Κοιτάζω
φωτογραφίες.
Φωτορεπόρτερ δρόμου. Η πόλη μου τα
τελευταία πέντε χρόνια. Ανοίγω την
πόρτα, βγαίνω έξω, κλείνω την πόρτα,
κλειδώνω, καλώ το ασανσέρ, καλό το ασανσέρ
κι υπάκουο, έρχεται, ανοίγω την πόρτα,
μπαίνω μέσα, πιέζω το μπουτόν, κατεβαίνω.
Κάποιες φωτογραφίες δείχνουν το πέρασμα
από την καθημερινή ένταση στους δρόμους,
κάτι που έμοιαζε με εξέγερση, στη σταδιακή
αποκλιμάκωση – στις νέες μορφές δράσης
στους δρόμους: μαξιλαροπόλεμος,
χρωματοπόλεμος, κάθε είδους πόλεμος,
αρκεί να μην είναι κοινωνικός και
ταξικός, αρκεί να εκτονώνει, αρκεί να
μας κάνει να ξεχαστούμε βρε αδερφέ,
φτάνει πια με το μίσος, την γκρίνια τη
μιζέρια, ήρθε ώρα να βάλουμε πλάτη κι
εμείς γιατί αυτοί που μας το ζητάνε τώρα
είναι οι καλοί, να πληρώσουμε τώρα τους
φόρους μας γιατί μας το ζητάνε οι καλοί.
Ετσι λένε. Ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ,
ανοίγω της εισόδου, βγαίνω έξω. Στο
πεζοδρόμιο. Κόσμος πάει κι έρχεται. Στ'
αριστερά, φούρνος. Ανοιχτός νυχθημερόν.
Σταματούν οι μπάτσοι αργά το βράδυ.
Σταματούν κι οι μεθυσμένοι. Πιτοειδή
τεραστίων διάστασεων. Ετσι είναι πια ο
ανταγωνισμός. Το πιο μεγάλο, το πιο
φτηνό. Κι οι χειρότερες εργασιακές συνθήκες. Αφίσες στους τοίχους. Στη
στάση
λεωφορείων, αγγελίες, φορμάτ 10 ευρώ. Φορμάτ απλό,
ακόμη πιο φτηνό, πέντε ευρώ. Πέντε ευρώ;
Φτηνά, δεν λέω. Είναι καλό;
είναι κακό; Ολοι βγάζουν βόλτα τα
σκυλιά τους. Τα σέρνουν από το λουρί.
Μια μέρα τα σκυλιά θα βγάζουν βόλτα τους
ανθρώπους. Ούτως ή άλλως το λουρί πολλοί
εθελουσίως το 'χουμε περάσει στο λαιμό
μας. Θηλιές όλων των ειδών. Η αγχόνη που
αγχώνει. Τράπεζες δολοφόνοι. Περπατώ
στο πεζοδρόμιο ανάμεσα σε σκύλους,
ζευγάρια αχώριστα, σερνάμενα γερόντια,
μεθυσμένους που κάνουν οκτάρια, αριστερά
μου μαγαζί με εκκλησιαστικά είδη. Στίφη
τουριστών. Τα πούλμαν τριπλοπαρκαρισμένα προκαλούν μποτιλιάρισμα και
σχετικές αναλύσεις των οδηγών ταξί. Θρησκευτικός τουρισμός. Σέλφι
στικ για σέλφι με την Παναγιά και τον
Χριστούλη και τον Αγιο τον Μυροβλήτη.
Το ντάκφέις είναι ντεμοντέ. Το τερμάτισε
η Σώτη. Απέναντι και δεξιά, στην τράπεζα,
σύνθημα, να μη συνηθίσουμε στον θάνατο.
Μα τον συνηθίσαμε ήδη. Συνηθίσαμε πολλά.
Γρήγορα. Αγόγγυστα. Συνηθίσαμε κάποιοι
να επιβιώνουμε χωρίς προοπτική. Ακόμη
κι η διάψευση της ελπίδας δεν μας κάνει
εντύπωση πια. Περπατώ. Έφτιαξε ο καιρός,
τα κορίτσια φορέσανε πάλι σορτς. Ωραία.
Στ' αριστερά, ένα σύνθημα κατά του
Σόιμπλε. Να πάθει φούιτ, τον καταριέται.
Σκέφτομαι κάθε μέρα να το φωτογραφίσω.
Αρνούμαι. Να μη συνηθίσω στην σκατοψυχιά.
Να παραμείνω καλός. Καλό παιδί. Ναι. Λίγο
μαλάκας. Παραπέρα, τυροπιτάδικο. Εκείνος
ο τυπάς ο χωρίς χέρια, που πουλάει
χαρτομάντιλα και που μου έλεγε ο Θωμάς
γι' αυτόν. Κάθεται και πίνει καμιά μπίρα.
Κάνει κάνα τσιγάρο. Παραπέρα προποτζίδικο, ψιλικατζίδικο,
γυράδικο και μια περίεργη καφετέρια,
θα το γράψω κι ας ακουστεί σεξιστικό, μόνο γυναίκες βλέπω να κάθονται
εκεί πέρα και να διαβάζουν το φλιτζάνι,
ναι, μα τω Θεώ, αληθεια λέω, το φλιτζάνι και τα ταρό. Τα ταρό του έρωτα
άλλωστε τα ύμνησε κι ο Ελύτης. Παραπέρα πωλείται μεταχειρισμένο ψυγείο
ιχθυοπωλείου. Κι άλλα ζευγάρια με σκυλιά.
Κλειστά μαγαζιά. Σκονισμένες βιτρίνες,
καλυμμένες από αφίσες και σπρέι. Απαγορεύεται η αφισοκόλληση. Κάποια
ανοιγοκλείνουν. Μέχρι ν' ανοίξει έχει
προλάβει να κλείσει και να ξανανοίξει
ως κάτι άλλο. Μόνο το παλιό στέκι,
εκείνο το ωραίο το μπαρ, δυο χρόνια τώρα
κλειστό, ξενοίκιαστο ακόμη το ρημάδι.
Σκυλόσκατα στο δρόμο. Παραπέρα κατηφόρα. Ευθεία κάτω και αριστερά, θα
φτάσεις στο ρουφ γκάρντεν. Γεμάτο.
Ρουφ, ρουφιάνοι. Πήγε μια φορά εκεί
ένας φίλος. Είδε τον Τσοχατζόπουλο. Παρατρεχάμενους. Πιστούς.
Ακόλουθους. Χαμός έγινε, ποιος θα του πιάσει
το χέρι πρώτος. Του Τσοχατζόπουλου, όχι του φίλου. Αυτόν, ούτε να τον
φτύσουν. Αλλά για τον Ακη; Χαλασμός για μια χειραψία.
Τότε δεν είχε σέλφι. Μόνο χειραψίες με
τους υπουργούς. Σήμερα κανείς ποτέ δεν θυμάται να
έπιασε το χέρι του Τσοχατζόπουλου.
Κανείς δεν λέρωσε τα χέρια του ποτέ.
Αλλωστε υπάρχουν κι αλλού χέρια που
κάνουν χειραψίες, που βγάζουν σέλφι,
που μοιράζουν υποσχέσεις. Στο ρουφ
γκάρντεν. Ή κι αλλού. Ανοίγω την εξώπορτα,
μπαίνω στην είσοδο, πάλι κάτι βρωμάει,
καλό το ασανσέρ, με περίμενε εκεί, δεν
είχε φύγει, ανοίγω την πόρτα, πιέζω το
μπουτόν, ακούω τον ιμαντα να τρίζει, ο
ιμάντας είμαι εγώ, με φωνάζουν κι έτσι, εκτός από μαλάκα, τρίζω κι εγώ,
τρίζω
τα δόντια, τα σφίγγω, το ασανσέρ σταματά,
ξεκλειδώνω την πόρτα, μπαίνω στο σπίτι.
Περνάει ο καιρός.