Είναι απ' αυτά τα πράγματα που όταν συμβαίνουν σε κάναν γραφιά, στο άψε σβήσε γράφει μια ιστορία, παρότι το όλο συμβάν δεν κράτησε πάνω απ' ένα λεπτό, κι η αλήθεια είναι ότι, από τότε που συνέβη, το σκέφτομαι διαρκώς και δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό.
«Ε, αφού, αγόρι μου, είσαι μαλάκας», μου είπε ένας φίλος όταν του αφηγήθηκα το περιστατικό. «Εννοείται ότι έπρεπε να τη συνοδέψεις μέχρι το ξενοδοχείο της». Δεν τη συνόδεψα. Ηταν βραδάκι και ψιλόβρεχε, κατηφόριζα προς το κέντρο της πόλης έχοντας στις τσέπες μου φρούδες μανταρίνι και φλούδες ελπίδες ότι τα αστεία μου θα αρέσαν σε κάποιαν, όταν την είδα να στέκεται σαν χαμένη και να κοιτά τριγύρω, αναμαλλιασμένη, σέρνοντας ένα βαλιτσάκι απ' αυτά με τα ροδάκια, που τόσο μισώ εξαιτίας του δυσανάλογου σε σχέση με το μέγεθος και τη σημασία τους θορύβου που κάνουνε. «Συγγνώμη, συγγνώμη κύριε», μου είπε, και την κοίταξα, αναμαλλιασμένη, το 'παμε, βαλίτσα με ροδάκια, το 'παμε, λίγο σαν χαμένη, το 'παμε, με κάμποση αγωνία στο βλέμμα, δεν το είπαμε, βλέμμα ωραιότατο, οφείλουμε να το πούμε, χείλη κατακόκκινα, στραβοβαλμένο κραγιόν, στραβό και το χαμόγελο, αλλά κάπως γοητευτικό, η κοπέλα γυάλιζε στο μισοσκότεινο δρόμο, αλλά όχι με την καλή την έννοια, γυάλιζε το πρόσωπό της, θες από ιδρώτα, θες από λιπαρότητα, θες από το ψιλόβροχο που έπεφτε, «μήπως ξέρετε κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά, αλλά αν είναι δυνατόν όχι σαν κι αυτό», κι εδειξε με το χέρι της ένα ξενοδοχείο πίσω της, μάλλον κακόφημο, δεν ξέρω γιατί το χαρακτηρίζω κακόφημο, δεν είχα ακούσει ποτέ να λένε κάτι γι' αυτό, αλλά έτσι είθισται σε αυτές τις ιστορίες, ένα ξενοδοχείο, σε ένα κακοφωτισμένο στενάκι, με φώτα νέον, μπλε και κόκινα και λίγο ροζ, να θεωρείται κακόφημο -άρα για να μην είναι κακόφημο θα πρέπει να έχει φώτα γέρον άλλων χρωματισμών;- και τέλος πάντων, κατόπιν ωρίμου σκέψεως της ξεκαθάρισα ότι γνωρίζω δύο ξενοδοχεία ούτε από τα πολύ φτηνά αλλά ούτε και από τα πολύ ακριβά, ωστόσο μάλλον αξιοπρεπή, τόσους και τόσους θιασώτες του θρησκευτικού τουρισμού είχα δει να καταλύουν σε αυτά, όπως και ομάδες του μπασκετμπόλ από τις μικρές που έρχονται από την Αθήνα, καθώς και πενθήμερες εκδρομές λυκείου από την επαρχία, που κανέναν εξ αυτών δεν είχα δει ποτέ στο ξενοδοχείο από το οποίο είχε, άραγε, αποδράσει η αγωνιούσα σαν χαμένη κοπέλα, και τέλος πάντων της έδειξα το δρόμο, διακόσια μέτρα και μετά δεξιά, το ένα απέναντι από το άλλο, δεν ενθυμούμαι τα ονόματά τους δυστυχώς, δεν έχει σημασία, με χιλιοευχαρίστησε η κοπέλα και πήρε την ανακούφισή της, τη γυαλάδα του προσώπου της καθώς και το βαλιτσάκι της με τα ροδάκια και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι κι έμεινα ν' αναρωτιέμαι αν έκανα καλά, αν θα την ξαναδώ ποτέ, αν θα βρει το δρόμο της, κυρίως αυτό, φαντάζεσαι να μην κατάλαβε καλά τις οδηγίες μου και να χαθεί, μικρό και απροστάτευτο κορίτσι σε κακοφωτισμένους δρόμους υπό βροχή, ίσως έπρεπε να την έχω συνοδεύσει για λόγους ασφαλείας, και κάπου εκεί μ' είπε μαλάκα ο φίλος, όταν του είπα την ιστορία, χωρίς φυσικά τόσες φιοριτούρες και χωρίς τα κρύα αστεία, και δεν ήξερα πια πώς να επανορθώσω και πήρα να σκέφτομαι τι μπορεί να της είχε συμβεί, ποια να είναι η δική της εκδοχή της ιστορίας, που τη φαντάστηκα κάπως έτσι, ότι για λόγους που δεν θέλει να διευκρινίσει δημοσίως δραπέτευσε από το άθλιο δωμάτιο του κακόφημου ξενοδοχείου με τα βρώμικα σεντόνια, την μπουκάλα το ουίσκι σχεδόν άδεια δίπλα στον ημιλιπόθυμο τύπο, το περίστροφο γεμάτο στο κομοδίνο με τη τη λιγδιασμένη Αγία Γραφή και έτρεξε σαν την τρελή, κοιτάζοντας συνεχώς προς τα πίσω, στο ημίφως του διαδρόμου ενώ από τα γύρω δωμάτια ακούγονταν βογγητά, τριξίματα του σομιέ και κωλοσκάμπιλα, διέφυγε της προσοχής του μισοκοιμισμένου γηραλέου ρεσεψιονίστα και βρέθηκε, αχτένιστη, κακοβαμμένη, ιδρωμένη μες στη βροχή, να μην ξέρει πού να πάει, έχοντας όμως στο βαλιτσάκι με τα ροδάκια πολλές δεσμίδες χαρτονομίσματα, κι έπρεπε γρήγορα να πάει κάπου αλλού να τα κρύψει και κρυφτεί και πήγε και ρώτησε τον πρώτο τυχόντα, έναν χοντρούλη μεσήλικα με αρχές φαλάκρας και γυαλιά που άκουγε Νάσιοναλ στ' ακουστικά, αλλά αυτό φυσικά ούτε το ήξερε ούτε την ένοιαζε, και που την κοίταζε λίγο σαν ξερολούκουμο και της έδωσε οδηγίες για ένα άλλο ξενοδοχείο, και τέλος πάντων, όλα καλα, έχει ακόμη τη βαλίτσα με τα λεφτά και δεν έχει ιδέα ότι την ψάχνω. Εγώ κι οι παλιοί της φίλοι οι μαφιόζοι. Συμφωνήσαμε: εγώ θα πάρω το κορίτσι, κι αυτοί τα λεφτά.
Εντάξει, αυτή είναι η εύκολη λύση, ο αρχικός μου σκοπός ήταν να το γράψω αλλιώς το περιστατικό, να την αναζητώ διαρκώς, με σκοπό αμιγώς ρομαντικό, να την ξαναβρίσκω ανέλπιστα, κι η μέρα να είναι σαν της μαρμότας, να επαναλαμβάνεται δηλαδή η ιστορία, αλλά ούτε ως φάρσα ούτε ως τραγωδία, μάλλον ως γυμνασιακή κωμωδία, να προσφέρομαι εντέλει να τη συνοδεύσω και να με απορρίπτει. Και τσατισμένος να τη ρουφιανεύω στους μαφιόζους.