13 Δεκ 2015

Ο Έλβις στα χρόνια της λιτότητας

Κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας και πίνανε καφέ, αυτή του έλεγε ότι πάλι τα μαλλιά του είναι σαν του Πρέκα και να πάει να κουρευτεί κι αυτός της έλεγε για τον πολύ βαρετό εφιάλτη που 'χε δει τη νύχτα και μετά του διηγήθηκε αυτή το δικό της όνειρο, ότι στεκόταν στην ουρά του ΑΤΜ, περιμένοντας να έρθει η σειρά της, κι όσο περίμενε τη συντρόφευε το ανυπόμονο χτύπημα ενός παπουτσιού με τακούνι από πίσω της, τακ τακ τακ, γύρισε να δει τον ανυπόμονο, βρε για δες, είν' ο Ελβις αυτοπροσώπως, αλλά της ύστερης περιόδου, χοντρός και ιδρωμένος με την μπέρτα που φορούσε στο Λας Βέγκας, μαλλί τίγκα στην μπριγιαντίνη και να γυαλίζει ή μάλλον καλύτερα να λάμπει σαν να είχε κάποιου είδους ενσωματωμένο κρυφό φωτισμό στο κοκκοράκι και τις φαβορίτες, και ήρθε λίγο μετά η σειρά της αλλά από τη συγκίνηση που είχε μόλις πριν λίγο δει τον Έλβις καθώς και από το συνεχές αγενές και ανυπόμονο τακτακτακ του παπουτσιού του είχε αγχωθεί και ξέχασε τον κωδικό πιν του λογαριασμού της κι όσο καθυστερούσε τόσο πιο ανυπομονο γινότανε το τακτακτακ του τακουνιού του βασιλιά και πράγματι δεν ήταν σωστό να 'χει κοτζάμ Έλβις να την περιμένει και έκανε στην άκρη χωρίς να βγάλει χρήματα και ήρθε η σειρά του τύπου με τα σουφρωμένα χείλια και το λαδωμένο κοκκοράκι και την μπέρτα με τα λαχούρια μέσα από την οποία έβγαλε ένα καρεκλάκι απ' αυτό που οι αγρότες στην Αλαμπάμα το 'χουν για να αρμέγουνε τις αγελάδες και έκατσε εκεί με πλάτη στο ΑΤΜ και φάτσα στο κοινό και πήρε να τραγουδα το Λαβ Μι Τέντερ και ο κόσμος που περιμένε στην ουρα χωρίστηκε σε ζευγάρια και χόρεψε παθιασμένα και μετά ο Ελβις, που προφανώς δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό, έβγαλε δίσκο όχι μουσικής αλλά εκκλησίας και ρίχναν οι πιστοί μέσα τα λεφτά τους και σαν έφτασε μπροστά της ντράπηκε η καημένη δεν είχε δεκάρα τσακιστή αφού εξαιτίας του τακτακτακ του βασιλιά είχε ξεχάσει το πιν της και δεν έβγαλε λεφτά και αυτός σούφρωσε ακόμη περισσότερο το χείλος του και φφφφφφσσστ, έκανε μια περιστροφή ανεμίζοντας την μπέρτα του κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης για κάποιο σύμπαν όχι χωρίς κεφαλαιακό έλεγχο αλλά χωρίς κεφάλαια καθόλου και μετά το πλήθος τη λυντσάρισε γιατί πρόσβαλε τον βασιλιά και αποφάσισε να εξαφανιστεί ξανά, και μετά αυτή ξύπνησε, κι αυτός της είπε πολύ γαμάτο, θα στο κλέψω για το μπλογκ, ελπίζω να μη σε πειράζει, κι αυτή δεν είπε τίποτε, κι αυτός συνέχισε να την καλοπιάνει, τα πρώτα μου διηγήματα θα τα ονομάσω Τα Ανέκδοτα Όνειρα της Κ., και είναι λίγο ανήθικο που χρησιμοποιώ τα όνειρά σου για να κάνω καριέρα, δεν νομίζεις; κι αυτή πάλι δεν απάντησε, κι είπε αυτός, είμαι σαν κλέφτης ονείρων, περίπου σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, άραγε τα όνειρα εκδικούνται, άραγε τα όνειρα έχουν πνευματικά δικαιώματα; 

8 Δεκ 2015

Τρία μικρά για τη σύνταξη

ΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΡΑΒΗΓΜΕΝΟ
Μια μέρα πήγε για δουλειά στην οικοδομή κι έκανε πουτσόκρυο, ο αέρας ξύριζε και παντού είχε λασπόνερα. Βρε δεν γαμιέστε, σκέφτηκε και την έκανε κατσίκα.
Την ίδια μέρα κατέθεσε τα χαρτιά του για σύνταξη, είχε προ πολλού πιάσει το όριο ηλικίας.
Την έκανε κατσίκα, σαν να λέμε «βγήκε στη σύνταξη»; Οχι, την έκανε κατσίκα, σαν να λέμε ψυλλιάστηκε πως η φάση δεν άξιζε τον κόπο πια και σκέφτηκε φύγε τώρα που μπορείς με ελαφρά πηδηματάκια αφήνοντας άλλους να πληρώσουν τα γαμησιάτικα.
Εχει κάτι απολύτως κινηματογραφικό η απόδρασή του, άλλωστε υπάρχει ένα κινηματογραφικό υποείδος, το caper (από το capra=κατσίκα) film, που θα μπορούσαμε να το πούμε κατσικο-σινεμά, και αφορά την οργάνωση μια εγκληματικής ενέργειας, συνήθως κάποια ληστείας, από μια συμμορία.
Στα λεξικά του μέλλοντος λοιπόν οι φράσεις -αλλά κι οι ενέργειες καθαυτές- «βγαίνω στη σύνταξη» και «την κάνω κατσίκα» θα είναι συνώνυμες, παράνομες, επονείδιστες, και θα διώκονται ποινικά. 

*****
ΤΟ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΒΓΑΛΜΕΝΟ
Μπήκε φουριόζα στο λεωφορείο, αταίριαστη τέτοια ταχύτητα κι ευκινησία για την ηλικία της, 70 χρονών πια, δεν το ήξερα, το άκουσα που το είπε σε μια γνωστή της λίγο μετά, ναι στον Αγιο Ελευθέριο πηγαίνει, στην εκκλησία ν' ανάψει ένα κεράκι, κάθε μέρα το κάνει, ευτυχώς έχει μηνιαία κάρτα απεριορίστων διαδρομών με έκπτωση, όχι τζάμπα, όχι τζάμπα, ΟΧΙ ΤΖΑΜΠΑ ΛΕΜΕ, αυτή ποτέ στη ζωή της δεν πήρε τίποτε τζάμπα, όλα στη ζωή της τα 'χει πληρωμένα κι ας της κόβουνε τη σύνταξη, πού θα πάει αυτή η κατάσταση, το κράτος είναι ο μεγαλύτερος τρομοκράτης, δεν υπάρχει κράτος, να σου πει αυτή από πότε χάλασε το κράτος στην Ελλάδα, από τότε που ήρθε η δημοκρατία, μόνο του δημοσίου τις συντάξεις δεν κόψανε ακόμα, κόβουν από μας για να παίρνουνε αυτοί, και το μίσος ξεχείλισε μαζί με τη λέξη αυτοί, αλλά δεν τη νοιάζει, ας κάνουν ό,τι θέλουν, έχει μάθει αυτή στη ζωή της να ζει με τον ιδρώτα της, μια ζωή στη βιοτεχνία από τον ιδρώτα στο στόμα κι όλα πληρωμένα, τίποτε τζάμπα, και τόσες συντάξεις μαϊμού παίρνουνε αυτοί, κι άλλο  μίσος ανάβλυσε λέγοντας αυτοί, κι είχε αυτή συγγενικό της πρόσωπο που έπαιρνε ψεύτικη αναπηρική και την τιμώρησε ο θεός, το παιδί που γέννησε μετά βγήκε ανάπηρο, καλά να πάθει, να μάθει να μη λέει ψέματα, γιατί την αλήθεια θέλει ο θεός, την αλήθεια και την αγάπη, κατέβηκε στη στάση, και το μίσος της που έσταζε όσο μιλούσε είχε κάνει μια λίμνη σαν βούρκο καταμεσής του λεωφορείου.
*****
ΤΟ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΚΡΑΤΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΛΑΦΡΩΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΜΕΝΟ
Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, πήγαινε πότε-πότε στο μαρμαράδικο, για να πει ένα γεια στους συναδέλφους και στ' αφεντικά, στην αρχή πιο συχνά, μετά κάπως λιγότερο, καθώς περνούσαν τα χρόνια και βγαίνανε στη σύνταξη οι παλιοί συνάδελφοι, που κανείς δεν τους αντικαθιστούσε γιατί είχαν πέσει κάπως οι δουλειές, και τώρα τελευταία πήγαινε όλο και πιο σπάνια γιατί δεν είχε μείνει σχεδόν κανείς στο εργοστάσιο που δούλεψε 35 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, οι παλιοί συνάδελφοι είχαν αρρωστήσει ή και πεθάνει, δεν πρόλαβαν να χαρούν τη σύνταξη, και το εργοστάσιο κόντευε να κλείσει, και το παλιό αφεντικό ήταν όλο και πιο σπάνια εκεί, την τελευταία φορά που τα είπαν τού γκρίνιαζε ότι δεν τα βγάζει πέρα πια, κι αυτός απόρησε, μα είναι ποτέ δυνατόν ο Τάδε που ήταν μεγάλος και τρανός κι είχε χτίσει τα μισά Βαλκάνια να ξεπέσει έτσι και μια μέρα έμαθε το νέο πως τον παρέσυρε ένα μηχανάκι στην παραλιακή τον παλιό εργοστασιαρχη και πως έμεινε στον τόπο, θα 'ναι τρεις μήνες τώρα, και ξεφύσηξε, έμεινε κάμποση ώρα σιωπηλός, ξαναξεφύσηξε, "βρε το αφεντικό μας να πάει έτσι άδοξα", κι εγώ που τον άκουσα δεν μπόρεσα να καταλάβω αν το εννοούσε και αν στεναχωρέθηκε ή αν το έλεγε ειρωνικά.