Στο δίχτυ που πιαστήκαμε
μου ' ρθε ξαφνικά η πεθυμιά να φάω
σαν τηγάνι τα κορμιά μας και η θάλασσα το λάδι
για να μας βράσουν οι θεοί και να χορτάσουν τα σκυλόψαρα.
Ότι αγνάντευα από παλιά με τρώει εμπρός μου
κι αν πάρω ένα νόμισμα για να δωροδοκήσω κύματα
θα ξεγελαστώ και θα νομίσω πως βλέπω τον εαυτό μου
μικρό παιδί να βάζει ξόβεργες για να τσακώσει χρόνους.
Δεν πρόκαμα να ζήσω...
Δεν πρόκαμα να συλλαβίσω θάνατο
και ήρθε μονομιάς με την μορφή της πεθαμένης μάνας μου
μα τυχεροί αυτοί που φυτεύουν τον δυόσμο στα αετώματα
δίχως να δύσει πάνω τους ο ήλιος
γιατί γνωρίζουν από αέρηδες
και δεν ξυλιάζουν σαν κι εμάς χωμένοι μες στο πάγο, ονειρευόμενοι πατρίδες
κι ενα φωτόδεντρο κατάστικτο από ωραία ονόματα.
Δεν πειράζει.
Ο Κρόνος θα συνεχίσει να τρώει τα παιδιά του
κι όταν θα πέφτει λιόγερμα και το αίμα γείρει στον ζυγό τον πορφυρό,
να ξεχάσουμε λαλιά ανθρώπινη δεν θα το περιμένουμε
και με δακρυσμένα μάτια θ' αποδράσουμε απ' το κορμί μας...