8 Απρ 2017
Έρχομαι από πολύ μακριά τελικά
Γράφει ο Τζέφρι Γκορέρ, δεν ξέρω ποιος είναι αλλά ας τον επικαλεστώ, σε ένα κείμενό του με τίτλο Η πορνογραφία του Θανάτου, το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων “Περί θανάτου – η πολιτική διαχείριση της θνητότητας”, εκδόσεις Νήσος, την ύπαρξη της οποίας συλλογής πρόσφατα ανακάλυψε η Κ στα ράφια ενός κομμωτηρίου, δεν κάνω πλάκα, ότι οι κάτοικοι των νήσων Τρομπριαντ περιβάλλουν τη βρώση με την ίδια ντροπή που περιβάλλουν την απέκκριση, γεγονός που επιβεβαιώνει και η γουικιπίντια στο σχετικό της λήμμα, όπου αναφέρει ότι το φαγητό για τους Τρομπριαντινούς αποτελεί ταμπού, για την ακρίβεια είναι ταμπού το να τρως μπροστά στους άλλους και για το λόγο αυτό τρώνε μόνοι τους, απομονωμένοι στις εστίες τους ή έχοντας γυρισμένη την πλάτη ο ένας στον άλλον και μάλιστα το κάνουν αυτό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να τελειώνουν το φαγητό μιαν ώρα αρχύτερα ώστε να μην τύχει και τους πάρει κάνα μάτι να τρώνε – κι όλο αυτό μού θύμισε εμένα, που εντάξει μπορεί να μην τρώω μόνος (συνήθως) αλλά τρώω πάρα πολύ γρήγορα, και συχνά σκεπτόμενος γιατί το κάνω αυτό κατέληξα ότι νιώθω ενοχές τρώγοντας για τα παραπανίσια κιλά μου ή ότι αντιμετωπίζω το φαγητό ως τιμωρία, υπάρχει κι αυτή η θεωρία, την είδα στην τηλεοπτική σειρά Λοστ, αλλά τώρα που το σκέφτομαι μάλλον έχει να κάνει με τη μέχρι σήμερα άγνωστη καταγωγή μου από τις νήσους Τρόμπριαντ, κι αφού η σκούφια μου κρατάει από κει και καιρό τώρα ψάχνω να βρω κάπου αλλού να πάω, λέω να τραβήξω κατά κει, να βρω άλλους Τρομπριαντινούς να μην τρώμε μαζί απ’ την πολλή αισχύνη.
7 Απρ 2017
will you do the fandango?
Στη βιβλιάρα των Ου
Μινγκ «Η στρατιά των υπνοβατών», πέρα
από κάποιες ενδιαφέρουσες αναφορές
στην γκιλοτίνα, που την ανακάλυψε ένας τύπος που ήταν κατά της θανατικής ποινής, ο Γκιλοτίν, από ανθρωπισμό, για να μην υποφέρουν οι
καταδικασμένοι και πάρα πολύ, γιατί με
τα ξίφη, τα τσεκούρια και τα κουταλάκια του γλυκού είχαμε καμιά
φορά διάφορες επώδυνες αστοχίες, με συνέπεια το κεφάλι να παραμένει στη
θέση του αλλά η κεφαλαλγία να είναι ιδιαιτέρως οδυνηρή, στη
βιβλιάρα αυτή λοιπόν υπάρχει ένας
ηθοποιός, την περίοδο της γαλλικής
επανάστασης, κάπου στα 1793, ακριβώς λίγο
πριν την περίοδο που έχει ονομαστεί ως
“Τρομοκρατία”, ο οποίος τα βράδια
φορώντας το κοστούμι του ρόλου του, του
Σκαραμούς, πηγαίνει και σπάει το κεφάλι
των μαυραγοριτών, μεταφέρει δηλαδή στην
πραγματική ζωή τον ρόλο του, παίζει μια
παράσταση όμως χωρίς κοινό, ή για την
ακρίβεια το κοινό έρχεται μετά, αφού η
παράσταση έχει τελειώσει, το πρωινό
μετά το σπάσιμο της μαυραγορίτικης
κεφαλής, και συζητά με δέος για τα
κατορθώματα του Σκαραμούς, κι αυτός,
που διατηρεί την ταυτότητά του κρυφή,
απολαμβάνει την ανταπόκριση του κοινού,
νιώθει σαν να τον χειροκροτούν, να τον
επαινούν, να τον επευφημούν, έστω και
χωρίς το κοινό να έχει δει από κοντά τη
νυχτερινή του παράσταση, παρά μόνον τα
αποτελέσματά της, και κάπου εκεί πήρα
να σκέφτομαι κατά πόσον θα μπορούσε να
συμβεί το ίδιο, περίπου από την ανάποδη,
δηλαδή να μπαίνουν οι θεατές σε ένα
θέατρο όπου δεν θα παίζεται η παράσταση,
θα υπάρχουν μόνον τα σκηνικά και τα
κουστούμια, και θα ακούγεται κι η μουσική
(αν υπάρχει), άντε το πολύ-πολύ, για να
είμαστε εντός εποχής, θα μπορούσε να
υπάρχει κι ο θίασος επί σκηνής αλλά
χωρίς να μιλά ή να κινείται, σε ένα
διαρκές μάνεκεν τσάλεντζ, και αφού οι
θεατές καθίσουν επί δίωρο στα καθίσματά
τους χωρίς τη χρήση κινητού, τσιγάρου,
φαγητού, ποτού, χωρίς να συζητούν, χωρίς
να πολυξεροβήχουν και χωρίς να ρουφούν τις μύξες τους, χωρίς να μιλάνε
μεταξύ τους και χωρίς να κουτσομπολεύουν
ή να αναλύουν τις επόμενες κινήσεις του
πρωθυπουργού, φεύγοντας να έχουν τη
δυνατότητα να γράψουν την παράσταση
που θα μπορούσε να είχε παιχτεί με βάση
τα κοστούμια, τα σκηνικά, το φωτισμό και
τη μουσική, κι ο θίασος να διαλέξει
κάποια απ' τις δημιουργίες των θεατών
και να τις ανεβάσει σε παράσταση ενώπιον
όμως άλλων θεατών, αλλά χωρίς σκηνικά,
κοστούμια, φωτισμούς και μουσική, οι
οποίοι θεατές φεύγοντας θα μπορούν να
φανταστούν και να περιγράψουν τα σκηνικά,
το φωτισμό, τα κοστούμια και τη μουσική,
πάνω στα οποία θα βασιστεί η συνέχεια
αυτού του φανταστικού παιχνιδιού που
επινόησα και για το οποίο δεν χρειάζεται
να με χειροκροτά κανείς, ευχαριστώ πολύ,
είμαι ιδιαιτέρως ταπεινός, σέαρ, λάικ, ό,τι πάρεις τρία ευρώ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)