κάτω απ' την κοιλάρα, αλλά καθώς έσκυβε φαινόταν η κωλοχαράδρα του και μάς έπαιρνε την μπάλα όταν καμιά φορά χτυπούσε στην Ασκόνα, και μετά τα πράγματα σοβάρεψαν πολύ, μας φέρανε και το λεωφορείο στη γειτονιά, να περνάει από το δρόμο μας, να κάνει και στάση μάλιστα, και μετά κάνανε και μονοδρομήσεις, φέρανε και οδοσήμανση, πινακίδες κυκλοφορίας και μια μέρα στη γειτονιά ξυπνήσαμε όπως κάθε μέρα χαμογελαστοί και αθώοι, μόνο που κάποιος είχε κολλήσει πάνω στη στρόγγυλη πινακίδα μια φωτογραφία με έναν μεγάλο πούτσο κι είχαμε όλοι σοκαριστεί, κάναμε όλοι πως δεν το βλέπαμε, κανείς δεν μιλούσε για αυτό, αλλά ούτε και για τίποτε άλλο, είχε πέσει άκρα του πούτσου σιωπή, κάποιοι ίσως το πήρανε και ως προσβολή, ότι τι; είμαστε γειτονιά για το πέος; αλλά κανείς δεν πλησίασε την πινακίδα για να κατεβάσει την ψωλή, μην τυχόν και θεωρηθεί υπεύθυνος για την ανάρτησή της, ξες όπως λεμε πρωτοκλάστης, πρωτομυριστής, έτσι και πρωτοψώλης, πρωτομπλεχθείς, και την άλλη μέρα ξημέρωσε και αναπνεύσαμε ελεύθερα όλοι στη γειτονιά, κάποιος, κάποιοι, δεν ξέρω ποιος/ποιοι, σαν έπεσε το σκοτάδι, αποκατέστησαν την τάξη, αποκαθηλώσαν την ψωλή, και ήταν ακόμη το '80, έστω και στα τελευταία του, οπότε δεν είχαμε πράγματα όπως η τηλεοπτική σειρά american vandal, δεν βρέθηκε κανείς δηλαδή να κάνει ένα ψευτοντοκιμαντέρ μπας και βρεθεί ο υπεύθυνος εκείνου του πρώιμου ντικ πικ.