Καμιά φορά νιώθει σαν το τελευταίο κομμάτι κρέατος -χοιρινής τηγανιάς,
ας πούμε- παρατημένο στο πιάτο γιατί κανείς από τους συνδαιτυμόνες δεν
θέλει να το φάει, είτε για να μη φανεί λιγούρης
είτε απο τακτ για να το αφήσει να το φάει κάποιος άλλος, προτού σηκωθούν τρεκλίζοντας από το τραπέζι της ταβέρνας και αφού έχουν μαλώσει για το ποιος θα πληρώσει «άστα δικά μου είναι, όχι δικά μου είναι, μα σε παρακαλώ, όχι εγώ σε παρακαλώ και να το ξανακάνουμε αυτό σύντομα», κι εντέλει αυτό το
τελευταίο κομματάκι κρέατος, που σκληραίνει και παγώνει στο ζουμί του, το οποίο με τη σειρά του πήζει και βρωμάει και γίνεται πισίνα για τις μύγες, πετιέται στα σκουπίδια ή στην καλύτερη περίπτωση τό τρώνε τα
σκυλιά.
Τις προάλλες κόντεψε να τον πνίξει ένα βιβλίο. Οχι δι' απαγχονισμού, δεν θα μπορούσε άλλωστε να φτιαχτεί κρεμάλα από λέξεις ή από σελίδες χαρτιού, αν και κόβουν πολύ βαθιά αμφότερες, αλλά διά στραγγαλισμού. Τον έπιασε το βιβλίο από το λαιμό κυριολεκτικά στον ύπνο. Ήταν ογκώδες και βαρύ, όχι από άποψη περιεχομένου μόνο αλλά κι ως αντικείμενο, απ' αυτά που ονομάζουμε τούβλα, κι έπεσε πάνω του, κοτζάμ τούβλο, καθώς τον πήρε ανάσκελα ο ύπνος, τον έπαιρνε εύκολα τον ύπνο, ελαφροσυνείδητος ή και παντελώς ασυνείδητος ων, ανοιχτό στη μέση πάνω στο στήθος του, έκανε σλάλομ στις ιδρωμένες τριχες και κύλησε προς το λαιμο του κι άρχισε να τον σφίγγει όλο και πιο δυνατά και μετά αυτός ξύπνησε βήχοντας και θυμήθηκε γιατί προτιμά τα ολιγοσέλιδα βιβλία σαν τον Μπάρτλεμπυ τον γραφιά, του Μέλβιλ, που, κι εδώ ήρθε η ώρα των αποκαλύψεων, δεν ήτανε γραφιάς, αλλά στα ΜΑΤ, έχουμε και το σχετικό φωτορεπορτάζ σε περίπτωση που το αναζητήσει εισαγγελέας, διότι πήγε ο φωτορεπόρτερ να φωτογραφήσει μια κλούβα με ΜΑΤ, κι έκανε στην αρχή πως τάχαμου τραβά μιαν εκκλησία και μετά στα κλεφτά τράβηξε τα ΜΑΤ, κι ήρθαν στο λεπτό δυο ματατζήδες, συγγνώμη, κύριε, την εκκλησία τραβούσατε; - μάλιστα, την εκκλησία - σίγουρα την εκκλησία και όχι την κλούβα, κύριε; - σίγουρα, απάντησε ο φωτορεπόρτερ, και καθώς φεύγανε τα όργανα της τάξεως, πεπεισμένα ότι επιτελέσαν το καθήκον τους στην εντέλεια, τα πισωπλατοχτύπησε με μιαν ερώτηση «συγγνώμη, παιδιά, να σας βγάλω μια φωτογραφία;».
Τις προάλλες κόντεψε να τον πνίξει ένα βιβλίο. Οχι δι' απαγχονισμού, δεν θα μπορούσε άλλωστε να φτιαχτεί κρεμάλα από λέξεις ή από σελίδες χαρτιού, αν και κόβουν πολύ βαθιά αμφότερες, αλλά διά στραγγαλισμού. Τον έπιασε το βιβλίο από το λαιμό κυριολεκτικά στον ύπνο. Ήταν ογκώδες και βαρύ, όχι από άποψη περιεχομένου μόνο αλλά κι ως αντικείμενο, απ' αυτά που ονομάζουμε τούβλα, κι έπεσε πάνω του, κοτζάμ τούβλο, καθώς τον πήρε ανάσκελα ο ύπνος, τον έπαιρνε εύκολα τον ύπνο, ελαφροσυνείδητος ή και παντελώς ασυνείδητος ων, ανοιχτό στη μέση πάνω στο στήθος του, έκανε σλάλομ στις ιδρωμένες τριχες και κύλησε προς το λαιμο του κι άρχισε να τον σφίγγει όλο και πιο δυνατά και μετά αυτός ξύπνησε βήχοντας και θυμήθηκε γιατί προτιμά τα ολιγοσέλιδα βιβλία σαν τον Μπάρτλεμπυ τον γραφιά, του Μέλβιλ, που, κι εδώ ήρθε η ώρα των αποκαλύψεων, δεν ήτανε γραφιάς, αλλά στα ΜΑΤ, έχουμε και το σχετικό φωτορεπορτάζ σε περίπτωση που το αναζητήσει εισαγγελέας, διότι πήγε ο φωτορεπόρτερ να φωτογραφήσει μια κλούβα με ΜΑΤ, κι έκανε στην αρχή πως τάχαμου τραβά μιαν εκκλησία και μετά στα κλεφτά τράβηξε τα ΜΑΤ, κι ήρθαν στο λεπτό δυο ματατζήδες, συγγνώμη, κύριε, την εκκλησία τραβούσατε; - μάλιστα, την εκκλησία - σίγουρα την εκκλησία και όχι την κλούβα, κύριε; - σίγουρα, απάντησε ο φωτορεπόρτερ, και καθώς φεύγανε τα όργανα της τάξεως, πεπεισμένα ότι επιτελέσαν το καθήκον τους στην εντέλεια, τα πισωπλατοχτύπησε με μιαν ερώτηση «συγγνώμη, παιδιά, να σας βγάλω μια φωτογραφία;».
Κι αμήχανα μα σταθερά ο Μπάρτλεμπυ ο ματατζής του απάντησε: «Θα προτιμούσα όχι»*.
(* για την περίφημη αυτή φράση αλλά και γενικότερα για την υπέροχη νουβέλα του Μέλβιλ, εδώ)