16 Δεκ 2017

Αυτοθαυμαστικόν

Δεν είναι ξεκάθαρο αν πρώτοι το έγραψαν οι Φινλανδοί και το πίστεψαν οι Αμερικανοί ή το ανάποδο. Όπως κι αν έχει, αυτοί που το χρησιμοποίησαν κατά κόρον ήταν οι γιάνκηδες. Ψυχρός πόλεμος αφού. Κατά τα λοιπά, είναι ξεκάθαρο πως για όλα φταίνε οι Ρώσοι, δηλαδή οι σοβιετικοί, δηλαδή οι κομμουνισταί. Που πήγανε, στ' αλήθεια, όχι στα ψέματα, ούτε στα φέηκ νιουζ, και σκάψανε μια γεώτρηση, να πούμε, την πιο βαθιά στη γη, και πήγανε και τη σκάψανε στην Κόλα (καπου κοντά στη Φινλανδία και σε άλλες γαίες που ανθεί μόνο το μπλακμέταλ), 12.262 μέτρα βάθος, μόνο και και μόνο για να κάνουνε ζήλεια-ψώρα στα αμερικανάκια, που 'χουνε την Κόκα Κόλα που είναι τόσο βαθιά όσο ο πάτος ενός μπουκαλιού. Και κάπου κει, από τη ζήλεια τους, τ' αμερικανάκια βγάλανε το χόαξ, κάτσε να δω πώς το λένε το χόαξ στα εξωϋπολογιστικά ελληνικά, φάρσα, μπα δεν με αρέσει φάρσα, βγάλανε ένα hoax λοιπόν ότι αυτή η γέωτρηση ήταν ο δρόμος προς την κόλαση και γι' αυτό σταμάτησαν οι άθεοι σοβιετικοί να τρυπάνε τη γη, γιατί αν βρήκανε το δρόμο για την κόλαση, πάει να πει πως υπάρχει διάβολος, κι αν υπάρχει διάβολος, υπάρχει και θεός, και αν υπάρχει θεός, θα πέσει ο κομμουνισμός. Όπερ εγένετο, δηλαδή: υπάρχει θεός, έπεσε ο κομμουνισμός. 
Τέτοια σκεφτόμουνα πριν λίγο κι έλεγα πόσο γαμάτος είμαι, πόσο με θαυμάζω, κι αυτή είναι μια τεχνική αυτοβελτίωσης, η αυτοθαυμαστική, που την ανακάλυψα εγώ, όπως λένε ότι ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, αλλά μην το πιστεύετε κι αυτό σε στούντιο είναι γυρισμένο, με θαυμάζω λοιπόν για το πώς στέκομαι, πώς περπατώ και πώς σκέφτομαι, θαυμάζω τον τρόπο που έχω τα χέρια στην τσέπη και πως μετά τα βγάζω και κρατώ τα χρήματα και πώς τα δίνω στην ταμία στο σουπερμάρκετ, πώς της λέω ευχαριστώ όταν μου δίνει τα ρέστα και πώς την αποχαιρετώ, και πάνω απ' όλα με θαυμάζω που βρίσκω κάτι για να με θαυμάζω, και με κάτι τέτοιες σκέψεις στην κόλαση θα καταλήξω, σε αυτό το ρωσικό πηγάδι, στη γεώτρηση, μέσα σε ένα ασανσερ, που το κατέβασμά του τελειωμό δεν θα 'χει, αλλά θα 'χει ορόφους και επίπεδα και σε κάθε επίπεδο θα βλέπεις και μια τουαλέτα, όπως στη γεωλογία μελετούν το υπόστρωμα της γης, έτσι και στην κάθοδό μου προς την κόλαση, θα μελετάω την εξέλιξη της ανθρώπινης υγιεινής, τις τουαλέτες τις ρωμαϊκές, τις τουρκικές, τις χημικές, του στρατού και τις υπαίθριες, αυτές των φεστιβάλ κι εκείνη την άλλη της ταινίας που ήταν η χειρότερη σε όλη τη Σκωτία, κι όσο θα κατεβαίνω πιο χαμηλά όλο και πιο πολύ θα μυρίζει, μέχρι να φτάσω στης κόλασης τον πάτο με ένα μπλουμ στα σκατά όλων των αιώνων.
Ας κλείσουμε όμως μια νότα αισιοδοξίας, το σημερινό ανέκδοτο όνειρο της Κ, σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι, όταν πεθαίνουν, γίνονται αόρατα μικροσκοπικά σωματίδια, απειροελάχιστες, μικρές πολαρόιντ, κι αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, απαιραίτητη συνθήκη για να ζουν οι ζωντανοί.
Μεταθανάτια ζωή στην κόλαση σε ρωσικό πηγάδι γεμάτο σκατά vs μεταθανάτια ζωή ως αόρατη πολαρόιντ σημειώσατε διπλό, μπας και μας κάτσει.

9 Σεπ 2017

Επιρροή από τερματοφύλακα γιατρό

ήταν ένας χασάπης που μικρός ήθελε να γίνει ζωγράφος, όμως αυτά είναι για τους τοιούτους, του 'χε πει ο γέρος του, που τον ήθελε γιατρό ή δικηγόρο, κι αν δεν γουστάρεις να σπουδάσεις έλα στο μαγαζί, και 'μεινε το απωθημένο και σαν πόθανε ο γέρος, για να του βγει το άχτι, ο κληρονόμος ζωγράφιζε στα χασαπόχαρτα νεκρές φύσεις, νεκρά ζώα, τοπία από σφαγεία, πορτρέτα ζώων, ζωών και πελατών, καθώς και πελατών που ήταν πολύ ζώα, και κορνίζωνε τις δημιουργίες του παρουσία του πελάτου κι έτσι τύλιγε το προϊόν, μπριζόλες, χοιρινές και μοσχαρίσιες, λαιμό και σπάλα, εντόσθια, συκώτια, κιμάδες και λουκάνικα

21 Αυγ 2017

Για τη διαστροφή της διατροφής και της συγγραφικής ιδιότητας

Την ημέρα εκείνη ο χοντροϊστολόγος είχε μόλις φάει μιαμιση σπαλομπριζολίτσα συνοδεία πράσινων λαχανικών, που αποτελεί καλύτερο θερμιδικό συνδυασμό σε σχέση με το δίδυμο μπριζόλα - πατάτες τηγανιτές, κι είχε μόλις ξαπλώσει, αγκαλιά με τον ανεμιστήρα, μπρούμυτα, το οποίο δεν είναι πολύ καλό για το στομάχι όχι μόνο του χοντροϊστολόγου αλλά οποιουδήποτε χοντρού ή μη, ιστολόγου ή μη, πάσχοντα με γαστροϊσοφαγική παλινδρόμηση ή μη, όταν ξαφνικά έσκασε όχι ο χοντροϊστολόγος και όχι απ' το φαΐ, αλλά μία σκέψη στο μυαλό του: άραγε ένας συγγραφέας κουβαλάει την ιδιότητα αυτή σε κάθε πτυχή της καθημερινής του ζωής; δηλαδή μπορούμε να πούμε κάτι του στιλ «ο συγγραφέας ξύπνησε νωρίς εκείνη την ημέρα, με πονοκέφαλο και καούρα, έριξε ένα επικό χέσιμο, συνοδεία κατουρήματος, και στη συνέχεια έφτιαξε έναν αχνιστό καφέ που τον απόλαυσε πολύ λογοτεχνικά συνοδεία ενός σέρτικου τσιγάρου διότι ως συγγραφέας τα τσιγάρα του ήταν μόνο σέρτικα. Στη συνέχεια φόρεσε ένα τρύπιο στις αμασχάλες, κάποτε μαύρο, τώρα γκρι, μπλουζάκι Φραντς Κάφκα - Πράγα και μια κόκκινη φόρμα, που του 'πεφτε στενή στα πεζογραφικά του αρχίδια, και κίνησε για το σούπερμάρκετ για να αγοράσει κωλόχαρτο, στο οποίο θα έγραφε κάνα μυθιστόρημα, προτού σκουπίσει τον κώλο του με αυτό. Στο σουπερμάρκετ ο συγγραφέας συνάντησε τον ποιητή, ο οποίος είχε αγοράσει κλεραζίλ και χαρτομάντιλα, με τα οποία σκούπιζε τα δάκρυά του μετά από κάθε στίχο που έγραφε, και την ζωγράφο, φορτωμένη αντιπιτυριδικά σαμπουάν, χλωρίνες και κεζάπ, ενώ ο σκηνοθέτης καλλιτεχνικών πορνό ταινιών, που είχε μπερδέψει τη ζωή με την τέχνη, αγόραζε σπρέι αποσμητικά για τον άντρα και προφυλακτικά, μεγάλο μέγεθος φυσικά. Στο γνωστό αυτό σουπερμάρκετ του κέντρου, κρίκο γνωστής αλυσίδας, σημαινον καλλιτεχνικό στέκι, που στο μέλλον θα γίνει μουσείο και μνημείο πολιστικής κληρονομιάς της Ουνέσκο, οι εργαζόμενοι, ορισμένοι απ' αυτούς τουλάχιστον, γράφανε, ζωγραφίζανε ή σκηνοθετούσανε τη δολοφονία των εκνευριστικών πελατών, ειδικά των καλλιτεχνών εκείνων που επέμεναν να διατηρούν την καλλιτεχνική τους ιδιότητα στην καθημερινή ζωή, ακόμη και όταν δεν ασχολούνταν με το έργο τους, ακόμη και όταν σκουπίζανε τον κώλο τους, ακόμη και όταν βρίσκονταν μόνο στο μυαλό χοντροϊστολόγων με βαρυστομαχιά, τόσο ασήμαντων που δεν σχεδιάζει να τους δολοφονήσει κανείς, ούτε στα μπλογκ, ούτε στα ψέματα, ούτε στ' αστεία».

7 Αυγ 2017

Ισπανία σουβλάκια (η σπάνιά σου βλακεία)

Είναι ένας τύπος που μοιάζει με τρελό ή μ' επιστήμονα, μπορεί να 'ναι και τα δύο, παίζει σκάκι μόνος σε μια πλατεία, κουνάει τ' άσπρα, κουνάει τα μαύρα, σκέφτεται τη μαύρη βασίλισσα της σκακιέρας, σκέφτεται και τη λευκή, αλλά και τη βασίλισσα Ιζαμπέλα (της Ισπανίας), που στην εποχή της (της Ιζαμπέλας) η βασίλισσα (της σκακιέρας) δεν είχε τόση δύναμη και τόση εξουσία, καθώς μπορούσε να εκτελεί πολύ λιγότερες κινήσεις και πολύ λιγότερους αντιπάλους, σε αντίθεση με την ίδια, που έκανε ό,τι γουστάριζε κι εκτελούσε άμα λάχει ό,τι κινούτανε, και μια μέρα φώναξε τους σκακιστές και τους είπε «καλά ρε κόνιες δε του μάδρες τσούπες μι βέργες χιλιοπόγιες, πεντέχοι και μαρικονάδοι, είστε σοβαροί; τη βασίλισσα ρε, την έχετε τόσο υποτιμημένη, τόσο για τον πούτσο και για τον ίππο και για τον πύργο καβάλα; Απεριόριστες εξουσίες στη βασίλισσα της σκακιέρας τώρα, μη σας κόψω τα κεφάλια, τα πάνω και τα κάτω, τσουτσέκια!».
Έτσι γλυκομίλησε στους υπηκόους της η βασίλισσα κι άλλαξε διά παντός το σκάκι όπως το ξέρανε.
Ο δε τρελός που μοιάζει με επιστήμονα, ή ο επιστήμονας που μοιάζει με τρελό, εκτός κι αν είναι και τα δύο, τελείωσε την παρτίδα, κέρδισε τον εαυτό του αλλά δεν έχασε τίποτε, δεν έχει και τίποτε να χάσει, ας πούμε τα λογικά του τα έχασε μια μέρα, όταν, στα δεκαπέντε του χρόνια, μήτε τρελός μήτ' επιστήμονας, αλλά φέρελπις σκακιστής, έπαιξε έναν αγώνα εκτός έδρας, στη Νέα Χαλκηδόνα, εκεί που 'χει σουβλάκια, και ηττήθηκε κατά κράτος από έναν οκτάχρονο πιτσιρικά, κι ήταν η ντροπή του τόσο μεγάλη, που όλα τα διάσημα τω καιρώ εκείνω σουβλάκια της Νέας Χαλκηδόνος δεν στάθηκαν αρκετά για να τον πείσουν να ξαναπαίξει σκάκι με αντίπαλο, έκτοτε δεν παίζει παρά μόνον με τον εαυτό του με τη δικαιολογία οτι «δεν έχει κανέναν να φοβηθεί, μόνον τον κακό του εαυτό». Κι αν τον ζορίσεις λίγο παραπάνω, θα σου πει και μια θεωρία για το σκάκι και τη σκληρότητά του και την ανισότητα που επικρατεί στη σκακιέρα μεταξύ των κομματιών, και για τη νεοφιλελεύθερη αριστεία, καθώς κάποια έχουν μεγαλύτερη αξία από τ' άλλα, όσο μεγαλύτερη αξία τόσο λιγότερα στη σκακιέρα, και όσο πιο ταπεινά τόσο πιο αναλώσιμα, και κάτι τέτοια κομμουνιστικά. Τρελός με πατέντα ο άνθρωπος αφού.

10 Ιουλ 2017

Εκτακτη επικαιρότητα

Διάβασα κάτι πολύ σημαντικόν
μόλις τώρα στην Εφημερίδα των Συντακτών
Ο Φερνάντο Πεσσόα δεν ήτο συγγραφέας - ποιητής
αλλά ένας απλός σύμβουλος διατροφής 
Εγραφε βιβλία γεμάτα ανησυχία
και συμβουλές για την ανθρώπινη υγεία

5 Ιουλ 2017

Πολυμίληδες και δελφίνια Παραγουάης

Τον λέγαν Φρεντ κι ήταν τραγουδιστής στα σίξτιζ, κι ίσως να μη γούσταρε και πολύ αυτό που έκανε, παρότι του λέγανε, είσαι καλός αγόρι μου, προχώρα, κι αυτός πήγε κι έγραψε δυο τραγουδάρες, για να πει τι πραγματικά θέλει, το ένα τραγούδι έλεγε για τη φάση που περνά, ότι όλοι του μιλάνε, του λένε λόγια πολλά, μα αυτός δεν ακούει κανέναν, θέλει να πάει κάπου στον ωκεανό να αράξει και να μη του ζαλίζει κανείς τα αρχίδια


και έγραψε κι ένα άλλο τραγούδι στο οποίο λέει ότι δεν πά' να γίνειται πόλεμος, σφαγή, εγώ ψάχνω τα δελφίνια, δεν θα σώσω εγώ τον κόσμο, να ξες,
 
είναι σαν το ένα τραγούδι να συμπληρώνει το άλλο, να λέει την ίδια ιστορία και το καταπληκτικό είναι ότι ο Φρεντ ο Νιλ όντως την έκανε, σαν τελειώσανε τα σίξτιζ, να γαμήσω και τις μουσικές σας και την αμφισβήτησή σας, εγώ πάω να βρω τα δελφίνια και ασχολιότανε με αυτά μέχρι που πόθανε κάπου το 2001 από καρκίνο του δέρματος, άγνωστο αν ο καρκίνος του δέρματος οφείλετο στην υπερβολική έκθεση στον ήλιο λόγω που έψαχνε δελφίνια, και δες τώρα ας πούμε τον Ίγκι τον Ποπ, που διασκεύασε εξαιρετικά εκείνο το κομμάτι του Φρεντ με τους πολυμίληδες, με τους τύπους που μιλάνε συνεχώς, 


κι όχι μόνον αυτό, αλλά παίροντας τη σκυτάλη δεν έγραψε μετά για δελφίνια, αλλά για την Παραγουάη, όπου λέει το ίδιο πράγμα, όλο τα ίδια και τα ίδια μου πρήξατε τα αρχίδια, θα τα βροντήξω όλα και θα πάω στην Παραγουάη, ντοντ άσκ μι γουάη. 



28 Ιουν 2017

Καλοκαιρινό

Είμαι ένα χάμστερ γυμναστηρίου
τι κι αν έχασα κιλά
παραμένω χοντρός και με βυζιά
Ποτέ δεν θα γίνω μεταγραφή αεροδρομίου

συνέχεια με την ποίηση της καθημερινότητας

Είδα στον δρόμο τον κύριο καθηγητή
γνωστό μεταξύ άλλων κι από την τιβί
έτρωγε σπανακοτυρόπιτα πολύ λαχταριστή
φορούσε άσπρο παντελόνι, ροζ πουκαμίσα
έκανε πως δεν με είδε, εποίησε τη νήσσα
ομολογώ παραξηγήθηκα, με έπιασε μια λύσσα

27 Ιουν 2017

θα το έβαζα στο φέησμπουκ αλλά ντράπηκα

Χθες το πρωί στου λογιστή
μπήκε βιαστικός ένας νεαρός
φορώντας σαγιονάρα
κι ένιωσα πως είμαι τυχερός
που χάρη στα νύχια των ποδιών μου
γαμψά και μακριά
δεν θα μπω ποτέ και πουθενά
φορώντας σαγιονάρα βιαστικός
αλλά ούτε πια και νεαρός.

1 Ιουν 2017

Ζωγράφω πάλι γιατί βαριέμαι

To σκηνικό είναι ταραντινικό, παλπφιξιονικό, αν και πρόκειται περί αναχρονισμού, καθώς η ιστορία γράφτηκε πολλά χρόνια πριν τον Ταραντίνο: δυο εκτελεστές μπαίνουν σε ένα απ' αυτά τα μαγαζιά που στις ΗΠΑ τα λένε diner, εμείς ας το πούμε καφέ-μπαρ, παραγγέλνουν να φάνε κατιτίς, αυτό που ζητάνε δεν υπάρχει, βολεύονται όπως-όπως με χοιρινό κι αυγά, γίνεται μια ψιλομανούρα στην κουζίνα με τον μάγειρα και τον σερβιτόρο, πού είναι ο Σουηδός; πού είναι ρε αρχίδια; ζητούνε να μάθουν οι εκτελεστές, γιατί αυτόν ψάχνουν, έναν μποξέρ, που τον φωνάζουν Σουηδό, τελικά φεύγουν, τρέχει ο Νικ να προειδοποιήσει τον Σουηδό ότι τον ψάχνουν και κινδυνεύει, αυτός ατάραχος στον κρεβάτι λέει, γάμησέ το, φίλε, δεν έχει σημασία.
Ή τελικά μπορεί το σκηνικό να μην είναι ταραντινικό, παλπφιξιονικό, αλλά να είναι κάπως περισσότερο υπαρξιακό: ενας τύπος κάθεται σε ένα μπαρ στις ΗΠΑ, γέρος, κουφός. Πριν λίγες μέρες αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Είναι η ώρα του κλεισίματος. Ζητά ένα ποτό ακόμη. Ο νεαρός σερβιτόρος του βάζει ένα ξέχειλο, παραπονιέται όμως στον γέρο συνάδερφό του, άντε πότε θα ξεκουμπιστεί ο γεροκουφός, έχω και σπίτι και γυναίκα να με περιμένει, ο γεροσύναδερφος, που νιώθει πιο κοντά στον γεροκουφό πελάτη, τού λέει, κοίτα να δεις, νέο,  υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, μονάχοι, σαν τον γεροκουφό, που έχουν ανάγκη από ένα καθαρό, φωτεινό μέρος να αράζουν μόνοι τους τη νύχτα. Ο γεροκουφός θέλει κι άλλο ποτό. Ο νεαρός ανυπόμονος να πάει σπίτι του τον διώχνει, κλείσαμε κύριε, του λέει. Ο γερόκουφος φεύγει. Ο νεαρός ανυπόμονος φεύγει. Μένει ο γεροσερβιτόρος μόνος με την αϋπνία του.

Ένα απ' αυτά τα σκηνικά, αποτυπωμένα σε δύο διαφορετικά διηγήματα του Χέμινγουεη, ίσως να αποτέλεσαν την έμπνευση (αλλά μπορεί και όχι, άσε που κάποιοι διαπιστώνουν επιρροές και από το καφέ τη νύχτα του Βαν Γκογκ) για τον πίνακα του Χόπερ με τίτλο Nighthawks, όπου ο καλλιτέχνης αποτύπωσε στον καμβά την αστική μοναξιά.


 
Ο τίτλος του πίνακα θυμίζει φυσικά τον Θωμά που Περιμένει και το εξώφυλλο του δίσκου του Nighthawks at diner.




Τον οποίο πίνακα πρόσπάθησε να αναπαραστήσει οΒέντερς σε μια σκηνή στο τέλος της βίας.

Κι οι
OMD
σε αυτό το βίντεο στο οποίο συνολικά γίνοντα αναφορές σε επτά έργα του Χόπερ.



Για τον οποίο Χόπερ, έχει γράψει ένα τραγούδι στον πολύ ωραίο τελευταίο του δίσκο ο Πολ Γουέλερ.

 

23 Μαΐ 2017

τη βρίσκω με την ντίσκο, είχα και τον δίσκο

Εδώ που λες τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η κρίση έχει τελειώσει, το λέει ο πρωθυπουργός, το λεν οι υπουργοί, το λεν και στην τιβί, και οι αγαπημένοι μου τρελοί τριγυρίζουν στους δρόμους διαφορετικοί. Ο ένας, εκείνος ο τεράστιος, που διαδοχικά καθόταν, πάντα μόνος και πάντα αμίλητος, σε όλα τα μπουγατσατζίδικα και τα ταχυφαγεία της γειτονιάς, και πίστεψέ με, στη γειτονιά υπήρχανε πολλά, έχει αλλάξει: φανερά αδυνατισμένος, πιο καλοντυμένος, καλοχτενισμένος. Εχουν κλείσει και κανά δυο μπουγατσατζίδικα, απ' αυτά που άραζε τρώγοντας ζαμπονοκασερόπιτα, πίνοντας κοκακόλα, και τώρα δεν έχει πού να κάτσει, πού να σταθεί – μήπως σε εκείνο το καφέ που σου λένε τον καφέ, τη μοίρα σου, το ριζικό σου, που πρώτα αράζανε οι γκόμενες και αφού είδαν οι γκόμενοι τις γκόμενες είπανε να αράξουν κι αυτοί εκεί μπας και κάτσει καμιά κατάσταση;
Λες να αράζει εκεί; Λες γι' αυτό ντύνεται καλύτερα, να χτενίζεται, να έχασε κιλά;
Τις προάλλες που έπινα καφέ κάπου που δεν σου λένε τη μοίρα σου, ευτυχώς, άλλωστε το ξέρω, όλα κατά διαόλου θα πανε, προσπάθησα μάλλον ανεπιτυχώς να εξηγήσω σε έναν φίλο γιατί η αγαπημένη μου διαδρομή είναι όχι Λιμάνι – Μέγαρο Μουσικής, ούτε Χαλκέων – Μενεμένη, μήτε απ' το γυράδικο στο ζαχαροπλαστείο μήτε απ' το γκόσιπ.τζιαρ στο ταπανταγιατασπορ.κομ αλλά από το βιβλίο μου στη γουικιπίντια μέσω γκουγκλίσματος. Αν θες να γράψεις νον φίξιον, εκεί θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι. Ο Ερβέ Λε Τελιέ στο Αρκετά μιλήσαμε για αγάπη (λινκ) έχει δημιουργήσει έναν τέτοιον ήρωα, που διαβάζει διαρκώς άχρηστες, υπερβολικά εξειδικευμένες πληροφορίες για ένα πλήθος θεμάτων: διαβάζει, μελετά μανιωδώς για καμιά βδομάδα, κρατά σημειώσεις, μαθαίνει καινούργια πράγματα μόνο και μόνο για να μπορεί να τα ξεχάσει μετά, και στη συνέχεια βρίσκει καινούργιο ενδιαφέρον και επιδίδεται στη συλλογή πληροφοριών για άλλο θέμα και αντικείμενο. Κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι η γνώση και η μάθηση: ερασιτεχνική και τσαπατσούλικη, όπως τα γουρούνια τσαλαβουτάν στις λάσπες, όχι συστηματική και κυρίως όχι ανωτατοϊδρυματική.
Ολες αυτές οι πληροφορίες, τόσο άχρηστες που ούτε καν σε τηλεοπτικό παιχνίδι γνώσεων με πολλά μεγάλα δώρα και πολλά μοντέλα με μίνι φούστες, δεν πρόκειται να φανούν χρήσιμες, τόσο άχρηστες που προφυλάσσουν τη γνώση από το να μετατραπεί σε ένα χυδαίο εργαλείο κέρδους. 
Ας πούμε, τι αξία έχει το γεγονός ότι το 1913 (βιβλίο), στις ΗΠΑ, κάποιοι κάψανε αντίγραφα πινάκων του Ματίς, που εκτίθενταν στο πλαίσιο μιας έκθεσης μοντέρνας τέχνης, με έργα κυρίως ευρωπαίων ζωγράφων, κυβιστών, φωβιστών, φουτουριστών, ορθογωνιστών, φοβικών, φουντουκιστών και άλλων λέξεων σε -ων που δεν τις καταλαβαίνω; (λινκ) κι ήταν κι ο Μαρσέλ Ντισάν εκεί πέρα με ένα γυμνό που κατέβαινε στη σκάλα (λινκ) και δεν το καταλαβαίνανε οι γιάνκηδες, και μα τώρα είναι τέχνη αυτό; όχι! απεφάνθη κοτζάμ πρώην πρόεδρας των ΗΠΑ ο Ρούζβελτ, ο πίνακας βέβαια επωλήθη, κι οι Cramps χρόνια αργότερα γράψανε ένα τραγούδι γι' αυτό.


Και πάλι στις ΗΠΑ, χρόνια αργότερα, τέλη του 70, αντί για πίνακες, κάψανε δίσκους ντίσκο μουσικής, άκου να δεις πλάκα (λινκ): ήθελε λέει μια ομάδα μπέιζμπολ (άθλημα εξίσου ακατανόητο, για μένα, με τον φωβισμό στην τέχνη) να αυξήσει την προσέλευση των οπαδών και σε συνεργασία με έναν προβοκάτορα και πολύ ροκά ντιτζέη ραδιοφώνου είπανε ας κάνουμε ένα χάπενιγκ όπου στο ημίχρονο θα ρίξουμε στην πυρά δίσκους ντίσκο μουσικής, μπικόζ ντίσκο σαξ, κι έτσι ανακοίνωσε η ομάς πως όσοι προσέλθουν κρατώντας ένα ντίσκο βινύλιο για προσάναμμα θα μπουνε μέσα σχεδόν τζάμπα κι έγινε της κακομοίρας ή της πουτάνας, θέλω να πω ότι ήρθε πολύς κόσμος, κυρίως και ίσως όχι και τόσο περιέργως, λευκοί, στρέητ, ρουκάδες, οπαδοί του χαρντ ροκ, των Λίναρντ Σκίναρντ και των Αλμαν Μπράδερζ, και στο ημίχρονο όταν έγινε ένα μπουμ και εξερραγησαν οι ντίσκο δίσκοι στην πυρά έκανε ντου ο κόσμος στο γήπεδο, πάλι καλά που δεν είχε πεζογέφυρα να βγουν και τα χοντροκωλαράκια έξω, κι είχε πολλή πλάκα, το παιχνίδι διακόπηκε, και λένε, τώρα, οι κοινωνιολόγοι πως όλο αυτό αποδεικνύει έναν ρατσισμό κι έναν σεξισμό, καθώς η ντίσκο μουσική θεωρούταν τότες μουσική κυρίως των μαύρων, των λατινοαμερικάνων και των γκέι, ενώ η ροκ παράηταν τότε στρέητ και λευκή.
Ποιο το νόημα και η αξία και κυρίως η αγοραστική αξία όλων αυτών; Κανένα. Απλώς είχα διαβάσει αυτές τις δύο καύσεις πρόσφατα στη γουικιπίντια και δεν είχα τι να κάνω με δαύτες. Τις είχα αφηγηθεί δεξιά και αριστερά σε όποιον έβρισκα μπροστά μου, στο είδωλό μου στον καθρέφτη, στα κορίτσια στο φούρνο, στα κορίτσια στο γυμναστήριο, στον βλοσυρο, σιωπηλό ξηροκαρπιοπώλη, στους ακριβούς γεροχασάπηδες, στην οδοντίατρό μου την ώρα του σφραγίσματος, στην κυρία που λέει την ώρα στο τηλεφωνο, στα αγόρια και τα κορίτσια που μου τηλεφωνούν για να μου κάνουν προσφορά για νέα τηλεφωνική σύνδεση, ουδεμία και ουδείς έδειξε ενδιαφέρον. Τα λέω εδώ, μπας και τα ξεφορτωθώ. Ετούτο εδώ δεν είναι μπλογκ, χωματερή είναι. Και χωρίς επιδότηση, απ' αυτές του Αντρέα το ογδόντα.

8 Απρ 2017

Έρχομαι από πολύ μακριά τελικά

Γράφει ο Τζέφρι Γκορέρ, δεν ξέρω ποιος είναι αλλά ας τον επικαλεστώ, σε ένα κείμενό του με τίτλο Η πορνογραφία του Θανάτου, το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων “Περί θανάτου – η πολιτική διαχείριση της θνητότητας”, εκδόσεις Νήσος, την ύπαρξη της οποίας συλλογής πρόσφατα ανακάλυψε η Κ στα ράφια ενός κομμωτηρίου, δεν κάνω πλάκα, ότι οι κάτοικοι των νήσων Τρομπριαντ περιβάλλουν τη βρώση με την ίδια ντροπή που περιβάλλουν την απέκκριση, γεγονός που επιβεβαιώνει και η γουικιπίντια στο σχετικό της λήμμα, όπου αναφέρει ότι το φαγητό για τους Τρομπριαντινούς αποτελεί ταμπού, για την ακρίβεια είναι ταμπού το να τρως μπροστά στους άλλους και για το λόγο αυτό τρώνε μόνοι τους, απομονωμένοι στις εστίες τους ή έχοντας γυρισμένη την πλάτη ο ένας στον άλλον και μάλιστα το κάνουν αυτό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να τελειώνουν το φαγητό μιαν ώρα αρχύτερα ώστε να μην τύχει και τους πάρει κάνα μάτι να τρώνε – κι όλο αυτό μού θύμισε εμένα, που εντάξει μπορεί να μην τρώω μόνος (συνήθως) αλλά τρώω πάρα πολύ γρήγορα, και συχνά σκεπτόμενος γιατί το κάνω αυτό κατέληξα ότι νιώθω ενοχές τρώγοντας για τα παραπανίσια κιλά μου ή ότι αντιμετωπίζω το φαγητό ως τιμωρία, υπάρχει κι αυτή η θεωρία, την είδα στην τηλεοπτική σειρά Λοστ, αλλά τώρα που το σκέφτομαι μάλλον έχει να κάνει με τη μέχρι σήμερα άγνωστη καταγωγή μου από τις νήσους Τρόμπριαντ, κι αφού η σκούφια μου κρατάει από κει και καιρό τώρα ψάχνω να βρω κάπου αλλού να πάω, λέω να τραβήξω κατά κει, να βρω άλλους Τρομπριαντινούς να μην τρώμε μαζί απ’ την πολλή αισχύνη.
Παρακαλώ στο εξής, να με γράφετε εκεί, κι όχι στα παπάκια σας. Ευχαριστώ.

7 Απρ 2017

will you do the fandango?

Στη βιβλιάρα των Ου Μινγκ «Η στρατιά των υπνοβατών», πέρα από κάποιες ενδιαφέρουσες αναφορές στην γκιλοτίνα, που την ανακάλυψε ένας τύπος που ήταν κατά της θανατικής ποινής, ο Γκιλοτίν, από ανθρωπισμό, για να μην υποφέρουν οι καταδικασμένοι και πάρα πολύ, γιατί με τα ξίφη, τα τσεκούρια και τα κουταλάκια του γλυκού είχαμε καμιά φορά διάφορες επώδυνες αστοχίες, με συνέπεια το κεφάλι να παραμένει στη θέση του αλλά η κεφαλαλγία να είναι ιδιαιτέρως οδυνηρή, στη βιβλιάρα αυτή λοιπόν υπάρχει ένας ηθοποιός, την περίοδο της γαλλικής επανάστασης, κάπου στα 1793, ακριβώς λίγο πριν την περίοδο που έχει ονομαστεί ως “Τρομοκρατία”, ο οποίος τα βράδια φορώντας το κοστούμι του ρόλου του, του Σκαραμούς, πηγαίνει και σπάει το κεφάλι των μαυραγοριτών, μεταφέρει δηλαδή στην πραγματική ζωή τον ρόλο του, παίζει μια παράσταση όμως χωρίς κοινό, ή για την ακρίβεια το κοινό έρχεται μετά, αφού η παράσταση έχει τελειώσει, το πρωινό μετά το σπάσιμο της μαυραγορίτικης κεφαλής, και συζητά με δέος για τα κατορθώματα του Σκαραμούς, κι αυτός, που διατηρεί την ταυτότητά του κρυφή, απολαμβάνει την ανταπόκριση του κοινού, νιώθει σαν να τον χειροκροτούν, να τον επαινούν, να τον επευφημούν, έστω και χωρίς το κοινό να έχει δει από κοντά τη νυχτερινή του παράσταση, παρά μόνον τα αποτελέσματά της, και κάπου εκεί πήρα να σκέφτομαι κατά πόσον θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο, περίπου από την ανάποδη, δηλαδή να μπαίνουν οι θεατές σε ένα θέατρο όπου δεν θα παίζεται η παράσταση, θα υπάρχουν μόνον τα σκηνικά και τα κουστούμια, και θα ακούγεται κι η μουσική (αν υπάρχει), άντε το πολύ-πολύ, για να είμαστε εντός εποχής, θα μπορούσε να υπάρχει κι ο θίασος επί σκηνής αλλά χωρίς να μιλά ή να κινείται, σε ένα διαρκές μάνεκεν τσάλεντζ, και αφού οι θεατές καθίσουν επί δίωρο στα καθίσματά τους χωρίς τη χρήση κινητού, τσιγάρου, φαγητού, ποτού, χωρίς να συζητούν, χωρίς να πολυξεροβήχουν και χωρίς να ρουφούν τις μύξες τους, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους και χωρίς να κουτσομπολεύουν ή να αναλύουν τις επόμενες κινήσεις του πρωθυπουργού, φεύγοντας να έχουν τη δυνατότητα να γράψουν την παράσταση που θα μπορούσε να είχε παιχτεί με βάση τα κοστούμια, τα σκηνικά, το φωτισμό και τη μουσική, κι ο θίασος να διαλέξει κάποια απ' τις δημιουργίες των θεατών και να τις ανεβάσει σε παράσταση ενώπιον όμως άλλων θεατών, αλλά χωρίς σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς και μουσική, οι οποίοι θεατές φεύγοντας θα μπορούν να φανταστούν και να περιγράψουν τα σκηνικά, το φωτισμό, τα κοστούμια και τη μουσική, πάνω στα οποία θα βασιστεί η συνέχεια αυτού του φανταστικού παιχνιδιού που επινόησα και για το οποίο δεν χρειάζεται να με χειροκροτά κανείς, ευχαριστώ πολύ, είμαι ιδιαιτέρως ταπεινός, σέαρ, λάικ, ό,τι πάρεις τρία ευρώ.

6 Μαρ 2017

Άτονο γερολάβ στόρυ

Εχω μια ώρα κενή. Μπαίνω στο καφέ. Αδειο. Ενας γέρος, μια γριά. Οχι μαζι, αλλά μοναχοί στα τραπεζάκια στις απέναντι γωνίες του μαγαζιου. Διστάζω, δεν ξέρω σε ποιον κοντά να κάτσω. Επιλέγω τον γέρο. Καθεται εχοντας γυρισμένη σχεδόν επδεικτικα την πλάτη σε όλο το μαγαζι. Σκεφτομαι οτι θα ειχε πιο πλακα να ανταλλαζαν κρυφές ματιες με τη γριά. Λιποσαρκος, σταυροποδι, φορά μια σπορ ζακετα και ενα παλιομοδιτικο τριμμένο παντελονι. Σκυφτος, ζοχαδιασμένος καπνιζει κατι πουράκια. Μουρμουριζει. Χειρονομεί, στήνει ολόκληρη επιχειρηματολογια. Τα λεει στον τοίχο. Ο τοιχος δεν του απαντα. Μάλλον.  Εξω ψιχαλιζει. Παιζει το don' let the sun go down on me του ελτον τζον. Απο κει που καθομαι βλέπω μόνο την πορτα της κουζίνας του καφέ - σταφ ονλυ - προσωπικο μόνο, το ενα φύλλο της πορτας ανοιχτό. Βλέπω το ψύγειο στην κουζινα ρυθμισμένο στους 4.7 βαθμούς. Νιωθω σαν να βλεπω κάτι που δεν πρεπει. Σαν εισβολέας που παραβιάζει μια ιδιωτικοτητα. Δεν θέλω να μπαινω απρόσκλητος στα προσωπικα του μαγαζιου: κάτι πατάτες, λαχανικα, αλοιφές. Κοιτώ απο την άλλη μεριά, έξω στο δρόμο αυτοκινητα, παρκάρκουν ξεπαρκαρουν διπλοπαρκαρουν δυσκολεύονται να παρκάρουν. Ο γέρος σηκώνεται. Πληρωνει την γκαρσόνα. Περιμένει ρέστα. Αυξηθηκε ο καφές του λέει. Δεν εχει ρέστα. Πού το λέει αυτό; πού το 'χει γραμμενο; μανουριάζει αυτος και ψάχνει αποδειξεις καταλογους. Η γκαρσόνα του δειχνει τη νέα τιμή. Ο γέρος φέυγει μουρμουριζοντας. Φέυγει και η γριά. Σκέφτομαι τι πλάκα που θα ειχε να ειναι οντως ζευγαρι και τώρα που φέυγουν να περπατήσουν μαζι. Παιζει κρις αηζακ το γουικεντ γκέημ. Ο γέρος πάει δεξιά, η γριά αριστερά. Διατηρώ μια τελευταια ελπιδα οτι παροτι ακολουθουν διαφορετικες διαδρομες θα καταληξουν μαζι. Η ελπιδα μου όπως ολες οι ελπίδες ειναι φρούδα. Φεύγω κι εγώ.