To σκηνικό
είναι ταραντινικό, παλπφιξιονικό, αν
και πρόκειται περί αναχρονισμού, καθώς
η ιστορία γράφτηκε πολλά χρόνια πριν
τον Ταραντίνο: δυο εκτελεστές
μπαίνουν σε ένα απ' αυτά τα μαγαζιά που
στις ΗΠΑ τα λένε diner, εμείς
ας το πούμε καφέ-μπαρ, παραγγέλνουν να
φάνε κατιτίς, αυτό που ζητάνε δεν υπάρχει,
βολεύονται όπως-όπως με χοιρινό κι αυγά,
γίνεται μια ψιλομανούρα στην κουζίνα
με τον μάγειρα και τον σερβιτόρο, πού
είναι ο Σουηδός; πού είναι ρε αρχίδια; ζητούνε να μάθουν οι
εκτελεστές, γιατί αυτόν ψάχνουν, έναν
μποξέρ, που τον φωνάζουν Σουηδό, τελικά
φεύγουν, τρέχει ο Νικ να προειδοποιήσει
τον Σουηδό ότι τον ψάχνουν και κινδυνεύει, αυτός ατάραχος
στον κρεβάτι λέει, γάμησέ το, φίλε, δεν
έχει σημασία.
Ή
τελικά μπορεί το σκηνικό να μην είναι
ταραντινικό, παλπφιξιονικό, αλλά να
είναι κάπως περισσότερο υπαρξιακό: ενας
τύπος κάθεται σε ένα μπαρ στις ΗΠΑ,
γέρος, κουφός. Πριν λίγες μέρες αποπειράθηκε
να αυτοκτονήσει. Είναι η ώρα του κλεισίματος. Ζητά ένα
ποτό ακόμη. Ο νεαρός σερβιτόρος του
βάζει ένα ξέχειλο, παραπονιέται όμως
στον γέρο συνάδερφό του, άντε πότε θα
ξεκουμπιστεί ο γεροκουφός, έχω και σπίτι και
γυναίκα να με περιμένει, ο γεροσύναδερφος,
που νιώθει πιο κοντά στον γεροκουφό
πελάτη, τού λέει, κοίτα να δεις, νέο, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι,
μονάχοι, σαν τον γεροκουφό, που έχουν ανάγκη
από ένα καθαρό, φωτεινό μέρος να
αράζουν μόνοι τους τη νύχτα. Ο γεροκουφός
θέλει κι άλλο ποτό. Ο νεαρός ανυπόμονος
να πάει σπίτι του τον διώχνει, κλείσαμε
κύριε, του λέει. Ο γερόκουφος φεύγει. Ο
νεαρός ανυπόμονος φεύγει. Μένει ο
γεροσερβιτόρος μόνος με την αϋπνία του.
Ένα
απ' αυτά τα σκηνικά, αποτυπωμένα σε δύο
διαφορετικά διηγήματα του Χέμινγουεη,
ίσως να αποτέλεσαν την έμπνευση (αλλά
μπορεί και όχι, άσε που κάποιοι διαπιστώνουν
επιρροές και από το καφέ τη νύχτα του Βαν Γκογκ) για τον πίνακα του Χόπερ με τίτλο
Nighthawks, όπου ο καλλιτέχνης
αποτύπωσε στον καμβά την αστική μοναξιά.
Ο τίτλος του πίνακα θυμίζει φυσικά τον
Θωμά που Περιμένει και το εξώφυλλο του δίσκου του
Nighthawks at diner.