Το κινητό του Νικολάκη Διάσελου, ιδιωτικού ερευνητή της blogόσφαιρας, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο, αλεξιθάνατο και αλεξίκακο, σπάταλο και επιζήμιο (ο Διάσελος ήταν πιστός οπαδός της θεωρίας που έλεγε ότι δεν είναι οι άνθρωποι αυτοί που καταχρώνται τα αντικείμενα, αλλά το αντίθετο, τα αντικείμενα καταχρώνται τους ανθρώπους), χτυπούσε εδώ και ώρα δίχως ανταπόκριση, σπάζοντας τα νεύρα του ιδιοκτήτη του καθώς και του επίμονου συγγενή του.
-Γιατί δεν το σηκώνεις;
-Ένας μαλάκας ξάδερφος μου είναι που με θυμάται μόνο όποτε θέλει να ζητήσει κάτι.
-Ε, τότε απενεργοποίησε το, μου έχει σπάσει τα νεύρα!
Ο Νικολάκης Διάσελος δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Ούτε ένιωθε και κάποια φαντασιόπληκτη ανάγκη ενσάρκωσης κάποιου ήρωα αστυνομικής λογοτεχνίας. Κοίταξε το κινητό, κοίταξε και τον Σωκράτη, τον μπάρμαν φίλο του, και σκέφτηκε πως δεν θα χρειαστεί να πολεμήσει ποτέ, γιατί για να πολεμήσει θα πρέπει να γίνει ένας πόλεμος. Και αυτό δεν προβλέπεται για τα επόμενα εκατό χρόνια, μιας και δεν θα το επιτρέψουν οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Ωραία σκέψη, σκέφτηκε, κι ένα γουργουρητό επιδοκιμασίας συγχωνεύτηκε με την ημι-ζαλισμένη φράση «βάλε μου ένα κρασί ακόμα».
-Το κρασί κι ο καπνός, φίλε μου, είναι η μυρωδιά της νέας φάτνης!
-Ποιος το ‘πε πάλι αυτό;
-Νίκος Καζαντζάκης…
-Πες του κύριου Νίκου, ότι εάν δεν ανοίξεις λίγο τον εξαερισμό, το κρασί και ο καπνός θα προκαλέσουν το νέο Άουσβιτς!
-Άνοιξε και κανένα βιβλίο ρε, μόνο εξυπνάδες ξέρεις να μας τσαμπουνάς!
Έτσι ήταν πάντοτε η σχέση τους. Μια όμορφη, περιπαικτική διάβαση στη γόνιμη κοιλάδα του επιφανειακού κυνισμού, διανθισμένη από απαγγελίες ποιημάτων, van Morrison, Doors, αρίφνητο κρασί και μπόλικο ξύλο στις συνελεύσεις. Ο ένας προβόκαρε διαρκώς τον άλλο, αλλά πίσω απ’ αυτές τις γεμάτες ευφυολογήματα προβοκάτσιες, κρύβονταν το διαλεκτικό ισοδύναμο ενός αναρχικού οράματος εξέγερσης κι ελιτισμού. Αργότερα, όταν άρχισαν να πετάνε αυγά και σκουπίδια σε τράπεζες, στην αρχή για να σπάσουν πλάκα κι έπειτα (τι έπειτα, αφού στην τρίτη απόπειρά τους έγιναν τσακωτοί απ’ την Ασφάλεια), μάλωναν για το ποιος προκαλεί την μεγαλύτερη ζημιά στο σύστημα, τόσο σε πολιτικό όσο και σ’ αισθητικό επίπεδο. Τις διαφορές αυτές φρόντισε να τους τις λύσει η αστυνομία, έπειτα από πολύωρες ανακρίσεις, ψυχεδελικά φώτα, σκυλάδικα στη διαπασών μέσα στο γραφείο του αρμόδιου μπάτσου, δροσιστικά μπουγιέλα, εκμάθηση Γαλλικών και ψηλάφηση γεννητικών οργάνων. Από τότε, ο Νικολάκης Διάσελος απέφευγε τις τράπεζες. Από τότε, ο Σωκράτης απέφευγε τα αυγά. Και οι δυο μαζί, απέφευγαν τους μπάτσους. Για τα δικά τους μυαλά, οι μπάτσοι ήταν τα ασυμμάζευτα σκουπίδια του συστήματος.
-Τι έγινε τελικά με τον Καρούζο;
Το βλέμμα του Σωκράτη περιπλανήθηκε φοβισμένο σκανάροντας τον χώρο. Ένα ζευγάρι, δυο μπακουροπαρέες κι ένας τύπος που διάβαζε εφημερίδα μέσα απ’ τα μαύρα του γυαλιά, ήταν οι μοναδικές εστίες απειλής.
-Τι έπαθες πάλι;
-Σσς…Ποτέ δεν είσαι σίγουρος με τους ρουφιάνους…
-Μιλάς για τον τύπο με τα γυαλιά;
-Ναι, γι’ αυτόν μιλάω.
-Δεν νομίζω. Καταρχήν, είναι τόσο απροκάλυπτα κινηματογραφικός…
-Και τι να λέει αυτό; Μήπως και οι στρατονόμοι δεν είναι τόσο απροκάλυπτα μαλάκες; Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να σου κάνουν έλεγχο, να σου σπάσουν τα νεύρα, και να σ’ αφήσουν με την άδεια στα χέρια ενώ το καράβι θα ‘χει ήδη φύγει. Το κλασσικό μοντέλο του μαλάκα είναι ακριβώς αυτό: Να σου κάνει κακό με τον πιο απροκάλυπτο, στυγνό και αναμενόμενο τρόπο.
Ο Διάσελος σκέφτηκε ότι αν ήταν κατάλληλη η στιγμή, θα μπορούσε μόνο με τη φράση «κώνειο» να πειράξει τον φίλο του. Η στιγμή όμως δεν ήταν κατάλληλη.
-Λοιπόν, είπε ξανά χαμηλώνοντας τη φωνή του, έμαθες κάτι γι’ αυτόν τον Καρούζο;
- Ουδέν νεώτερον απ’ το ρουφιάνικο μέτωπο. Κανείς δεν ξέρει κανέναν Καρούζο.
-Αν σου έλεγα Σίγκμουντ Φρόιντ, θα σε διευκόλυνα κάπως;
-Το χιούμορ σου έχει πολύ στενά όρια…
-Απελπιστικά μπορώ να πω, όπως κι αυτού που πληρώνει το αγώγι και αρχίζει να τρελαίνεται…
-Ποιος σου έδωσε την κάρτα του;
-Ο Ειδικός Νίντζα. Ξέρεις, είναι της μοδός να σε καλωσορίζουν σε συνέδρια με διαφημιστικά και κάρτες.
-Όπως είναι της μοδός να επισκέπτεσαι ψυχιάτρους επειδή όταν διήγαγες ως νέος ένιωθες ότι μπορεί να είσαι η μετενσάρκωση του Πίτερ Παν.
-Μπα, προτιμούσα τον Ιβανόη!
-Κι εγώ τον βασιλιά Αρθούρο!
-Βάλε μου άλλο ένα!
-Ευχαρίστως!
Το αφεντικό του Σωκράτη, που μόλις είχε ξεπροβάλλει απ’ το παραβάν και μύριζε σαν τον ατμό της χύτρας, διέκοψε την έναρξη του εύθυμου αγώνα με βίαιο τρόπο. Το αφεντικό του Σωκράτη, εφορμούμενο απ’ ένα εκατονταετές χρέος στην τράπεζα, ήταν της άποψης ότι ακόμα και οι κουβέντες στοιχίζουν. Βλέμμα: Δούλεψε κοπρόσκυλο!. Ο Σωκράτης του αφεντικού, εφορμούμενος απ’ τις ιδέες των Γάλλων Διαφωτιστών και τον Ρουσσώ, γνώριζε ότι είναι ακατόρθωτο να υποτάξεις έναν άνθρωπο που δεν θέλησε ποτέ του να δίνει διαταγές. Βλέμμα (μέσα απ’ έναν νοητό καθρέφτη): Δεν μας παρατάς ρε γέρο!.
Κατόπιν, κι αφού μονομάχησαν για τρία ολόκληρα λεπτά, το πρώτο βλέμμα, ηττημένο και δηλητηριασμένο από μίσος, τρύπωσε μέσα σ’ ένα καμουτσίκι και ξέσπασε πάνω στη ράχη ενός γέρικου αλόγου. Για το δεύτερο, ακούσαμε όλοι στις ειδήσεις, αφού πρώτα έπρεπε, με κάποιον τρόπο, ο πατήρ Γεώργιος να υποχρεώσει την εικόνα της Παναγίας να δακρύσει ώστε να εξηγηθεί ένα μικρό θαύμα: Το πώς δηλαδή γινόταν, στον κήπο που συνόρευε με την ενορία, να μιλάει ένα μικρό παιδί κι απ’ το στόμα του ν’ αναβλύζουν γιασεμιά…
-Εντάξει ρε Μάκη, θα το τακτοποιήσω. Ναι ρε, μην ανησυχείς. Χαιρετίσματα και στην Κική! Ναι ρε, αφού τα είπαμε. Μην ανησυχείς!
Κανόνας τρίτος (οι δύο πρώτοι ίσως να μην υπήρχαν, αλλά του άρεσε, για εφέ, να ξεκινάει πάντα απ’ τον αριθμό τρία): Όταν θέλεις να ξεδιαλύνεις μια υπόθεση κατασκοπεύοντας, οφείλεις, αφού κλείσεις το κινητό, να κοιτάξεις πρώτα αριστερά κι έπειτα δεξιά. Προφανώς για γούρι. Ή, αλλιώς, για την αποφυγή κάποιου κατακούτελου. Ανέβηκε αποφασιστικά τις σκάλες σκεπτόμενος μεγαλόφωνα ότι κάποιος πρέπει να βρει λύση. Αυτό το κάποιος του άρεσε, μιας και ήταν κλασσικός ευθυνόφοβος επί πρώτου προσώπου. Άλλο ένα ελάττωμα των βιβλιόφιλων. Χτύπησε την πόρτα δυο φορές, περίμενε, συλλογίστηκε ένα διήγημα του Φελισμπέρτο Ερνάντες για μια χρωματιστή, οικόσιτη τζαμαρία, κι έπειτα ξαναχτύπησε, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Κανείς.
Ερώτηση: Γιατί ο Νικολάκης Διάσελος δεν παραβίασε την πόρτα, όπως όφειλε να κάνει ως ιδιωτικός ερευνητής;
Απάντηση: Για τρεις λόγους: Πρώτον, δεν ήταν στις αρχές του να μπαίνει απρόσκλητος σε ξένα σπίτια. Δεύτερον, ήταν λίγο χέστης. Τρίτον, εκτός από λίγο χέστης ήταν και υπερβολικά αδέξιος.
Κατέβαινε τις σκάλες κομματάκι θυμωμένος. Ποιος ήταν ο Καρούζος, γιατί δεν έπρεπε να τον ξαναδεί, ποιοι κρύβονταν πίσω απ’ όλη αυτή την ιστορία, γιατί δυο κωλόπαιδα τον ρεζιλέψανε μπροστά στα μάτια μιας κουτσομπόλας φώκιας; Μια ζωή όλα γύρω μπερδεμένα. Λάθος εκτιμήσεις, λάθος επιλογές, λάθος αποφάσεις. Η λογική του πολτοποιούνταν στον οδοστρωτήρα των αντιφατικών του συναισθημάτων. Για κάθε συναίσθημα, η ίδια πάντοτε λαγαρή σουβλιά. Σαν κοφτερό νερό, σαν γυάλινος σταλακτίτης που μπήγεται βαθιά μες στο κορμί του. Κάποιος δεν σκέφτεται λογικά και ο ίδιος κάποιος χάνει. Κάποιος εγώ.
-Κύριε αιμορραγώ, σας παρακαλώ, βοηθήστε με! Ονομάζομαι Ρασκόλνικοφ, μένω ένα πάτωμα πιο κάτω και μόλις επιχείρησα να κάνω πράξη τις αρχές μου. Θέλησα να εξοντώσω ένα παράσιτο, μια γριά που επέμενε πεισματικά να ζει. Προσπάθησα κύριε, αλήθεια σας το λέω, αλλά αυτή η σιχαμερή σαύρα ήταν τόσο δυνατή που έστρεψε το μαχαίρι καταπάνω μου! Σας παρακαλώ, β…βοηθεί…
«Στον ύπνο μου έρχονται και μ’ επισκέπτονται όλα αυτά που άφησα να ξεχαστούν. Πρόσωπα, μέρη, εικόνες κι αντικείμενα. Τους λέω: Έχω χίλιες δυο φασκιές να σας ζεστάνω, μα μονάχα μια αγκαλιά, που την έχω τάξει στο γαλάζιο. Κι έπειτα φεύγουν, τυπώνοντας στην σάρκα μου τα γοερά τους χρόνια.»
Ηρέμησε, ηρέμησε.
Ο Νικολάκης Διάσελος στάθηκε καταμεσής του δρόμου σαν σκιάχτρο. Ηρέμησε. Πάτησε ένα κουμπί στον αριστερό του κρόταφο, τράβηξε έξω την θήκη, έβγαλε ένα CD απ’ την τσέπη του, το τοποθέτησε, έκλεισε το κουμπί, κι ετοιμάστηκε. Abbie Gale, Contact Imrovisation. Είχε ανακτήσει την σωστή θερμοκρασία, μπορούσε πάλι ν’ αγαπήσει. Ξεφορτώθηκε το ανθρώπινο σαμάρι του κι έκλεισε τα μάτια.
Ωραία ήταν.